Ελληνικό σινεμά ώρα μηδέν- Οι 20 καλύτερες ελληνικές ταινίες του 21ου αιώνα (μέρος α)

admin Από admin 11 Λεπτά Ανάγνωσης

Το ελληνικό σινεμά δεν ήταν ποτέ αυτό που θα έλεγε κανείς ακμάζουσα επιχείρηση. Χωρίς υποστήριξη από κρατικές επιχορηγήσεις και εμποδισμένο από τις δοκιμασίες και τις απαγορεύσεις της πρόσφατης πολιτικής  ιστορίας της χώρας και της οικονομικής κρίσης, που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη ιδιαίτερα για τους νέους  σκηνοθέτες, το ελληνικό σινεμά δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές στο παγκόσμιο κοινό τον τελευταίο αιώνα.

Παρ’όλα αυτά, υπάρχει μία λίστα σκηνοθετών που κατάφεραν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή ανά τα χρόνια, και στο ντόπιο και στο παγκόσμιο κινηματογραφικό προσκήνιο, συμπεριλαμβανομένων των Θεόδωρου Αγγελόπουλου, Νίκου Κούνδουρου, Κώστα Γαβρά, Νίκου Νικολαϊδη, Μιχάλη Κακογιάννη, Τόνιας Μαρκετάκη, Αλέξανδρου Βούλγαρη, Νίκου Γραμματικού, Σταύρου Τορνέ και άλλων.

Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, προχωρώντας από την αυγή του 21ου αιώνα, το ελληνικό σινεμά γίνεται συνεχώς πιο παραγωγικό και ελκυστικό στο παγκόσμιο κοινό. Μερικοί μοντέρνοι Έλληνες σκηνοθέτες εκπροσωπούνται στην παρακάτω λίστα, με τους  Γιάννη Οικονομίδη, Πάνο Χ. Κούτρα, Νίκο Γραμματικό, Αλέξανδρο Βούλγαρη, Κωνσταντίνο Γιάνναρη και Αργύρη Παπαδημητρίου να έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ τους.

Η πρόσφατη παγκόσμια αναγνώρισή του αυξήθηκε με την εμφάνιση ενός σχετικά νέου κινηματογραφικού στυλ, του “Greek Weird Wave” («Ελληνικό Παράξενο Κύμα»), καθιερωμένο από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου το 2009, ο οποίος ενέπνευσε και πλέον διευρύνθηκε σε άλλους σκηνοθέτες, όπως η Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη, Αλέξανδρος Αβρανάς, Μπάμπης Μακρίδης και άλλοι.

Αυτή η λίστα αποτελεί μία προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων 18 ετών, με σκοπό οι τίτλοι να είναι όσο πιο αντιπροσωπευτικοί γίνεται διαφόρων ειδών και σκηνοθετών.

20) Κυριακή 04:45 (Αλέξης Αλεξίου, 2015)

Ο Στέλιος είναι ιδιοκτήτης ενός jazz club, φιλόδοξος και υποχωρητικός, στα πρόθυρα να χάσει τα πάντα. Αδιαφορεί συνεχώς για την οικογένειά του λόγω δουλειάς, φέρνοντας το γάμο του στο τέλος. Το μεγαλύτερό του πρόβλημα, όμως, είναι πως έχει 32 ώρες για να βρει τα χρήματα που χρωστάει σε έναν ρουμάνο τοκογλύφο.

Το «Κυριακή 04:45» είναι μία δραματική ταινία του Αλέξη Αλεξίου με τη φιλοδοξία να παντρέψει την ελληνική pop κουλτούρα με το αμερικάνικο neo-noir και τον ασιατικό τρόμο. Παρ’όλο που δε στέκεται ακριβώς στο ύψος των προσδοκιών του δημιουργού του, αποτελεί μία τίμια προσπάθεια, παίρνοντας ένα σπάνιο (για το ελληνικό σινεμά) ρίσκο και, συνεπώς, κερδίζοντας τη θέση του στη λίστα. Η ταινία χωρίζεται σε κεφάλαια με τίτλους, έχοντας ένα συνδυασμό σκοτεινών, βροχερών λήψεων και έντονου φωτισμού neon, για να δημιουργήσει μια εφιαλτική noir ατμόσφαιρα.

Σε δεύτερο επίπεδο, σχολιάζει την επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα, όπου πολλοί άνθρωποι καταλήγουν χρεωμένοι και με τα όνειρά τους να καταρρέουν με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης. Ο Στέλιος Μάινας ως Στέλιος προσφέρει στην ταινία το μεγαλύτερό της πλεονέκτημα, με τη λεπτή, συναισθηματική του ερμηνεία.

