Τhe Punisher- Μια βίαιη επανεξέταση

Nίκος Γιακουμέλος Από Nίκος Γιακουμέλος 14 Λεπτά Ανάγνωσης

Tα Iron Fist και Defenders ήταν κάτι παραπάνω από αποτυχίες. Έδειχναν ότι η προσοχή της Marvel, ενόψει και του λανσαρίσματος της δικής της streaming πλατφόρμας είχε μετακινηθεί, εμπορικά από τις συνεργασίες με περιφερειακά μέσα που αργότερα θα γίνονταν και αντίπαλοι, όπως το Netflix, αλλά και, δημουργικά, από το gritty, ρεαλιστικό τοπίο των παραγωγών αυτών.

Πράγματι, τόσο το Runaways όσο και τα μέχρι τώρα στοιχεία για το Cloak and Dagger, σε συνδυασμό με την ανασύνταξη του Agents of Shield, ακόμα και το τραγικό Inhumans δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το τηλεοπτικό MCU. Αυτό πλέον σταματά να αποτελεί μια ανεξάρτητη δημιουργικά προσπάθεια, η οποία εντάσσεται στον ίδιο κόσμο με τις ταινίες και αποτυπώνει τις πιο σκοτεινές και προσγειωμένες πλευρές τους. Πλέον, οι σειρές θα πλησίαζαν τον ανάλαφρο και, από ότι φάνηκε με το Thor-Ragnarok, ακίνδυνο πολιτικά  και αποστειρωμένο τόνο των ταινιών, με το αυστηρά τυποποιημένο ύφος τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Punisher φαίνεται να στέκει κάπου εντελώς απόμερα και μονάχα η πορεία θα δείξει αν ήταν ένα πισωγύρισμα ή μια συνολική επανεξέταση της πορεία της Marvel προς την τυποποίηση. Το μόνο σίγουρα είναι πως η συνεργασία Marvel και Netflix μας έδωσε μία από τις καλύτερες στιγμές της, οποία όχι μόνο ξεπερνά τις δύο προηγούμενες αποτυχίες, αλλά στέκεται επάξια δίπλα στις δύο καλύτερες στιγμές της, το Jessica Jones και το Daredevil, και μάλιστα τις κοντράρει στα ίσα, παρά το αντιδραστικό και πολλές φορές επικίνδυνο πολιτικό του περιεχόμενο. Ως όχημα για αυτό λειτουργεί αφενός η ερμηνεία του τρομερού Jon Bernthal (Walking Dead, Daredevil, Wolf of Wall Street), αφετέρου η ρηξικέλευθη αντιμετώπιση του χαρακτήρα από τους δημιουργούς της σειράς,  Steve Lightfoot ως παραγωγό και τον Tom Shankland (No Night Is Too Long) ως τον εναρκτήριο σκηνοθέτη.

Ο Frank Castle του Bernthal, αφού ολοκληρώνει τον πρώτο γύρο της εκδίκησης του, φαίνεται χαμένος σε μια κατάφωρη πορεία αυτολύπησης και τραύματος. Λειτουργώντας στα όρια της κοινωνίας τόσο καιρό, τόσο ως τιμωρός όσο και ως στρατιώτης, έχει ξεχάσει πως να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. Είναι, επι της ουσίας, ένας χαρακτήρας αντικοινωνικός, τόσο φύσει, όσο και θέσει και αυτό η σειρά μας το εκφράζει με μια σειρά πλάνων, που τοποθετούν τον Frank πάνω, κάτω, μακριά, αλλά ποτέ δίπλα σε οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικό. Αυτό, σε όλη την διάρκεια της σειράς, δεν αλλοιώνεται ποτέ.

Ο Punisher του Netflix δεν είναι σούπερ. Δεν είναι καν ήρωας και οι ελάχιστες φορές που κάνει κάτι που δεν αποσκοπά άμεσα στην εκδίκηση του είναι μετρημένες στα δάχτυλα και λειτουργούν ακριβώς ως επιβεβαίωση αυτού του κανόνα. Ο Punisher αποτελεί τον πιο γνήσιο αντιήρωα της Marvel, μια φιγούρα που δεν έχουμε κανέναν λόγο να συμπαθούμε ή να ταυτιζόμαστε και μονάχα μια συμβολική λειτουργία ως κριτική της δίνει νόημα στο ευρύτερο πλαίσιο. Με αυτή ακριβώς τη λογική ανατέθηκε στον Punisher να σκοτώσει ολόκληρο το σύμπαν της Marvel (στα κόμικς).

