Green Book – Ρατσισμός των 60s ή μια απλή βιογραφική ιστορία;

Xρήστος Δικτόπουλος Από Xρήστος Δικτόπουλος 6 Λεπτά Ανάγνωσης

Το Hollywood έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές ανά τα χρόνια ως βαθιά ρατσιστικό, από τους ίδιους του τους ηθοποιούς, λόγω απουσίας υποψηφιοτήτων μαύρων ηθοποιών στα Όσκαρ. Τα κινήματα αντίστασης σε τέτοια γεγονότα είναι αρκετά απολιτίκ, μικρής διάρκειας, απαρτίζονται από ελάχιστους ανθρώπους του χώρου και σίγουρα δεν αντιτίθενται με πραγματικούς όρους στον  ρατσισμό. Λογικό ίσως, αν σκεφτούμε το υποκείμενό τους. Οι διάφορες παραγωγές επίσης, που κινούνται σε ένα αντιρατσιστικό πλαίσιο, πολλές φορές καταφέρνουν να περάσουν ελπιδοφόρα μηνύματα, με τη πλειοψηφία αυτών όμως να μην υπερβαίνει τα όρια μιας «no politica» αντίληψης.

Το Green Book του Peter Farrelly , αποτελεί ένα ακόμα κλασικό εγχείρημα μιας τέτοιας ταινίας, με ορισμένα ίσως πιο θετικά στοιχεία. Η ταινία δανείζεται το όνομά της από ένα βιβλίο με προτάσεις, για το που μπορούσαν να κυκλοφορούν και να μένουν οι μαύροι στην Αμερική, για να είναι ασφαλείς. Η αληθινή ιστορία ενός φοβερά ταλαντούχου μαύρου πιανίστα της κλασικής και της jazz μουσικής, του Don «the Doctror» Shirley (Mahershala Ali), κατά την πρώτη περιοδεία του στον άκρως ρατσιστικό Αμερικάνικο νότο των 60s. O  «Doc» έχοντας κανονίσει την περιοδεία του, αναζητεί έναν ικανό σοφέρ να τον μεταφέρει μεταξύ των συναυλιών αλλά και να τον προστατεύει σε οποιαδήποτε δυσκολία. Βρίσκει τη λύση στο πρόσωπο του Tony Lip (Viggo Mortensen), ενός Ιταλού μετανάστη που ζει στο Bronx της Νέας Υόρκης και εργάζεται στη νύχτα της πόλης. Ψάχνοντας μια νέα δουλειά για να θρέψει την οικογένειά του και θέλοντας να αποφύγει να δουλέψει για την Ιταλική μαφία, δέχεται τη θέση παρά την (αρχικά) εμφανή αντιπάθειά του προς τους μαύρους. Έτσι ξεκινάει ουσιαστικά η ιστορία της ταινίας, αλλά και μια ασυνήθιστη για την εποχή, δυνατή φιλία. Ο πλούσιος, μορφωμένος αλλά μαύρος μουσικός από τη μια πλευρά , ο λευκός , βαθιά ταξικός, τίμιος, αλλά αμόρφωτος Ιταλός μετανάστης από την άλλη. Στις συνεχείς ώρες αλληλεπίδρασής τους ο καθένας προσπαθεί να περάσει στον άλλο τη δική του αντίληψη και οπτική της ζωής. Ο Doc προσπαθεί να εξευγενίσει τον άξεστο σοφέρ του και ο Tony να μάθει στο πλούσιο αφεντικό τον πιο απλό τρόπο ζωής των φτωχώτερων κομματιών της κοινωνίας.