19) Δεκαπενταύγουστος (Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 2001)

Είναι 15 Αυγούστου και, όπως οι περισσότεροι Αθηναίοι, τρεις οικογένειες που μένουν στο ίδιο κτήριο φεύγουν για διακοπές, η καθεμία με διαφορετικό προορισμό. Αλλά αυτές οι διακοπές θα είναι επεισοδιακές για όλους. Σε μία παράλληλη αφήγηση, ενώ οι ένοικοι λείπουν, βλέπουμε ένα νεαρό αγόρι να εισβάλλει στα σπίτια τους, να ζει τη ζωή τους για κάποιο διάστημα και να αποκαλύπτει τα μυστικά τους.

Τρεις οικογένειες, τρεις απεικονίσεις της ελληνικής μεσαίας τάξης προ-κρίσης, εννέα άνθρωποι, εννέα ιστορίες, εννέα όνειρα σε αναμονή, εννέα απογοητεύσεις, εννέα επιθυμίες. Η ελπίδα για αλλαγή, για ένα θαύμα, κοινή σε όλους τους. Συμβολικά υπερβατική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, η ταινία προσδοκά να ισορροπήσει μεταξύ τραγωδίας και μαγείας, ορίζοντας την ίδια τη ζωή.

«Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μία ταινία δρόμου […], όπου οι ένοικοι ενός τριώροφου κτηρίου στο κέντρο της Αθήνας μας μιλούν για την αγάπη. Για την απουσία αγάπης. Εκεί που η αγάπη καταρρέει. […] Και στην αποπνικτική καλοκαιρινή ζέστη, τα όνειρα και οι επιθυμίες τους πραγματοποιούνται.»

-Κωνσταντίνος Γιάνναρης

18) Πλατεία Αμερικής (Γιάννης Σακαρίδης, 2016)

Ο Μπίλυ και ο Νάκος είναι παιδικοί φίλοι, που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στην πλατεία Αμερικής στο κέντρο της Αθήνας. Ο Μπίλυ είναι tattoo artist και ερωτεύεται την Τερέζα, μία μετανάστρια τραγουδίστρια, μπλεγμένη με τον υπόκοσμο. Ο Νάκος, από την άλλη, δεν μπορεί αν δεχτεί πως η πλατεία της γειτονιάς του έχει αλλάξει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, μετατρεμμένη σε καταφύγιο για μετανάστες, κυρίως σύριους πρόσφυγες. Και ο Tarek είναι ένας σύριος πρόσφυγας που ψάχνει απελπισμένα έναν τρόπο να φύγει για τη Γερμανία με την κόρη του.

Βασισμένο στο διήγημα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα, η «Πλατεία Αμερικής» είναι μια ταινία για το ρατσισμό. Εκτός από μία ακριβή αναπαράσταση της τρέχουσας κατάστασης στην Αθήνα, η ταινία αποτελεί πολλά περισσότερα από αυτό. Ο Γιάννης Σακαρίδης χρησιμοποιεί την Ελλάδα και την προσφυγική κρίση για να θέση τη βάση προκειμένου να μιλήσει για το ρατσισμό γενικότερα.

Δείχνοντας κατανόηση και ευγένεια στους χαρακτήρες του, ακόμα και εκείνους που «σφάλλουν», χωρίς να τους δικαιολογεί, θέτει το σκηνικό και αφήνει το επιχείρημά του να περάσει μόνο του στο κοινό. Και αυτό είναι το απλό, αλλά όχι εύκολα αναγνωρίσιμο, γεγονός πως ο ρατσισμός δεν είναι απλά κάτι «κακό» που εμφανίζεται από το πουθενά, αλλά μία μαθημένη συμπεριφορά, η οποία προκύπτει από συγκεκριμένες καταστάσεις και ενισχύεται από συγκεκριμένες καταστάσεις. Καταστάσεις των οποίων οι «θύτες» είναι επίσης θύματα.

17) Το Γάλα (Γιώργος Σιούγας, 2011)

Έχοντας μεταναστεύσει από την Τιφλίδα πριν χρόνια, η Ρίνα και οι δυο της γιοι, ο Αντώνης και ο Λεφτέρης, προσπαθούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια και να διασφαλίσουν την ομαλότητα στις ζωές τους στην Ελλάδα. Ο Αντώνης θέλει να ξεχάσει τελείως το παρελθόν και την καταγωγή του, σε μία προσπάθεια να ενσωματωθεί.

Αντίθετα με τον αδερφό του, ο Λεφτέρης (σε μία πανέμορφη ενσάρκωση από τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο), ο οποίος επίσης παλεύει με την ψυχική διαταραχή, μοιάζει να είναι προσκολλημένος στις αναμνήσεις του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει αποδοχή και αγάπη. Η Ρίνα, ενώ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά, έχει το δύσκολο ρόλο του να πασχίζει να ισορροπήσει τις δύο αντίθετες δυνάμεις των γιών της και να ξαναχτίσει ένα σπίτι γι’αυτούς στην καινούρια χώρα.