Παρόλα αυτά, αυτή η εκδίκηση δεν αποσκοπά σε τίποτα. Όπως πολλές φορές του υποδεικνύεται πως η οικογένεια του είναι νεκρή. Όλη αυτή η οργή, η τυφλή βία δεν αποσκοπεί πουθενά, παρά μόνο στο να κάνουν τον ίδιο να εκφραστεί, να επικοινωνήσει τις αυτοκτονικές ουσιαστικά τάσεις του, στις οποίες ο ίδιος παλινδρομεί συνεχώς ασυνείδητα, όσο και το αρνείται συνειδητά, όσο και αν το αρνείται ασυνείδητα, όσο. Όπως και στο western, όπου η έννοια της οικογένειας χρησιμοποιείται σαν σύμβολο για τον πολιτισμό και μια προσαρμογή στην κοινωνία,  έτσι και εδώ τα συνεχόμενα flash back με την σύζυγο και τα παιδιά του Castle χρησιμεύουν στο να μας δείξουν όχι μόνο πως αυτή η δυνατότητα του έχει πια αφαιρεθεί, αλλά και να υποδείξουν πως το μόνο σπίτι  που αποδέχεται πια ο Τιμωρός  για τον εαυτό του είναι ο ίδιος ο θάνατος.

Ωστόσο, όσο προχωρά η σειρά, αυτός αρνείται τις δύο αυτές βασικές αλήθειες, πως η οικογένεια του είναι νεκρή και ότι για να προχωρήσει πρέπει να την αφήσει να πεθάνει και μέσα του, χωρίς ο ίδιος να την ακολουθήσει. Προσπαθεί να συνταιριάξει, μέσω μιας ακραίας, φετιχιστικής βίας, την ανάμνηση με την πραγματικότητα, την εικόνα του παρελθόντος έτσι όπως την ζει κάθε βράδυ στα όνειρα του με τους ζωντανούς εφιάλτες που βλέπει. Και είναι μόνο μέσω αυτής της βίας που μπορεί να επικοινωνεί (ενδεικτικά κάνει χιούμορ με τον αριθμό των θυμάτων του, ενώ πολύ συχνά απειλεί πολύ γραφικά τους αντιπάλους τους).

Ποιο είναι το πλαίσιο όμως που ένας τέτοιος χαρακτήρας μπορεί να λειτουργήσει; Ανάμεσα (αλλά ποτέ δίπλα) σε ποιους ανθρώπους θα φαινόταν φυσιολογικός; Η σειρά τον τοποθετεί μεταξύ των βετεράνων του πολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια να κατανοήσουμε πως οι άνθρωποι που οδηγούνται σε αυτή την θέση είχαν άλλη αφετηρία, άλλα όνειρα και ελπίδες και πως αισθάνθηκαν να τους απογοητεύτει το ίδιο τους το κράτος, για το οποίο έχασαν φίλους, άκρα και την ψυχική τους υγεία. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ γοητευτικός και αυτοί τον κουβαλούν για πάντα μέσα τους. Προσπαθεί, με λίγα λόγια να τους δώσει μια θέση ανάλογη με αυτή της κοινότητας που, λόγου χάρη, στο Luke Cage κατείχε η έγχρωμη μεινότητα του Harlem. Kαι ενώ  μπορούμε να δούμε πολύ εύκολα την καταπίεση που υφίσταται αυτή η μεινότητα, στην περίπτωση του Punisher βρισκόμαστε να παρατηρούμε τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας, στα οποία εντάσσονται από παραδοσιακοί rednecks, μέχρι νέου τύπου, καθαρόαιμους φασίστες με τους τελευταίους να ξεχωρίζουν άμεσα ως μια αντιδραστική, βαθιά αντικοινωνική πρακτική και ιδεολογία στην οποία μέχρι και ο ίδιος ο καθαρά απομονωμένος Punisher εναντιώνεται, πρώτα λεκτικά και μετά σωματικά.