Στην εποχή των 60s στην Αμερική, τους Νότιους και τις αντιλήψεις τους απέναντι στους μαύρους, θα ήταν μάλλον περιττό να αναφερθούμε. Περιοδεύοντας στο Νότο, ο Doc ακροβατεί ανάμεσα σε 2 διαφορετικούς κόσμους της εποχής. Αρκετά πλούσιος και αναγνωρισμένος, βρίσκεται αποκομμένος από τους υπόλοιπους μαύρους-δούλους της εποχής. Αρκετά μη λευκός, από την άλλη, παρά τη φήμη και το ταλέντο του,  αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τις «παραδόσεις του Νότου» από την υψηλή και μη, κοινωνία. Η εσωτερική του πάλη να βρει που ανήκει, μεταφερμένη άψογα από τον Mahershala Ali, είναι που δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο στη συγκεκριμένη ταινία , διαφοροποιώντας την από τις αντίστοιχες της «κατηγορίας». Ο  Tony είναι μαζί του σε όλο αυτό το μεταφορικό και κυριολεκτικό ταξίδι. Φαίνεται να ξεπερνάει την οποιαδήποτε προκατάληψη προς το αφεντικό του και σε ένα βαθμό και προς τους μαύρους γενικότερα. Εντυπωσιάζεται από τον ταλέντο και τη μόρφωση του Doc και δένεται μαζί του, υπερβαίνοντας τη σχέση αφεντικού-υπαλλήλου. Ο Viggo Mortensen καταφέρνει να «χωρέσει» σε ένα ρόλο τον τραμπούκο, κομπιναδόρο Ιταλό που εργάζεται στη νύχτα και τον τίμιο οικογενειάρχη-φίλο που κάνει ότι χρειαστεί για να προστατέψει τους δικούς του ανθρώπους, με τη μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο, να γίνεται αρκετά φυσικά στα χρονικά πλαίσια της ταινίας.

Κάπου εκεί όμως η ταινία συναντά τα όρια που αναφέραμε πριν. Το ταξικότερο στοιχείο της ταινίας, ο Ιταλός μετανάστης φαίνεται να θεωρεί ευσυνείδητα τη θέση του κατώτερη από τους πλούσιους, είτε είναι ο Doc, είτε το λευκό κοινό του. Τον προστατεύει έναντι των ρατσιστικών συμπεριφορών στη βάση της οικονομικής τους συμφωνίας και της φιλίας τους, αλλά δε βλέπει ποτέ τον εαυτό του σαν ισάξιό του, ως καταπιεσμένα τμήματα του ίδιου συστήματος.  Με την ίδια οπτική, από την άλλη πλευρά, ο Doc που βιώνει άμεσα το ρατσισμό, διαχωρίζει τον εαυτό του από τον σοφέρ του αλλά και τους υπόλοιπους μαύρους, βάσει της οικονομικής κατάστασης και του επιπέδου μόρφωσης. Οι όποιες θετικές συμπεριφορές είναι κυρίως προσωποκεντρικές, με το πολιτικό ύφος να λάμπει διά της απουσίας του. Υπάρχουν συνεχώς κλισέ τα οποία το 2019 θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν και ως επιτηδευμένα αλλά το προϋπάρχον έργο του σκηνοθέτη (Dumb and dumber, There’s something about Mary) δεν αφήνει πολλά περιθώρια τέτοιας ερμηνείας. Από άποψη σεναρίου το μόνο που μπορούμε να προσάψουμε στην ταινία είναι ο υπερβολικός «ρομαντισμός» μεταξύ των δύο αντρών, οι οποίοι δεν έρχονται ποτέ σε κάποια πραγματική ρήξη, παρά τις εντελώς διαφορετικές τους καταβολές.

Μια πραγματική ιστορία, που ειδικά μέσα από τις καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, μεταφέρεται με πολύ όμορφο τρόπο στη μεγάλη οθόνη και αφήνει ένα αναμφισβήτητα ένα ευχάριστο αίσθημα που αξίζει τις 2 ώρες που χρειάζονται για να την παρακολουθήσεις. Από εκεί και πέρα βρίσκεται συνυποψήφια για το όσκαρ καλύτερης ταινίας με το αρκετά πολιτικό BlacKKKlansman και το Black Panther, που με το δικό του nerd ύφος αναδεικνύει το θέμα με έναν πιο ευρύ τρόπο. Ανάμεσά τους, το Green Book μάλλον δε μπορεί να προσφέρει κάτι παραπάνω.

 

Μοιραστείτε το Άρθρο
Ο Χρήστος γεννήθηκε στην Λάρισα. Για αυτό στον υπόλοιπο κόσμο λέει συνήθως ότι έχει καταγωγή από την κοντινή Αυστραλία. Επειδή από μικρό δεν τον τρόμαζαν, σπούδασε κομπιούτερ και (δυαδικούς) αριθμούς στο Πολυτεχνείο τση Κρήτης, πράγμα που τον συνέδεσε με όλη τη nerd-geek-mass κουλτούρα και κάπως έτσι κατέληξε στην συντακτική ομάδα του SC.