Βασισμένο στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, «το Γαλα» είναι μία συγκινητική ταινία που εξερευνά το σπίτι με την έννοια του ασφαλούς χώρου και τη σχέση μεταξύ της πατρίδας και της αίσθησης του ανήκειν, όπως επίσης και τη σημασία της ανάγκης για αποδοχή. Προσεγγίζει τη διαδικασία και τη δυσκολία της κατασκευής ενός σπιτιού, τη στιγμή που θεωρείσαι ξένος.

Η ευθύνη που κανείς δεν είναι πρόθυμος ή δεν ξέρει πώς να πάρει, η ψυχική διαταραχή, ο στιγματισμός, η απελευθέρωση, τα κενά που δεν μπορούν να καλυφθούν, ο θυμός, η απογοήτευση, τα μητρικά και πατριωτικά αρχέτυπα, η καθήλωση και η μνήμη σαν πηγή δυστυχίας ή παρηγοριάς συζητούνται με φροντίδα και λεπτότητα στην ταινία του Γιώργου Σιούγα.

16) Miss Violence (Αλέξανδρος Αβρανάς, 2013)

Την ημέρα των 11ων γενεθλίων της, σε μία φαινομενικά χαρούμενη ατμόσφαιρα, η Αγγελική πηδάει από το μπαλκόνι. Καθώς η αστυνομία και οι κοινωνικές υπηρεσίες προσπαθούν να ερευνήσουν τους λόγους που ώθησαν το κορίτσι να αυτοκτονήσει, το ευπρεπές προσωπείο της οικογένειας αρχίζει να διαλύεται και η αποκρουστική οικογενειακή αλήθεια , σαπισμένη μέχρι τον πυρήνα της, αναδύεται δειλά.

Ο Αλέξανδρος Αβρανάς έφτιαξε ένα κοινωνικό δράμα σχετικά, όπως δείχνει και ο τίτλος του, με τη βία: σεξουαλική κακοποίηση, ενδοοικογενειακή βία, ψυχολογική βία, η ωμότητα και τα αποτελέσματα της. Όμως, στην πραγματικότητα δημιούργησε μία ταινία τρόμου, αφού η αλήθεια που απεικονίζει είναι τρομακτική. Με μία επιτηδευμένη επιλογή υπερβολής στο θέμα της, αντισταθμισμένη από το αυστηρά δομημένο κάδρο και φωτισμό και τις ατσάλινες, πειθαρχημένες ερμηνείες, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει μία ταινία περιεκτική, που επεκτείνει τη συζήτηση από την οικογένεια στην κοινωνία και τη βία και υποκρισία που τη χαρακτηρίζει.

Το τι υπάρχει πίσω από τις κλειστές πόρτες είναι συχνά τρομακτικό και, συνεπώς, αγνοείται σα να μην υπάρχει, ώσπου να μην μπορεί να αγνοηθεί πια. Το “Miss Violence” θυμίζει στο θεατή πως η ανοχή είναι άποψη και πως τα φαινόμενα απατούν. Όμως γίνεται στην πραγματικότητα να μη φανεί ποτέ κάτι;

15) Suntan (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, 2016)

Ο Κωστής εργάζεται ως γιατρός στην ιατρική κλινική στην Αντίπαρο. Δεν είναι ακριβώς νέος, ούτε ακριβώς επιτυχημένος, ούτε αρκετά όμορφος, ούτε χαρούμενος, δεν είναι ακριβώς τίποτα. Η Άννα, από την άλλη, είναι μία όμορφη εικοσάχρονη τουρίστρια, η οποία έχει έρθει στο νησί με τους φίλους της για να διασκεδάσει. Ο Κωστής γοητεύεται από την Άννα και σύντομα αρχίζει να του γίνεται εμμονή.

Όπως έχει πει ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, η ιδέα για την ταινία ήρθε από το διαχωρισμό των ανθρώπων σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στην απόλαυση και αυτούς που δεν έχουν, από το διήγημα του Michel Houellebecq “Whatever”. Ο Κωστής (μία ξεχωριστή ερμηνεία από το Μάκη Παπαδημητρίου) και η Άννα εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους τύπους ανθρώπων, δύο διαφορετικούς κόσμους, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με το πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα του, γίνεται αντιληπτός από τους άλλους και, τελικά, τοποθετείται με βάση τη δυνατότητά του να έχει πρόσβαση στην απόλαυση μέσα στο πλαίσιο του μοντέρνου κόσμου.

Σε ένα σχετικά ηδονιστικό καλοκαιρινό σκηνικό, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ένα διάλογο σχετικά με την ικανοποίηση, τη λαχτάρα, τους ενδιάμεσους χώρους και τη φθορά που φέρνει η χαμένη νιότη και ομορφιά.

Αρχικό κείμενο 

Μετάφραση για το Smassing Culture Αναστασία Γεωργά

 

Μοιραστείτε το Άρθρο