Η συντηρητική δεξιά παρουσιάζεται σαν μια φυσιολογική καθημερινότητα και εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στο θέμα της οπλοκατοχής, ένα τεράστιο πολιτικό ζήτημα στις ΗΠΑ, υποτιμώντας κατάφορα την άλλη πλευρά,  και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την οπλολαγνεία των Αμερικάνων, ένα τελευταίο καταφύγιο όταν κάθε άλλη προσπάθεια ελέγχουν και ορισμού τόσο του προσωπικού χώρου όσο και της ταυτότητας καταρρέει. Ακόμα και μια φωνή μετανάστη (δεύτερης γενιάς) ασπάζεται αυτές τις αρχές και επιμένει για την απόλυτη και βίαη επιβολή του νόμου, βλέποντας μάλιστα θετικά τις δράσεις του Castle, στοιχεία που θέλουν  να οδηγήσουν στην καθολικότητα την άποψη αυτή, αλλά απηχούν την ιδέας της “βαθιας” Αμερικής. Αλλά, αντικειμενικά, τα θέματα αυτά ελάχιστη στήριξη μπορούν να ελπίζουν σε ακροατήρια που δεν συμμερίζονται αυτό το φετιχισμό της βίας ο οποίος διαπνέει την αμερικάνικη κοινή γνώμη, για πολλούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση τόσο το στυλ, όσο και η ενδελέχεια με την οποία δίνονται  τα πολιτικά αυτά θέματα, ανεξάρτητα της κατάφωρης διαφωνίας, είναι σημαντικά. Είναι προτιμότερη μια ξεκάθαρη στάση από τα μεσοβέζικα κέντρα.

Ως εχθρός του Τιμωρού στην προσωπική του σειρά δεν παρουσιάζονται εγκληματίες, παρότι σκοτώνει αρκετούς από αυτούς. Αυτή τη φορά πολεμάει το ίδιο το στρατιωτικό σύμπλεγμα τον οποίο τον ανέδειξε, αλλα χωρίς να υποσκάπτει τον όλο και πιο βαθύ μιλιταρισμό της αμερικάνικης κοινωνίας. Ο εχθρός, ένας πράκτορας της CIA τοποθετείται σαν παράνομος, εκτός ορίων, όσο και αν οι πράξεις του δεν φαντάζουν έξω από το mondus operandi των δυνάμεων κατοχής του Αμερικανικού στρατού ή των μισθοφορικών δυνάμεων με τις οποίες  συνεργάζεται (και στην σειρά βρίσκουν τον εκπρόσωπο τους στο πρόσωπο του Ben Barnes- Westworld). Ωστόσο, η ίδια η αντιμετώπιση του Castle σε αυτή την στάση, ακόμα και αν την επιβεβαιώνει στο τέλος, αφήνει ανοικτό, για ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, ανοικτό το επίπεδο αμφισβήτησης της. Βάζοντας δημόσιους ουσιαστικά οργανισμούς και πολιτικές αντιμέτωπες με τον μοναχικό στρατιώτη που πράτει, όπως ο ίδιος το θεωρεί, ένα καθήκον ανώτερο από διαταγές και κοινωνικές επιταγές – την πίστη στην οικογένεια του- ο Punisher, παρότι αντι ήρωας, ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις πρακτικές της super (anti) hero εργοποιίας και δομεί έναν νέου τύπου αμερικάνικο πατριωτισμό, βαθιά ριζωμένο στην, μέχρι σχιζοφρένειας, αίσθηση του ατομικισμού, ο οποίος κατορθώνει και υπερέχει του συνόλου λόγω σκληρής δουλειάς και ικανότητας.

Ερμηνευτικά, η σειρά στηρίζεται  στις πλάτες του Jon Bernthal, ο οποίος βρίσκει όλον τον χώρο (ίσως παραπάνω από όσο θα ήθελε, για αυτό πολύ συχνά καταφεύγει σε υπερβολές και επαναλήψεις) για να δείξει όλες τις πλευρές του Frank Castle, τόσο σωματικά με το εξαιρετικό physik του όσο και με το σύνολο της μικρομιμιτικής δυνότητας του. Αποδεικνύει πως είναι ο καλύτερος Punisher που θα μπορούσαμε να έχουμε πηγαίνοντας τον χαρακτήρα  πέρα από το macho περίμβλημα του, χωρίς βέβαια αυτό να διαρηγνύεται σε κανένα σημείο. Ταυτόχρονα, οι γυναίκες της σειράς, η Amber Rose Revah (Εmerald City) και η Jaime Ray Newman (Bates Motelαφέθηκαν εντελώς σε δεύτερη μοίρα, η πρώτη σε έναν υπερσυναισθηματικό κλισέ τόνο και η δεύτερη περιορισμένη σε μια οικογένεια φυλακή, και δεν είχαν καμία δυνατότητα να ξεχωρίσουν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί, αλλά υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα και για τον Ebon Moss-Bachrach (Girls).

