«Πρόσεχε μην καταπιείς κανένα σπασμένο γυαλί».
Η φράση αυτή βρίσκεται γραμμένη με γκράφιτι στην τζαμαρία του Ξενοδοχείου Κάιετ, στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, τη νύχτα που θα καταφτάσει εκεί ο Τζόναθαν Αλκάιτις και η μοίρα των υπόλοιπων ανθρώπων που βρίσκονται εκείνη τη βραδιά στο ξενοδοχέιο θα υφανθεί δια παντός μαζί με τη δική του.
Στο ξενοδοχείο εργάζονται δύο ετεροθαλή αδέλφια, ο Πολ και η Βίνσεντ, καθένα τους βασανισμένο και πληγωμένο από τη ζωή με διαφορετικό τρόπο: ο Πολ εθίστηκε στα ναρκωτικά ήδη από την εφηβεία του και όταν ήταν φοιτητής συντέλεσε, άθελά του, στον θάνατο του μέλους μιας μπάντας, όταν του έδωσε νοθευμένο χαπάκι Ε. Η Βίνσεντ έχασε τη μητέρα της σε πολύ μικρή ηλικία, έπειτα από αυτό έγινε αντιδραστική, παράτησε το σχολείο και ξεκίνησε τους βανδαλισμούς, έχασε την πορεία της ζωής της. Εκείνη τη μοιραία βραδιά του 2005, η Βίνσεντ δουλεύει τη νυχτερινή βάρδια ως μπαργούμαν στο «Γυάλινο Ξενοδοχείο», ένα επιβλητικό κτίριο φτιαγμένο ολόκληρο από γυαλί και κέδρο, που δεσπόζει μόνο του, απόκοσμο και σουρεαλιστικό, μέσα στο δάσος της Νήσου Βανκούβερ, ένα πεντάστερο ξενοδοχείο πολυτελείας προορισμένο αποκλειστικά για VIP πελάτες που θέλουν να χαθούν στον χώρο και τον χρόνο, μια διάφανη, διαπερατή ουτοπία.
Όταν ήταν 13 χρονών, η Βίνσεντ έκανε γκράφιτι στο σχολείο της τη φράση «Κάποιος να με σηκώσει», και αυτό ακριβώς είναι που θέλει 10 χρόνια μετά, κάποιον να τη σηκώσει, να τη βγάλει από τον κόσμο της φτώχειας και της ματαιότητας της ευκαιριακής εργασίας και να την προσγειώσει σε έναν ιδιωτικό μικρόκοσμο, όπου δεν θα χρειάζεται να ανησυχεί για τα χρήματα, όπου θα είναι ευτυχισμένη και ασφαλής. Αυτό λοιπόν θα κάνει ο Τζόναθαν Αλκάιτις, ο εκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου αλλά και μιας επενδυτικής εταιρείας που διαχειρίζεται γιγαντιαία κεφάλαια. Ο Αλκάιτις θα τη γνωρίσει εκείνο το βράδυ στο μπαρ, θα της προτείνει να παριστάνει τη σύζυγό του, μια «γυναίκα-τρόπαιο» που θα δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στους επενδυτές του, και σε αντάλλαγμα θα της χαρίσει έναν κόσμο γεμάτο πολυτέλεια, ταξίδια και πιστωτικές χωρίς όριο, έναν κόσμο αμύθητου πλούτου. Όμως, το «βασίλειο του χρήματος», όπως το ονομάζει η Βίνσεντ, είναι πάντα επισφαλές εντός του εύθραυστου καπιταλιστικού συστήματος και των κυκλικών οικονομικών κρίσεών του και σύντομα η πλαστή οικονομική φούσκα ευμάρειας του Αλκάιτις θα διαρραγεί.
Η Καναδή Έμιλι Σεντ Τζον Μάντελ, στο προηγούμενο και γνωστότερο έως τώρα έργο της, «Σταθμός Έντεκα», είχε φανταστεί μια εναλλακτική, δυστοπική πραγματικότητα, όπου μια γρίπη SARS-CoV είχε μετεξελιχθεί σε πανδημία, είχει αφανίσει σχεδόν όλη την ανθρωπότητα και είχε σημάνει το τέλος του πολιτισμού και της οργανωμένης κοινωνίας όπως τη γνωρίζουμε. Στο νέο της βιβλίο, το «Γυάλινο Ξενοδοχείο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη, δεν αφηγείται μια δυστοπική ιστορία, καθώς όπως αποδείχθηκε και από το προφητικό προηγούμενό της μυθιστόρημα, η πιο ζοφερή πραγματικότητα είναι η ήδη βιωθείσα.
