Είναι παραμονές Χριστουγέννων του 1985 στο Νιου Ρος, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας, και ο Μπιλ Φέρλονγκ, οικογενειάρχης και έμπορος καυσόξυλων, εργάζεται ασταμάτητα για να παρέχει τα προς το ζην στη γυναίκα του και τις πέντε κόρες του. Είναι αλήθεια πως το ξεκίνημά του στη ζωή ήταν ακανθώδες, ως παιδί αγνώστου πατρός, όμως η παιδική ηλικία του στη φάρμα της εύπορης Προτεστάντισσας κυρίας Γουίλσον και η βοήθεια που του παρείχε του έδωσε τα εφόδια για να οικοδομήσει μια ζωή αρμονική, τη δική του επιχείρηση και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Όλα, όμως, θα δυναμιτιστούν τη στιγμή που, πηγαίνοντας να παραδώσει μια παραγγελία στο καθολικό μοναστήρι στους πρόποδες της πόλης, θα ανακαλύψει μια αποτρόπαια αλήθεια πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες του διπλανού οικοτροφείου θηλέων και πλυσταριού, και τότε, ένα θεμελιώδες ηθικό δίλημμα θα τεθεί.
Η τελευταία νουβέλα της Ιρλανδής συγγραφέα Claire Keegan, Μικρά Πράγματα Σαν Κι Αυτά, βρέθηκε το 2022 υποψήφια στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker και απέκτησε έτσι διεθνή επιτυχία. Στις μόλις 120 σελίδες του βιβλίου αυτού, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Μαρτίνας Ασκητοπούλου, η Keegan τοποθετεί τη δράση χρονικά στα Χριστούγεννα του 1985, εποχή θρησκευτικής κατάνυξης και οικογενειακής θαλπωρής, και γεωγραφικά σε μια μικρή ιρλανδική κωμόπολη και τη σφιχτοδεμένη κοινότητά της.
Ξεκινά σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Μπιλ Φέρλονγκ, ήρωα ντικενσιανού τόσο στην οικογενειακή του προέλευση όσο και στους ηθικούς χρωματισμούς του χαρακτήρα του: ο Μπιλ μεγάλωσε ως παιδί αγνώστου πατρός που σύντομα ορφάνεψε και από μητέρα, δίχως καμία από τις βεβαιότητες που η οικογένεια, η τάξη και η οικονομική ευρωστία παρέχει, γι’ αυτό δεν μπορεί να πιστέψει την τύχη του όταν η μοίρα του χαμογελά, όταν η ζωή του εξελίσσεται ανέλπιστα ρόδινα, ευνοϊκά και ειδυλλιακά. Πλέον τα έχει όλα, μια καρποφορούσα επιχείρηση, μια αφοσιωμένη σύζυγο και πέντε κόρες για τις οποίες θα έκανε τα πάντα – παρ’ όλα αυτά, τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι έπειτα από μια κουραστική ημέρα, συνεχίζει να σκέφτεται μικρά πράγματα σαν κι αυτά, σαν το παιδί του μέθυσου γείτονα που ζητιανεύει στον δρόμο, σαν την οικογένεια που πούλησε ό,τι είχε για να αποπληρώσει τα χρέη της, σαν το παιδί που είδε να πίνει γάλα από το μπολάκι της γάτας.
Η Keegan αριστοτεχνικά τοποθετεί στο αφηγηματικό φόντο της ιστορίας της την Ιρλανδία της δεκαετίας του ’80, μια Ιρλανδία πολιτικών αναταράξεων, θρησκευτικών συγκρούσεων, βίας και μισαλλοδοξίας, μια Ιρλανδία που βιώνει αιματηρές οικονομικές πολιτικές, που μαστίζεται από την ανεργία, τη φτώχεια και την απότοκή τους έξαρση του αλκοολισμού και των εθισμών. Δεν παραχωρεί στην πολιτική πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της, αλλά την εντάσσει στο αφηγηματικό πλαίσιο και το συγκείμενο, φαινομενικά αδιόρατη όμως πανταχού παρούσα, και έτσι τοιχογραφεί την Ιρλανδία της δεκαετίας του ‘80, μια κοινωνία ανισοτήτων και ταξικής πάλης, και την αιμορραγούσα εργατική τάξη της.
Η Keegan γράφει για ένα μελανό και εν πολλοίς αποσιωπημένο κομμάτι της ιρλανδικής ιστορίας, αυτό των οικοτροφείων και των πλυσταριών της Μαγδαληνής για κορίτσια πεπτωκότα, «αμφιβόλου ηθικής» που αποπλανήθηκαν ή έμειναν έγκυες εκτός γάμου, που λειτουργούσαν από τα 1700 έως και το 1996 υπό την αιγίδα της καθολικής εκκλησίας (αναζητήστε το The Magdalene Sisters του Peter Mullan για μια κινηματογραφική απεικόνισή τους), κολαστήρια σωματικών και ψυχολογικών ταπεινώσεων, αναγκαστικής εργασίας, κακοποίησης και παρενοχλήσεων, όπου περισσότερες από τριάντα χιλιάδες γυναίκες φυλακίστηκαν, περισσότερα από εννέα χιλιάδες βρέφη έχασαν τη ζωή τους. Με απτές, γλαφυρές περιγραφές, της οικογένειας που συγκεντρώνεται γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, του γλυκού που φουρνίζεται αναδίδοντας μυρωδιές οικείες και κατευναστικές, η Keegan σκιαγραφεί μια ζωή γαλήνια, νωχελική, όπου όλα βαίνουν καλώς και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας βρίσκονται πέρα μακριά, πίσω από αμπαρωμένες πόρτες – μέχρι που αυτές ξεκλειδώνουν, το ανυποψίαστο μάτι έρχεται αντιμέτωπο με την ανθρώπινη κτηνωδία και θεμελιώδη ηθικά διλήμματα πρέπει να τεθούν.