Γενικά ο Punisher ανέλαβε κάθε πρωτοβουλία και δράση, αφήνοντας τους δεύτερους ρόλους πολύ…δεύτερους, χωρίς να έχουν δηλαδή την δυνατότητα να παράξουν καθόλου δράση ή να προωθήσουν την ιστορία, παρά μόνο με εργαλειακό τρόπο. Ο μόνος που στάθηκε στο επίπεδο του Bernthal ήταν ο Barnes, επειδή ακριβώς η σειρά τον τοποθετεί ως archvillain ουσιαστικά και του δίνει τον απαραίτητο χώρο.

Πέρα από τον χαρακτήρα και την δυναμική του Bernthal, η σειρά εστιάζει υπερβολικά στη βία. Ενώ σε πολλά σημεία, συνεπικουρούμενη από μια συνεργασία εικόνας και ήχου, πετυχαίνει το σκοπό του σοκ, σε άλλα φτάνει στο όριο της κατάχρησης, λειτουργώντας περισσότερο σαν ένα torture porn, το οποίο βέβαια είναι απόλυτα ταιριαστό στο ιδιαίτερο προφίλ του χαρακτήρα. Όπως και να έχει, δε μπορεί κανείς να αρνηθεί πως εικονογραφείται με πολύ μελετημένο και καλλιτεχνικό τρόπο, με ευφάνταστη χρωματική παλέτα, η οποία περιέχει κυρίως αποχρώσεις του γκρίζου και του χακί, και έναν φωτισμό με έμφαση στην σκιαγράφηση των κάδρων. Αυτή η τάση δηλώνεται ρητά ήδη από τους τίτλους αρχής και διαπερνά όλη τη σειρά, με παρόμοιο τρόπο που κάθε Defender είχε το δικό του χρώμα. Όμως ο Punisher δεν είναι υπερασπιστής κανενός. Η σκιά, ο συνδυασμός δηλαδή του φωτός με το σκοτάδι είναι το μόνο χρωματικό μοτίβο που του αρμόζει. Επιπλέον, αξίζει αναφοράς η διακειμενικότητα της σειράς με κλασικά έργα που υπερβαίνουν τα όρια της super hero τηλεόραση, όπως το Rashomon του Akira Kurosawa. Το τελευταίο όχι μόνο δίνει την δυνατότητας μιας αναδόμησης του χρόνου μέσω του μοντάζ (κάτι που ούτως ή άλλως γίνεται σταθερά μέσω των flash backs και των ονείρων για την νεκρή οικογένεια) αλλά και αναβαθμίζει τον ρόλο της δευτερογενούς αφήγησης και, κατά συνέπεια, της ατομικής ευθύνης, κάτι που συνάδει απόλυτα με τον παραπάνω χαρακτηρισμό για βαθιά προσήλωση στον ατομικισμό.

Συγχρόνως, είναι αξιοσημείωτη η μουσική επένδυση της σειράς, η οποία υπερτερεί όλων των άλλων παρόμοιων παραγωγών δικτύου. Δεν είναι τυχαίο που ως μουσικό χαλί του Τιμωρού επιλέχθηκαν καθαρόαιμοι αμερικάνικοι  και σκληροί ήχοι: το southern metal/ rock, η απειλητική ηχώ της ηλεκτρικής κιθάρας (όλα επεξεργασμένα από τον Tyler Bates) όχι μόνο συνοδεύουν, αλλά κοινωνούν σε πολλές περιπτώσεις, είτε σαν ηχητικές εικόνες είτε με την υπερδομή των κραδασμών μεγάλο μέρος της συναισθηματικής φόρτισης των ηρώων  Όλα αυτά μαρτυρούν προσπάθεια και δημιουργικές αξιώσεις, σε αντίθεση με τα στερεοτυπική και εν πολλοίς διεκπεραιωτική σκηνοθεσία των δύο προηγούμενων παραγωγών του Netfilx.

Το Punisher, χωρίς να είναι τέλειο, καθώς σε πολλά του σημεία διαφαίνεται μια αδυναμία να προχωρήσει την πλοκή του, η οποία άλλοτε σέρνεται και άλλοτε τρέχει να προλάβει, καταφέρνει και θέτει μια ενδιαφέρουσα οπτική στην Νέα Υόρκη της συνεργασίας Netflix/ Marvel , ίσως πιο παραδοσιακή από όσο θα θέλαμε, αλλά σίγουρα άξια αναφοράς.

 

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε με μεγάλη επιτυχία αλλά μετά άρχισε καπου να δυσκολεύει το πράγμα. Σπούδασε Επικοινωνία και μετά αποφάσισε πως δεν του αρέσει να επικοινωνεί. Όνειρο του να μετακομίσει στην Σαχάρα όπου θα έχει ησυχία, αλλά μέχρι να το καταφέρει δουλεύει κωπηλάτης.