Ίσως η πιο πολυαναμενόμενη ταινία των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας, που γι’ αυτό άλλωστε έγινε και sold-out εντός ολίγων λεπτών, ήταν η ταινία έναρξής της, το “Nomadland”, η μόλις τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, κινεζικής καταγωγής, σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου, Κλόι Ζάο. Αναχωρώντας από το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας με τον Χρυσό Λέοντα και από το Φεστιβάλ του Τορόντο με το Βραβείο Κοινού, αμφότερα τα δύο σημαντικότερα βραβεία των φεστιβάλ και παραδοσιακά προπομποί των υποψηφιοτήτων αλλά και βραβεύσεων των επερχόμενων Όσκαρ, το “Nomadland” ήταν σίγουρα μια από τις ταινίες που έμελλε να μας απασχολήσει αυτήν την κινηματογραφική χρονιά. Και η ίδια η Κλόι Ζάο αποτελεί ανακάλυψη του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, με το προ τριετίας “Rider” της, μια χαμηλότονη, μελαγχολική ματιά στους σύγχρονους ranch cowboys και την εύθραυστη αρρενωπότητά τους, το οποίο απέσπασε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ, τη Χρυσή Αθηνά.
Με το “Nomadland”, όμως, η Ζάο παραδίδει το πραγματικό αριστούργημά της, ένα υβρίδιο ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, μια κινηματογραφική καταγραφή της ζωής των σύγχρονων Αμερικανών νομάδων, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Τζέσικα Μπρούντερ. Πρωταγωνίστρια η Φερν της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, μια 60άρα χήρα, που βρέθηκε χωρίς στέγη όταν το εργοστάσιο γύψου, όπου εργαζόταν ο σύζυγός της, έκλεισε και σύσσωμος ο πληθυσμός του τοπικού οικισμού διασκορπίστηκε, ακόμα και ο ταχυδρομικός κώδικας της περιοχής διεγράφη. Ανέστια και μόνη στη ζωή, μετά την αρρώστια και τον χαμό του συζύγου της, αποφασίζει να υιοθετήσει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής: αγοράζει ένα βαν, το οποίο διαμορφώνει και μετατρέπει στο νέο της σπίτι, περιπλανιέται στην αμερικανική ενδοχώρα, αναζητώντας εποχιακές χειρωνακτικές εργασίες, και γίνεται μέλος των ολοένα αυξανόμενων κοινοτήτων νομάδων.
Οι νομάδες αυτοί είναι άνθρωποι στα 50 και 60 τους, που βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς δουλειά και στέγη, αυτοί που η οικονομική κρίση του 2008 χτύπησε περισσότερο, που η σύνταξη και τα κρατικά επιδόματα δεν τους αρκούν καν για μια στοιχειώδη διαβίωση, οπότε και αποφασίζουν να απορρίψουν το αστικό ιδεώδες της «στέγης πάνω απ’ τα κεφάλια τους» και της ατομικής ιδιοκτησίας και, σαν σύγχρονοι ήρωες του Κέρουακ, βρίσκουν το σπίτι τους στον Δρόμο, αλλά και στους ίδιους τους εαυτούς τους.
Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς και πραγματικούς νομάδες που υποδύονται τον εαυτό τους και αφηγούνται τις ιστορίες τους, όπως ο ίδιος ο Μπομπ Γουέλς, η Ζάο, με αποστασιοποιημένη αλλά ταυτόχρονα τρυφερή ματιά, χαρτογραφεί τη ζωή των απόβλητων και των περιθωριακών, αυτών που ο καπιταλισμός ξέρασε σαν περιττό, δυσώδες λύμα, αλλά που αποτελούν το μεδούλι της ίδιας της Αμερικής. Θυμίζοντας, επίσης, ήρωες του Στάινμπεκ, που μετά τον οικονομικό κλυδωνισμό της Μεγάλης Ύφεσης, περιπλανώνται σε μιαν άσπλαχνη Αμερική εις άγραν μεροκάματου και αξιοπρεπούς διαβίωσης, έτσι και οι πλάνητες της Ζάο μετακινούνται, όχι πια πεζή ή με τρένο, αλλά με τα βαν και τα τροχόσπιτα τους, αναζητούν εργασία όχι πια στις φυτείες αλλά στις κολοσσιαίες αποθήκες της Amazon, καταδεικνύοντας έτσι όλες τις αναπόφευκτες προσαρμογές της εργατικής τάξης στις επιταγές του ύστερου καπιταλισμού.
Στο επίκεντρο όλων ο χαρακτήρας της Φερν, τόσο ρεαλιστικά γραμμένος και ερμηνευμένος που φαντάζει επίσης σαν αληθινή και όχι σαν μυθοπλαστική φιγούρα, με τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ να παραδίδει την ερμηνεία της καριέρας της, αν θεωρήσουμε εφικτό ότι μπορούμε να ξεχωρίσουμε μόνο μία. Η Φερν της είναι εύθυμη, αισιόδοξη και φιλική, αλλά ταυτόχρονα μοναχική, συναισθηματικά απόμακρη και βαθιά ανεξάρτητη, και η ΜακΝτόρμαντ συνθέτει το ψυχογράφημά της ακροβατώντας διαρκώς ερμηνευτικά, από την παιχνιδιάρικη διάθεση στο ήπιο, αλλά στιβαρό συναίσθημα. Η ερμηνεία της δεν έχει εξάρσεις και φανφαρισμούς, αλλά συναισθηματική ευγλωττία σε κάθε της βλέμμα και σύσπαση των μυών του προσώπου της, και τη φέρνει πιο κοντά σε ένα ακόμα Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Με φωτογραφία βγαλμένη απευθείας από πίνακες ζωγραφικής, που φέρνει στον νου την ονειρική κινηματογράφηση των αμερικανικών χερσότοπων του Τέρενς Μάλικ και των 70s αριστουργημάτων του, “Badlands” και “Days of Heaven”, και με ένα σπαρακτικό σάουντρακ από τον Λουντοβίκο Ειναούντι, που υπογραμμίζει μουσικά όσα συναισθήματα μένουν ανείπωτα, το “Nomadland” είναι ένα αισθητικό κομψοτέχνημα, μια λυρική ελεγεία για τη μοναξιά, την απώλεια και τη διαδικασία του πένθους, αλλά και για την εύρεση της αγάπης και της συντροφικότητας εντός των δεσμών των πιο απρόσμενων κοινοτήτων. Είναι ένα κινηματογραφικό στολίδι, μια από εκείνες τις χαμηλόφωνα σπαρακτικές ταινίες που αγγίζουν μια ευαίσθητη χορδή, κάπου βαθιά μέσα σου, και μια από τις ελάχιστες, αλλά γι’ αυτό ακριβώς τόσο πολύτιμες, απολαύσεις αυτής της παράδοξης και ανοίκειας κινηματογραφικής χρονιάς.