Loving Vincent – Η ιστορία που γέννησε μια πρωτοπορία και σκότωσε έναν άνθρωπο

admin Από admin 6 Λεπτά Ανάγνωσης

Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος για Το Περιοδικο

Φανταστείτε το ίδιο το έργο του Vincent Van Gogh να μπαίνει σε κίνηση και να αρχίζει να διηγείται τις μέρες του δημιουργού του. Φανταστείτε τις γνώριμες πινελιές του να μετατρέπονται σε μια συνεκτικά κινηματογραφημένη ιστορία και ο Vincent να αποκτά φωνή εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του. Το σινεμά τα καταφέρνει όλα τελικά. Και να πως υποκλίνεται στον ζωγράφο και στο εκτόπισμα του. Να πως προσπαθεί να συντηρήσει τον μύθο του, την εξιδανίκευση του και να πως η τέχνη του προηγούμενου αιώνα μπορεί να γιορταστεί. Το Loving Vincent είναι πριν από όλα ένας φόρος τιμής και ταυτόχρονα ένα συγκινητικό φιλμ εικαστικού πειραματισμού και αστυνομικού σασπένς μιας σκληρής και θλιμμένης ιστορίας που γέννησε μια πρωτοπορία και σκότωσε έναν άνθρωπο.

Στο μουσείο του Van Gogh μαζί με τα σημαντικά έργα του που καθόρισαν – κατά κοινή και κατά ιδιαίτερη ομολογία – την σύγχρονη τέχνη, οι τοίχοι του είναι διακοσμημένοι σε ένα πιο μελαγχολικό τόνο. Βλέπουμε τις «αφηγήσεις» γεγονότων που επηρέασαν και αντικατόπτριζαν την ζωή του. Που υπογράμμιζαν μια ζωή που δεν μπορούμε να θαυμάσουμε με την ίδια εύκολη μέθοδο της άκριτης ευχαρίστησης, μέθοδο που δεχόμαστε (δυστυχώς) για το έργο του. Η ζωή του δεν ήταν μυθική. Ήταν αντιθέτως μια μόνιμη καταδίκη στο σκοτάδι. Η ζωή του ένα φωτεινό αρχικό προσχέδιο που με μια ορμητική διάθεση αναθεωρήθηκε δίνοντας μας μια δυσοίωνη και σκοτεινή εικόνα της αλήθειας του. Βλέπουμε μαχαιρώματα των προστατών του και των φίλων του. Και αναγνωρίζουμε μια αλήθεια: Πως οι «μεγάλοι» των εποχών προσλαμβάνουν την κοινή εχθρότητα.

Βλέπουμε μέσα στην αθωότητα και την ανθρωπιά τους να αντιμετωπίζονται σαν κρέας που πάνω τους τα κοράκια παρασιτούν. Από την άλλη, υπάρχει αυτή η συλλογική ενοχή, ο ανείπωτος φόβος μιας γερασμένης κοινωνίας που κατασπαράζει στην γέννα του κάθε τι νέο, φρέσκο, πρωτοποριακό για το λόγο πως τολμά να αποσαθρώνει τα κατοχυρωμένα και τα θεσμοθετημένα. Σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής οι ανατροπείς μοιάζουν να εξοστρακίζονται στο περιθώριο αλλά το έργο τους έχει μια εκδικητική δυναμική που δεν παίρνει χαμπάρι από κανένα κατασκευασμένο «ήθος» και συνηθίζει να ξεβολεύει την συνήθεια στους αιώνες που έρχονται. Σε κάθε δοσμένη και φαινομενική ήττα μια μεγάλη υποβόσκουσα νίκη προϋπάρχει. Kαι που τελικά κυριαρχεί. Ποιος ασχολείται σήμερα και ποιος χολοσκάει για το ποιόν και την μοίρα όλων αυτών που με τέτοια γενναιοδωρία ο Van Gogh τους κατοχύρωσε την αυταρέσκεια δημιουργώντας το πορτρέτο τους; Αν η αγνωμοσύνη του ανθρώπου μοιάζει υπερτερούσα, είναι τελικά τόσο μικρή – σε ποσότητα και ποιότητα – μπρος στην ευγνωμοσύνη του χρόνου. Αυτή και μόνο αυτή έχει πάντα την τελευταία λέξη. Η ιστορία των τεχνών είναι μια προσωπική θυσία ανθρώπων που τα αποτελέσματα της τα μετράμε σε άλλες κλίμακες και με άλλες βαρύτητες.

