Καθώς το σινεμά μετράει πάνω από 120 χρόνια ιστορίας, το να επιστρέφουμε στις δημιουργίες παλιότερων χρόνων δεν είναι καθόλου μια τάση νοσταλγίας μα μια αναγκαία συνθήκη συνέχειας. Οι ταινίες του παρελθόντος όχι μονάχα δεν δείχνουν κουρασμένες, μα συχνά είναι πιο ανθεκτικές, σύγχρονες και μοντέρνες από τους κραταιούς ευρηματικούς «νεολογισμούς». Η ιστορία του κινηματογράφου δεν ανήκει στην ιστορία. Αποτελεί μια ζώσα εμπειρία, ένα αδιαίρετο πλέγμα έκφρασης ανθρώπων, πολιτισμών, ιδεών που τα ερωτήματα ακόμα θέτουμε, τις απαντήσεις ακόμα ψάχνουμε. Κάνουμε, κάθε τόσο λοιπόν, κάποια «flashback» σε ό,τι μας άρεσε και με γνώμονα πως το προσεγγίζουμε, σήμερα, για πρώτη φορά. Και ίσως έτσι να είναι.
Dersu Uzala
Ένας λοχαγός του ρωσικού στρατού, ο Arsenyev, που εξερευνά και τοπογραφεί τις στέπες και τα δάση της ρωσικής ανατολής στην αρχή του αιώνα συναντά τυχαία μέσα στην νύχτα ένα γηγενή κυνηγό τον Dersu Uzala και ο Kurosawa -στην πρώτη του μη ιαπωνική ταινία και σε ψυχολογικά δύσκολη κατάσταση- ξεδιπλώνει την πορεία μιας φιλίας και τις αιτίες και λόγους που την δομούν. Ταυτόχρονα μελετάει πολυεπίπεδα το ενιαίο της πραγματικότητας, της φύσης και της ζωής και την πολυδιασπαστικότητα του «πολιτισμένου» κόσμου. Ο πολιτισμός πράγματι σε εισαγωγικά για το γεγονός πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Kurosawa θέτει το ερώτημα αν οι ανθρώπινοι δεσμοί έχουν ηθική βάση και αξία ή αν είναι απλά εργαλεία ικανοποίησης ατομικών αναγκών.
Δομημένο σε δύο μέρη, ο Kurosawa λυτρώνεται από τους ίδιους του τους «εφιάλτες» –λέγεται πως έκανε απόπειρα αυτοκτονίας πριν την συγκεκριμένη ταινία- προσπαθώντας ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος να κεντήσει ρυθμούς ζωής, ταυτόχρονα εκφράζοντας με τα μέσα της κινηματογραφικής του αρτιότητας στο κοινό την ανάγκη να αφομοιώνει την ζωή υπό άλλα αξιώματα: βαθιά ποιητικά από την μία, ψύχραιμα από την άλλη. Αυτή η στάση του σκηνοθέτη σε μια τέτοια προσωπική συνθήκη έχει μια ιδιαίτερη σημασία που πρέπει κατά την γνώμη μου να παίρνεται υπόψη στην παρακολούθηση της ταινίας.
