Η χρήση τριών πινακίδων σε ένα ξεχασμένο δρόμο στο Μιζούρι γίνεται η αρχή μιας απροσδόκητης αλυσιδωτής αντίδρασης, όπου οι ενοχές και τα απωθημένα βγαίνουν στην επιφάνεια.
Μια ταινία με ομολογουμένως πεζό τίτλο φαίνεται να κερδίζει κριτικούς και βραβεία στα φεστιβάλ όλου του κόσμου, ενώ παράλληλα το αθηναϊκό κοινό μπορεί να την δει σε δυο μόνο αίθουσες. Παρά αυτό το περιοριστικό γεγονός, η ταινία δίνει μια βιτριολική παρουσίαση της κατάστασης στην αμερικάνικη επαρχία του Νότου, σε συνδυασμό με ένα σερί οσκαρικών ερμηνειών. Μαύρη κωμωδία ή δράμα, όπως και να την χαρακτηρίσει κανείς, είναι σίγουρα μια ιστορία εξιλέωσης και κάθαρσης.
Η μητέρα Μίλντρεντ Χέιζ, μην μπορώντας να σταθεί αμέτοχη απέναντι στην βάρβαρη δολοφονία της κόρης της πριν επτά μήνες και την επακόλουθη αδράνεια της αστυνομίας, καταφεύγει στην πρωτότυπη λύση του να θέσει ένα δημόσιο «κατηγορώ», μισθώνοντας τρεις πινακίδες σε έναν εγκαταλελειμμένο επαρχιώτικο δρόμο. Η στοχοποίηση του διοικητή της τοπικής αστυνομίας ως τον κύριο υπεύθυνο στο μήνυμα των πινακίδων, έρχεται να ταράξει τους πολίτες της όχι και τόσο φιλήσυχης κωμόπολης και να προσδιορίσει εκ νέου το σύστημα αρχών της αμερικάνικης κοινωνίας.
Η Μίλντρεντ (Frances MacDormand) λειτουργεί με βάση το προσωπικό της σύστημα αξιών, που ορίζεται από ένα καταπιεστικό και βίαιο πρώην σύζυγο, μια δυσλειτουργική οικογένεια και κεντρική συνιστώσα τον βιασμό και την απανθράκωση της κόρης της. Αυτό είναι που της δημιουργεί λόγο ύπαρξης, αφού δρα προκειμένου να αποκαταστήσει την μνήμη της και περισσότερο να αποφύγει τις τύψεις που την τιμώρησε εκείνο το βράδυ και γύρισε σπίτι με τα πόδια. Οι τρεις πινακίδες είναι η αντικειμενοποίηση αυτού του άγχους, αφού η Μίλντρεντ βάζει λουλούδια κάτω από τις πινακίδες και περνά κάθε μέρα από μπροστά τους, σαν να πήγαινε στο μνήμα της. Σε αντίστιξη αυτής της τραγικής ζωής, βρίσκεται ο σερίφης Γουίλουμπι (Woody Harelson) με την τέλεια οικογένεια, που κρατά μια κάποια στάση αρχών αν και ενσωματωμένος στο πρότυπο του αστυνομικού. Και αυτός όχι για πολύ, γιατί η κατάσταση με τον καρκίνο του χειροτερεύει επικίνδυνα. Τον ρόλο του στην εξέλιξη της πλοκής διαδέχεται ο ρατσιστής και κοινωνικά απροσάρμοστος βοηθός του Ντίξον (Sam Rockwell), που συμπυκνώνει το σύνολο των αντιδραστικών χαρακτηριστικών με τα οποία είναι επιφορτισμένη η Αμερική στο σήμερα. Ο ομοφοβικός, βίαιος, βασανιστής των μειονοτήτων που καταχράται την θέση του ενώ ταυτόχρονα μένει με την μητέρα του δεν απέχει πολύ από ένα τυπικό alt-right υποστηρικτή του Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι επίσης ενδιαφέρουσα η χρήση του χρόνου μέσα στην ταινία, που λειτουργεί επικουρικά στο παραπάνω. Στοιχεία της ταινίας αρκούν για να την κατατάξουν χρονολογικά τόσο στο παρόν όσο και μια δεκαπενταετία πίσω. Ενώ ο θεατής βιώνει στο παρόν μια εποχή δυνατοτήτων και τεχνολογικής προόδου, παρακολουθεί την πλοκή να εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη που μυρίζει ναφθαλίνη. Ήθη και συμπεριφορές βγαλμένες από το παρελθόν καθορίζουν το σήμερα οπότε γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο στην ταινία; Είναι ενδεικτικό ότι όλοι οι ήρωες δεν έχουν ίχνος μιας πιο χειραφετητικής ριζοσπαστικοποίησης, παρόλο που η Μίλντρεντ καταλήγει να πετάει μολότοφ στο αστυνομικό τμήμα. Στο σύνολό τους κινητοποιούνται από οργή, είτε είναι αποτέλεσμα καταπίεσης είτε απογοήτευσης, επιβεβαιώνοντας την μεγάλη εικόνα. Ίσως ο σερίφης να ξεφεύγει από αυτό το κλειστό σύστημα, διακηρύσσοντας αγάπη ακόμα και μεταθανάτια, αλλά και αυτός με τις αντιφάσεις του, όντας ήδη παραδομένος εντός του συστήματος. Μόνη ένσταση ο χαρακτήρας του αστυνομικού Ντίξον, με τον ηθοποιό να έχει παίξει τον ίδιο περίπου χαρακτήρα στην προηγούμενη ταινία του δημιουργού Martin MacDonagh, Seven Psychopaths(2012) που είναι ένα εξίσου ενδιαφέρον ψυχεδελικό road trip.