Castlevania- To δυτικό anime που άργησε
To Netflix, σε μια προσπάθεια που κανείς δεν ζήτησε, μας έδωσε μία από τις καλυτερες μεταφορές video game στην μικρή οθόνη. Και μάλιστα, το έκανε με ένα παιχνίδι το οποίο όχι μόνο δεν είχε, αλλά δεν χρειάστηκε και ποτέ μια ουσιαστική ιστορία.
Η σειρά παιχνιδιών Castlevania, η platoform σειρά horror/ action της Konami υπάρχει από το 1986. Μέχρι στιγμής έχει βγάλει 32 (!) παιχνίδια, τα οποία, χωρίς να ανακαλύπτουν τον τροχό ή να είναι ιδιαίτερα ξεχωριστά, κατάφερνουν να είναι μια πολύ ευχάριστη εμπειρία. Σε επίπεδο ιστορίας, έχουν ως μόνο κοινό το ότι ο εκάστοτε πρωταγωνιστής προσπαθεί να σκοτώσει τον Δράκουλα. Αυτή είναι και η βάση πάνω στην οποία οι δημιουργοί της σειράς χτίζουν έναν ολόκληρό κόσμο, ο οποίος, ενώ δεν μπορεί να αποφύγει πολλά κλισέ και αντικειμενικά ξεπερασμένα tropes, καταφέρνει να κερδίζει τον θεατή με το βάθος, την ανθρωπιά, την απίστευτη δράση και το υπέροχα γραφικό σχέδιο, το οποίο προσεγγίζει, αλλά ξεπερνά τον κίνδυνο του camp.
Αρχικά, το anime προσπαθεί να δώσει στον Δράκουλα μια ουσιαστική υπόσταση, μακριά από το καρτουνίστικο χαρακτήρα που είχε στα παιχνίδια. Έτσι, αποκτά σύζυγο και την λαχτάρα για εκδίκηση, όταν η τελευαία καίγεται στην πυρά σαν μάγισσα από μια υπερσυντηρητική εκκλησία. Με αυτά ως οχήματα, ο Δράκουλας, στον σύντομο χρόνο που έχει, καταφέρνει να χτίστεί ως χαρακτήρας με πολύ διαφορετικό τρόπο από ότι παλαιότερα. Είναι μεν ένας άρχοντας της νύχτας, ένας πραγματικός βασιλιάς των παρεκβάσεων, αλλά εμφανίζεται πολύ πιο ανθρώπινος από ότι ο πραγματικός κακός της πρώτης σεζόν, η εκκλησία.
Ωστόσο, ο Δράκουλας χτίζεται πάνω σε μια αντίφαση, ιστορικά και κοινωνικά: συμπεριφέρεται σαν ένας νεοφιλελεύθερος σε ένα μεσαιωνικό περιβάλλον. Επιμένει, σε ακραίο βαθμό, στο φιλελεύθερο ιδεολόγημα της προσωπικής ευθύνης, ανεξάρτητα από τις ιστορικές και κοινωικές συγκυρίες που έχουν δέσει ολόκληρες γενιές της Βλαχίας στο άρμα της εκκλησίας. Οι δημιουργοί τον παρουσίαζουν σαν έναν έκπτωτο, τεχνολογικά προχωρημένο Άτλαντα, ο οποίος υποβαθμίζει τους κατοίκους της χώρας σε θηράματα για τον δαιμονικό στρατό του, επιρρίπτοντας μάλιστα στους ίδιους της ευθύνη. Ο ίδιος ο Graham McTavish (Hobbit, Creed) κάνει πολύ καλή δουλειά στην ηχητική απεικόνιση αυτού του δίπολου.
Ωστόσο, όταν κανείς τον συγκρίνει με την αμετροπέπεια της εκκλησίας, είναι δύσκολο να τον αντιπαθήσει περισσότερο από ότι τους κληρικούς. Όλα τα γνωρίσματα που έχουν κατά καιρούς συσχετιστεί με την οργανωμένη θρησκεία είναι εδώ: η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός και η δουλικότητα κάνουν την εμφάνιση τους με άμετρο τρόπο και συχνά, από την φούρια των δημιουργών, καταλήγουν να ζωγραφίζουν μια άνιση εικόνα, με πολλά υπερβολικά στοιχεία. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον ανώτερο κληρικό, τον ανώνυμο αρχιεπίσκοπό που έκαψε και την γυναίκα του Δράκουλα, ο οποίος συντηρεί όνειρα μεγαλείου, ενώ γύρω του όλα καταστρέφονται από τέρατα και εφιάλτες.