Και στο βιβλίο αυτό, η ζωή χωρίζεται στο Πριν και το Μετά: ενώ στον «Σταθμό Έντεκα» η διαχωριστική γραμμή, το σημαίνον γεγονός ήταν η εξάπλωση της γρίπης των χοίρων και ο αφανισμός της ανθρωπότητας, στο «Γυάλινο Ξενοδοχείο» είναι μια άλλου είδους επιδημία, αυτή της οικονομικής κρίσης του 2008 στην Αμερική και της κατάρρευσης της Lehman Brothers, η οποία επίσης κατέστρεψε ζωές και αφάνισε ανθρώπους, αλλά και έφερε στην επιφάνεια οικονομικές απάτες, όπως τα Σχήματα Πόνζι. Βασιζόμενη στο Σχήμα Πόνζι του διαβόητου Μπέρνι Μάντοφ, η Μάντελ περιγράφει, λεπτομερειακά και επεξηγηματικά, δίχως όμως να κουράζει, τη δόμηση, την άνοδο και τη νομοτελειακή κατάρρευση του Σχήματος Πόνζι του Τζόναθαν Αλκάιτις, με μια ατμόσφαιρα που χτίζεται σταδιακά και μια χαμηλότονη, βραδείας καύσεως αφήγηση, για να φτάσει στη δραματική κορύφωση της ημέρας της Κρίσης, της ημέρας σύλληψης του Αλκάιτις και των υπόλοιπων ιθυνόντων της οικονομικής απάτης του. Με αφηγηματική δεινότητα και αμεσότητα, η Μάντελ απεκδύει τους χαρακτήρες από την υποτιθέμενη ηθική καθαρότητα και κοινωνική ανωτερότητα του white-collar crime, με μια πένα κοφτερή σαν μαχαίρι.
Ο τρόπος αφήγησης – σήμα κατατεθέν της Μάντελ είναι παρών και εδώ, με ιστορίες αλληλοδιαπλεκόμενες μεταξύ τους, χαρακτήρες φαινομενικά άσχετους ο ένας με τον άλλον, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και χρονικές περιόδους, που όλοι μαζί θα συνθέσουν ένα πολυποίκιλτο μωσαϊκό της ανθρώπινης ύπαρξης και της αδυναμίας της μπροστά στην εισβολή της μοίρας. Η Μάντελ απεικονίζει μια κοινωνία διαχρονικά σε σήψη, με νέα παιδιά που παλεύουν με τις εξαρτήσεις και τον εθισμό, από την καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’50 μέχρι τα κολεγιόπαιδα των υπόγειων ρειβ κλαμπ των τελών της δεκαετίας του ’90, χαμένα μπροστά στην αυγή του επόμενου αιώνα. Η συγγραφέας σκιαγραφεί το πορτραίτο της generation X, μιας γενιάς που απέρριψε το καπιταλιστικό αφήγημα της αξιοκρατικής ανόδου, της σκληρής δουλειάς και των σπουδών που θα αποδώσουν, υπό το αβάσταχτο βάρος των φοιτητικών δανείων, μιας γενιάς την οποία η ενδημική απογοήτευση από τον καπιταλισμό και η παραίτηση από το αμερικανικό όνειρο έστρεψε προς το γρήγορο, εύκολο χρήμα, σε επενδύσεις υψηλής απόδοσης και χαμηλού ρίσκου, είτε αυτές είναι ένα Σχήμα Πόνζι, είτε ένας πλούσιος σύζυγος.
Το κόνσεπτ της εναλλακτικής πραγματικότητας βρίσκεται επίσης εδώ, με συνεχή κλεισίματα ματιού στον «Σταθμό Έντεκα», ενώ εμφανίζεται και η ιδέα της «αντιζωής», της εναλλακτικής έκβασης πραγμάτων την οποία οι χαρακτήρες αφήνονται να φανταστούν, και συγκεκριμένα ο Αλκάιτις: όσο εκτίει μια ποινή 170 ετών σε ομοσπονδιακή φυλακή, φαντάζεται μια αντιζωή στην οποία θα είχε διαφύγει από τις ΗΠΑ και δεν θα βρισκόταν στη φυλακή, μέχρι που τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας θα γίνουν ρευστά και τα φαντάσματα του παρελθόντος του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, θα έρθουν να τον στοιχειώσουν. Όλοι όμως οι χαρακτήρες του «Γυάλινου Ξενοδοχείου» υφαίνουν έναν ιστό ψεμάτων, μια παραπλάνηση του ίδιου τους του εαυτού, σε έναν αφηγηματικό κορμό όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο και αληθινό, όλα ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και σουρεαλισμού, όλα μπορούν να υπάρχουν και να μην υπάρχουν, ταυτόχρονα.
Η Μάντελ, με αυτό το αριστοτεχνικά δομημένο, σπιντάτο και συναρπαστικό στην αφήγησή του μυθιστόρημα, κατακεραυνώνει την ανθρώπινη σκληρότητα και αναλγησία, τη φρίκη της οικονομικής κρίσης, των ανθρώπων που χάνουν δουλειές, περιουσίες και οικονομίες μιας ζωής, που βλέπουν ολόκληρο το μεθοδικά στημένο οικοδόμημα της ζωής τους, του ίδιου του καπιταλισμού, να διαλύεται σε συντρίμμια μπροστά στα μάτια τους. Η Μάντελ γράφει, συμπονετικά και καθόλου διδακτικά, για ανθρώπους που βλέπουν την έλευση της επερχόμενης καταστροφής και παραμένουν αδρανείς παρατηρητές της, που μοιρολατρικά παρακολουθούν τις ζωές τους να αλλάζουν δια παντός με μια στροφή της τύχης, μια απερίσκεπτη επιλογή, σε μια καθοριστική στιγμή. Μόνος οιωνός της μέλλουσας συντριβής, μια επιγραφή στην τζαμαρία ενός ξενοδοχείου, μια ρωγμή στο γυαλί της ομαλότητας και της αψεγάδιαστης τελειότητας του γυάλινου ξενοδοχείου, της φούσκας του καπιταλισμού, της κίβδηλης, εικονικής ζωής.