Θα ήταν ωστόσο κάτι πολύ λίγο –κάτι κοινότυπο- κάτι που τελικά δεν θα τον επιβεβαίωνε ως έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες του σινεμά αν το συγκεκριμένο έργο παρέμενε στατικό στα πλαίσια αυτής της πλοκής. Αντιθέτως το έργο -ως γνήσιο καλλιτεχνικό έργο- έχει δυναμική: η όλη του αργή (και εικαστικά οριακή) εξέλιξη του με πρωταγωνιστές μονίμως τον Arsenyev και τον Dersu αλλά κυρίως την φύση και τον λαμπερό ήλιο παράγει μια δυναμική εμβάνθυνσης και εκ νέου εννοιολόγησης: της ανθρώπινης κατάστασης που συγκρούεται μονίμως ανάμεσα στην αρχική (αρχέγονη, φυσική) και την πολιτισμένη της πλευράς. Στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης εντάσσονται διαφορές φιλοσοφίας, διαφορές στάσης ζωής όπως και ο πολιτισμός ο ίδιος: ο μανιχαϊσμός και ο δυισμός ως απόλυτη μέθοδος (και συνθήκη) της δυτικής κουλτούρας και από την άλλη το αδιάσπαστο και ενιαίο της ζωής που συναντάται σε άλλες κουλτούρες –και, μέρες που είναι, σε αυτές που αποκαλούμε «άγριες», εξωτικές, βάρβαρες…
Ο Kurosawa την παραπάνω αντίθεση αξιών, συμπεριφορών και νοοτροπιών δεν την παρατηρεί με αποικιοκρατικό και εξωτικό βλέμμα. Στοχεύει την κάμερα σε ένα πρόσωπο με στόχο ανάδειξης του αυτού και μόνο ως λογική και ως φυσική αναγκαίοτητα. Κοιτάζει και μελετάει την σύγχρονη ως σήμερα αυτή προβληματική -της πολιτισμικής διαφορετικότητας- κυρίως μέσα από τα μάτια, τις λιγομίλητες κουβέντες και την στιβαρή παρουσία του Dersu που μοιάζει εγγενής ύπαρξη του δάσους, της στέπας, του ανέμου, του ήλιου: της πραγματικότητας σε τελική ανάλυση. Ο Dersu δεν είναι παράταιρος, δεν είναι «άγριος», δεν είναι αντικείμενο παρατήρησης. Δεν διακρίνεται, δεν ταυτοποιείται όπως ο λοχαγός με τη στολή του: στην σύνηθη έννοια της δυτικής «κανονικότητας». Η «κανονικότητα» εδώ λειτουργεί εκ του αντιστρόφου. Παράταιρος, μη αφομοιώσιμος στην εικόνα (και στην πλοκή και στο νόημα) είναι ο λοχαγός -και οι στρατιώτες του-.
Και εδώ είναι που τίθεται το διακύβευμα. Όπως κάθε σύγκρουση, έτσι και η πολιτισμική, επιζητά αν δεν απαιτεί μια λύση. Και ο Kurosawa τα καταφέρνει να μας την δώσει δίχως αφηγηματικές απλοποιήσεις και σχηματικότητες περιεχομένου. Διατυπώνει με όρους κινηματογραφικής αμεσότητας μια πολύ σκληρή αλήθεια: Ο Dersu Uzala αποτελεί το σύμβολο της αργής και βασανιστικής (όπως η ίδια η κινηματογραφική αφήγηση) μεταστροφής του ελεύθερου σε αλλοτριωμένου: αυτού που όλο και σκύβει, όλο και συρρικνώνεται. Ο Dersu είναι το αρχέγονο πνεύμα που σπαράζει σκλαβωμένο σε όλη αυτή την διαδρομή συνύπαρξης με τον «πολιτισμό». Το μεταποιημένο «προϊόν» του.
Υπό τέτοιους ανθρωπολογικούς όρους -όπως τους θέτει ο Kurosawa- είναι θεμιτό να σκεφτούμε αν η έννοια της φιλίας τελικά επιδρά ως εργαλείο αφομοίωσης του διαφορετικού στον «κανονικό», του αδύναμου στον δυνατό, του πρωτόγονου στον «εξελιγμένο». Πως οι ανθρώπινες σχέσεις εμπεριέχουν ιεραρχικές -κατά παράδοση και κατά πολιτισμό- λειτουργίες. Αν σε τελική ανάλυση η έννοια της ανθρώπινης σχέσης είναι μια ιδέα μάταιη, μια δικαιολογία δυτικής κοπής καθώς κατασκευάζεται κι αυτή μέσα στην στεγνή και αδυσώπητα αλλοτριωτική πραγματικότητα.
*Αναθεωρημένο κείμενο αρχικά γραμμένο για την έκδοση της μονογραφίας «Ακίρα Κουροσάβα – Ο Σαίξπηρ του σινεμά» της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, 2018.