Σε αντίθεση με τον εγωκεντρικό προσανατολισμό του Δράκουλα, ο ηγούμενος εκπροσωπεί έναν απρόσωπο θεσμό που απαιτεί υποταγή, αρνείται την προσωπική ευθύνη στο βωμό μιας αβάσιμης μεταφυσικής και συντονισμένα λειτουργεί ως μηχανισμός καταπίεσης. Αμφότερες δυναμικές δεν έχουν κανένα σκοπό να φανούν κοινωνικά χρήσιμες. Είναι ενδιαφέρον όμως το πως παρουσιάζονται, σαν η σειρά να προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την θεωρία των δύο άκρων, σε ένα σχήμα που δεν θα είναι τόσο γελοίο όσο αυτό που χρησιμοποιείται στην πολιτική αρένα. Είναι έκδηλο δηλαδή ότι, παρά τα πολλά κλισέ που υπάρχουν στην μιάμιση ώρα που διαρκεί η πρώτη σεζόν, ο σεναριογράφος Warren Ellis έκανε το ένα βήμα παραπάνω, ώστε το Castlevania να ξεχωρίσει.
Στην μέση αυτών, τίθονται οι ήρωες που ξεκινούν, μετά κόπων και βασάνων, να σκοτώσουν τον Δράκουλα. Ο πρωταγωνιστής, ο Trevor Belmont παρουσιάζεται σαν ένας απογοητευμένος νέος που το μόνο που θέλει είναι να επιβιώσει, στην πορεία όμως θυμάται την κληρονομιά της οικογένειας του, παραδοσιακοί κυνηγοί τεράτων, και ξεκινά πάλι στο δρόμο του καθήκοντος. Πέρα από αυτό, δεν έχει κάποιο άλλο ουσιαστικό γνώρισμα, αλλά για να είμαστε και δίκαιοι, αυτή η μετατόπιση είναι αρκετή για 4 μόλις 20λεπτα επεισόδια.Ο δικός μας Richard Armitage (Hobbit,Captain America) χωρίς να υπερβαίνει εαυτόν, δίνει μια αξιοπρέπή και συμπαγή ερμηνεία σε αυτό το κομμάτι.
Ωστόσο, το σπουδαιότερο χάρισμα του Castlevania είναι το εικαστικό. Ο σχετικά άσημος σκηνοθέτης Sam Deats παρέδωσε ένα ενεργητικό και βίαιο έργο, όπου το αίμα ρέει με όλους τους πιθανούς τρόπους, αλλά δεν κουράζει τον θεατή. Ταυτόχρονα, ενώ κυριαρχούν σκοτεινοί, οριακά γοτθικοί τόνοι, η σειρά παραμένει γεμάτη προσγειωμένη ζωή και προσπαθεί να αποφεύγει τις υπερβολές, χωρίς να το καταφέρνει πάντα, με αποκορύφωμα το τελευταίο επεισόδιο όπου απλά αφήνεται ελεύθερο σε μια ανεξέλεγκτη επίδειξη ορμής.
Επίσης είναι σημαντικό, τόσο για καλλιτεχνικούς όσο και για εμπορικούς λόγους, πως το Castlevania έγινε anime, καθαρά ιαπωνικού τύπου και όχι οτιδήποτε άλλο. Η υπερβολή του format, αλλά και οι λεπτές, καλοσχεδιασμένες μορφές που έχουν συνηθίσει στα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, επέτρεψαν στην σειρά να ξεπεράσει όποιο σκόπελο η ιστορία και η σκηνοθεσία της δεν της επέτρεπαν, ενώ την ίδια στιγμή απευθύνεται σε ένα κοινό, που, ακόμα και δεν έχει παίξει τα παιχνίδια, είναι συνηθισμένο και δεχτικό και τέτοιου είδους εικόνες, ίσως αναπολόντας τον μεγάλο Alucard του Hellsing, ή το τρομερό Drifters, έργα παρόμοιου ύφους, αισθητικής και θεματολογίας με το Castlevania