Νύχτα, επιβατικός σταθμός των φεριμπότ, στο ισπανικό λιμάνι της Αλχεθίρας. Ο Τσάρλι Ρέντμοντ και ο Μόρις Χερν, δύο μεσήλικοι άνδρες, Ιρλανδοί, φίλοι απ’ τα παλιά, περιμένουν – δεν ξέρουν ακριβώς τι, ένα πρόσωπο, μια πληροφορία, οτιδήποτε μπορεί να τους φέρει πιο κοντά στο να ξαναβρούν την Ντίλι, την 23χρονη κόρη του Μόρις που το έσκασε και αγνοείται τα τελευταία τρία χρόνια. Σταδιακά, και όσο η νύχτα ξετυλίγεται πάνω από το λιμάνι της Αλχεθίρας, και όσο ο Τσάρλι και ο Μόρις περιμένουν το πλοίο που φθάνει από την Ταγγέρη, ή εκείνο που αναχωρεί, δεν ξέρουν ακριβώς ποιο, επιχειρούν μια θλιμμένη ανασκόπηση στο κοινό τους παρελθόν, σε νιάτα βουτηγμένα στις βρωμοδουλειές, το εμπόριο και τη χρήση ναρκωτικών, στις τύψεις, τις αμαρτίες και τα ανομήματά τους, αλλά και σε μια βαθιά, ειλικρινή μετάνοια για όλα τα λάθη που διέπραξαν.
Ο Ιρλανδός Kevin Barry, με μόλις το τρίτο του μυθιστόρημα, Νυχτερινό Πλοίο Για Ταγγέρη, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina τους και σε μια υποδειγματικά πιστή στη γλώσσα του συγγραφέα μετάφραση του Ορφέα Απέργη, βρέθηκε το 2019 στη μακρά λίστα του βραβείου Booker. Το μυθιστόρημα αυτό, που άλλωστε ξεκίνησε ως ανάθεση θεατρικού έργου, είναι στο μεγαλύτερο μέρος του διαλογικό, πλήρως θεατρικό στο στήσιμο και τη φόρμα του, ένας φόρος τιμής τόσο υφολογικά όσο και θεματικά στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Samuel Beckett.
Οι δύο ήρωες του Barry, ως άλλοι Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, αναμένουν, μια νύχτα στο λιμάνι της Αλχεθίρας, μια πολυπόθητη άφιξη, έστω μια σωτήρια πληροφορία, μια άφεση αμαρτιών που δεν θα έρθει ποτέ. Κατά τη διάρκεια της αναμονής τους συνομιλούν, με σύντομες, κοφτές στιχομυθίες και με γλώσσα απλή, προφορική και πλούσια σε βωμολοχίες – είναι, άλλωστε, άνθρωποι του υποκόσμου, φιγούρες σκιώδεις, επικίνδυνες και απειλητικές, ή απλώς έτσι επιθυμούν να φαντάζουν, μέσα στην κωμικοτραγικότητα της κατάστασής τους.
Σταδιακά, και όσο κυλά η ληθαργική πρόζα του Barry, οι δύο χαρακτήρες του αφήνονται σε μια αναπόληση του παρελθόντος, μια ενατένιση χρόνων στιγματισμένων από τον φόβο, τον κίνδυνο, τη χρήση ηρωίνης, βρώμικες δουλειές και εμπόριο ναρκωτικών, και το, κατά τους ίδιους, χειρότερο εκ των θανάσιμων αμαρτημάτων, την απληστία. Οι δύο άνδρες θρηνούν για την παρελθούσα νιότη τους, για τις οικογένειες που άφησαν πίσω ή που δεν δημιούργησαν ποτέ, αναμετρώνται με τα λάθη, τα μυστικά και τις προδοσίες του παρελθόντος τους και ταυτόχρονα νοσταλγούν μια εποχή πυρετώδη, σφύζουσα από δυνατότητες που η ηλικία και η πάροδος των ετών τους έχουν αποστερήσει.