Ο ζωγράφος «αυτοκτόνησε» μια καλοκαιρινή μέρα του 1890 πλάι στα αγαπημένα του ηλιοτρόπια. Η λάμψη τους ποτέ δεν τον πρόδωσε όπως οι εχθροί του, όπως οι θαυμαστές του. Το έργο του, σήμερα, λειτουργεί στα μουσεία ως έκθεμα μιας pop κουλτούρας που ο καθένας οφείλει ή είθισται να έχει δει για να το διαγράψει έπειτα από την λίστα της «μπακαλικής» του. Κάποιοι αστοί «φιλότεχνοι» το τοποθετούν σε περίοπτη θέση ως στοιχείο ντεκόρ. Η κιτς πλευρά της τέχνης και η υπεροψία του προνομιούχου, δηλαδή. Μια δολοφονία της τέχνης ως ζώσας εμπειρίας. Και η αναγκαστική δυστυχώς θλίψη ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας άκρως αληθινής παραδοχής. Ο ζωγράφος αγωνιζόταν αντιθέτως να μιλήσει στην γλώσσα μιας εποχής με άλλης ποιότητας λάμψεις. Μιας εποχής που ήταν στα σπάργανα. Επαναστατικής, αντι-κιτς, αντι-αστικής. Επιβιώνει εντούτοις σήμερα, εκείνη η οργή, εκείνη η κραυγή (όπως και η εσωτερική κατασπάραξη) που κάθε του πινελιά εξέφραζε; Αυτό ακριβώς προσπαθεί η ταινία: Να ανακτήσει την «δολοφονημένη» από την κοινωνία φωνή του.

Ο Van Gogh είναι ένας μύθος – γιατί αρεσκόμαστε πράγματι στους μύθους όταν αδυνατούμε να δεχθούμε την «πεζή» πραγματικότητα –. Και προφανώς τον αναπαράγουμε. Ο μύθος παραμένει πάντοτε, σε κάθε εποχή, πιο γοητευτικός και πιο αξιόπιστος. Δεν μας προδίδει ποτέ του. Αυτό επιβεβαιώνεται από την συγκίνηση που έχουμε βλέποντας τους πίνακες του στο μουσείο ή καθώς ζωντανεύουν στην ταινία. Ο μύθος της απελπισίας και της αυτοτιμωρίας του ανθρώπου είναι πιο βολικός ως λυτρωτική ιδέα για όλους τους τρίτους, για όλους τους αμέτοχους, για όλους τους παρατηρητές. Νιώθουμε τυχεροί που δεν καταλήγουμε ίδιας κλίμακας θύματα. Που παραμένουμε ζωντανοί και έχουμε την άνεση να τον αφηγούμαστε.

Ο τρόπος δημιουργίας της κινηματογραφικής τούτης πρότασης είναι επίπονος, είναι ενδιαφέρον, είναι σημαντικός. Όλη η ταινία κινηματογραφήθηκε και μετά κάθε του καρέ ζωγραφίστηκε με λάδι πάνω σε καμβάδες. 120 ζωγράφοι (ανάμεσα τους μια ομάδα Ελλήνων) μας προτείνουν λοιπόν μια οπτική εμπειρία – που παρά τα προτερήματα της – δεν παύει να νοσταλγεί και να εξιδανικεύει μια εποχή ρομαντική, μια θεματική ρομαντική, μια προσωπικότητα ρομαντική και να μην προτείνει μια επαναστατική φωνή όπως του δημιουργού που προσπαθεί να δοξάσει.

 

 

Μοιραστείτε το Άρθρο