Η Keegan δημιουργεί ένα σύνθετο λογοτεχνικό μωσαϊκό αντιθέσεων: τα Χριστούγεννα, ως εποχή οικογενειακής θαλπωρής και ζεστασιάς, αλλά και θρησκευτικής λατρείας και κατάνυξης, σε αντίστιξη με το τσουχτερό κρύο, που περονιάζει τα κόκαλα όσων δεν διαθέτουν τα οικονομικά μέσα για να ζεσταθούν αλλά και με την υποκρισία της οργανωμένης θρησκείας, η οικογενειακή ευτυχία του Μπιλ Φέρλονγκ βρίσκεται σε αντίθεση με τις εικόνες εγκατάλειψης και φτώχειας παντού γύρω του, με τις φρικαλεότητες που ανακαλύπτει, αλλά και με τη δική του παιδική ηλικία και όλους τους δυσοίωνους τρόπους που θα μπορούσε αυτή να είχε εξελιχθεί, μικρά αγκαθάκια στην όραση και το μνημονικό του, αδιόρατα, ανεπαίσθητα, όμως πάντοτε εκεί. Στη νουβέλα της Keegan, το Κακό εμφανίζεται μόνο υπαινικτικά, στιγμιαία, ελλοχεύει κάτω από την επιφάνεια, πίσω από την καλογυαλισμένη, γραφικά ειδυλλιακή χριστουγεννιάτικη αναπαράσταση, εκεί όπου η Ιστορία το αποσιωπά, η θρησκεία το ανατροφοδοτεί, ο κώδικας σιωπής της κοινότητας το προστατεύει.
Μπροστά στην όψη της βίας, της φρίκης και της αδικίας, ποια πολιτική στάση κρατάς, διερωτάται η Keegan – αποστρέφεις το βλέμμα και επιστρέφεις στη φιλήσυχη, τακτοποιημένη ζωή σου, αρνούμενος να αναμοχλεύσεις οτιδήποτε ενδέχεται να τη διακινδυνεύσει ή επιλέγεις να την αντικρίσεις κατάματα, να αντιδράσεις, να παλέψεις και να αντισταθείς; Η σιωπή είναι συνενοχή, μας οχλεί η Keegan, σε μια αφήγηση δριμείας πολιτικής βαρύτητας και κοινωνικής ευαισθησίας. Σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν μιάσματα, σαν βάρος για την οικογένεια και αιτία αιδούς, όπου ο θρησκευτικός συντηρητισμός και πουριτανισμός τιμωρεί τη σεξουαλικότητά τους και την παρέκκλισή τους από την κοινωνικά προαποφασισμένη νόρμα, που θέλει να τις κρατήσει κρυμμένες μέσα σε κλειδωμένες αποθήκες, αόρατες, να εκμηδενίσει την ύπαρξή τους, ως αντίποδας, αχτίδα ελπίδας και απάγκιο στέκει ο χαρακτήρας του Μπιλ Φέρλονγκ. Ο ήρωας της Keegan αγαπά και σέβεται τις γυναίκες, αρνείται να παραμείνει σιωπηρός και να επιστρέψει στη ζεστασιά του σπιτικού του, αντιστέκεται σθεναρά στην υποκρισία και τη συγκάλυψη – ένας χαρακτήρας αδαμάντινος, παρότι συχνά φαντάζει επιτηδευμένα αψεγάδιαστος και ηρωικός.
Με αφηγηματική ενάργεια, πρόζα που ρέει σαν αχνιστό ζεστό κρασί και πολιτική ματιά που βυθίζει το μαχαίρι στο κόκαλο του ιρλανδικού παρελθόντος και ιστορίας, η Keegan δημιουργεί τη δική της εκδοχή του χριστουγεννιάτικου παραμυθιού, όπου οι σφαλισμένες πόρτες ανοίγουν για να υποδεχτούν τους παρίες και τους απόκληρους, όπου η αληθινή πίστη, η καλοσύνη και ο αλτρουισμός βρίσκονται όχι στους κόλπους της οργανωμένης θρησκείας αλλά στις πράξεις αλληλεγγύης και στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όπου θάρρος και ηρωισμός σημαίνει να αρνηθείς να δράσεις ατομιστικά, να αποστρέψεις το βλέμμα και να απομακρυνθείς ησύχως, αλλά να κοιτάξεις κατάματα στο πρόσωπο του Κακού και να επιλέξεις να ταχθείς απέναντί του. Και, κατά την Keegan, (όχι και τόσο) μικρά πράγματα σαν κι αυτά συνιστούν το μεγαλείο, την επίγεια μαγεία της ανθρώπινης δύναμης και ψυχής.