Οι ήρωες του Barry βάλλονται πανταχόθεν, από τους πιστωτές και τους συνεργάτες τους, από τις οικογένειες και τις γυναίκες της ζωής τους, τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις που έχουν από εκείνους, από τα φαντάσματα του παρελθόντος τους, μα πάνω απ’ όλα από τον ίδιο τους τον εαυτό, τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις ματαιώσεις τους, σε μια παραδοσιακά ανδροκεντρική αφήγηση που ακολουθεί το μοτίβο των κλασικών του είδους. Στοχάζονται πάνω στον θάνατο, τη ματαιότητα και το αναπόφευκτο τέλος, όχι όμως με υπαρξιακό τρόμο αλλά με μια αίσθηση ηρεμίας, πληρότητας, ετοιμότητας να αποχαιρετίσουν τα εγκόσμια, ως ύστατη ανακούφιση από το ψυχικό άχθος της ίδιας της ζωής.
Πάνω απ’ όλα δεσπόζει η ανάγκη τους για φυγή, από το παρελθόν, από τα περιοριστικά δεσμά της οικογένειας, από τα σύμφυτα με την πατρίδα τους προβλήματα, από το ίδιο τους το δέρμα, μια ανάγκη, άλλωστε, την οποία μοιράζονται και με την Ντίλι, που τόσο απεγνωσμένα ψάχνουν. Στο τέλος της διαδρομής, το λιμάνι της Ταγγέρης, το σημειολογικά άγνωστο, αλλότριο και εξωτικό, τόπος απόδρασης και διαφυγής μακριά από τη στασιμότητα και την υπαρξιακή απελπισία που συμβολίζει η Δύση.
Τοποθετώντας τη δράση σε δύο χρονικά επίπεδα, το παρόν στο λιμάνι της Αλχεθίρας και το παρελθόν του Τσάρλι και του Μόρις στην Ισπανία και στην πατρίδα τους, την Ιρλανδία, ο Barry αποτυπώνει πλήρως στο χαρτί την ομιχλώδη, νοτισμένη ατμόσφαιρα του ισπανικού λιμανιού και αυτήν της ζοφερής, βροχερής Ιρλανδίας των τελών του 20ου αιώνα: οι καταιγίδες είναι καθημερινές, η κατανάλωση μπύρας στις παμπ συνεχής, και η πίστη στα τοπικά ήθη και δεισιδαιμονίες εντάσσει πολιτισμικά το μυθιστόρημα στην ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση.
Ανάμεσα στη στατική, κολλώδη αφήγηση, στις βωμολοχίες και στη γλώσσα του δρόμου, αναδύονται λυρικές εξάρσεις ομορφιάς, εικόνες ποιητικές μέσα στη μελαγχολία τους – ο Barry είναι ένας στυλίστας της πρόζας, ένας μάστορας της συναρμογής δράματος και φόρμας (η σκηνή της αντιπαράθεσης των δύο ηρώων στο μπαρ του Κορκ είναι σεμιναριακή), και το αποδεικνύει σε κάθε κεφάλαιο αυτού του μικρού σε έκταση μυθιστορήματος. Η πρόζα του είναι μορφολογικά άρτια, όμως οι θεματικές του βρίσκονται σε επαναληπτικότητα και δεν αναλύονται εις βάθος, ενώ ο κεντρικός πυρήνας της αφήγησης, αυτός του απόντα, μετανιωμένου πατέρα, είναι κοινότοπος και πολυχρησιμοποιημένος. Εντούτοις, και παρά την ελλιπή σύνδεση του αναγνώστη με τους ήρωες, το μυθιστόρημα εντυπωσιάζει με τη λογοτεχνική ομορφιά του.
Ζοφερό, μελαγχολικό και συνάμα υποδόρια, καυστικά χιουμοριστικό, το Νυχτερινό Πλοίο Για Ταγγέρη είναι μια καταβύθιση στο θυμικό και μια ελεγειακή σπουδή για τις τύψεις και την εξιλέωση. Ο Kevin Barry παραδίδει ένα πιστό στην παράδοση του τόπου του ιρλανδικό μυθιστόρημα και κερδίζει επάξια μια θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα της πατρίδας του.