Όσοι έχουν ήδη μια επαφή με τον σκηνοθέτη Terrence Malick (Badlands, Terrence Malick) μπορούν να πιστοποιήσουν ότι τα τελευταία χρόνια το έργο του γίνεται όλο και πιο αφαιρετικό, ποιητικό και μεγαλόπρεπο, με έναν τρόπο που η εικόνα μόλις που μπορεί να καταγράψει, ενώ ο λόγος έχει πάψει να προσπαθεί προ πολλού. Έτσι, παραδομένος εξ ολοκλήρου στις προσωπικές του αναζητήσεις, ο Malick έχει αφήσει πίσω του τις κοινωνικές ανησυχίες, αναζητώντας ίσως κάποια πανανθρώπινη αλήθεια, κάτι που σε κάποιους φάνταζε μια ειλικρινής εσωστρέφεια, σε άλλους μια υποκριτική και διανοουμενίστικη παραξενιά.
Η νέα ταινία του, το A Hidden Life επιστρέφει ξανά σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο χωρίς να απολέσει όμως τα εσώστρεφα στοιχεία της υπόλοιπης φιλμογραφίας του Καναδού. Έτσι, παρατηρείται διαρκώς ένας αγώνας μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, όπου το πρώτο αποτελεί οριακά μία αγιογραφία, ενώ η δεύτερη βυθίζεται στη λάσπη του φασισμού.
Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Απεικονίζει τη ζωή του Franz Jägerstätter (August Diehl – The Young Karl Marx), ενός αυστριακού αντιρρησία συνείδησης, ο οποίος αρνείται να αγωνιστεί για τους Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία ακολουθεί τον αγώνα του Φραντς και της συζύγου του Fani (Valerie Pachner – Jack) ενάντια στην τοπική, κλειστή τους κοινωνία, η οποία αποδέχεται και προάγει όλες τις επιταγές του ναζισμού.
Ο Malick επιστρέφει σε γνωστά του μοτίβα. Αρχικά στην επική του κινηματογραφία προκειμένου να καταδείξει τις ομορφιές της αυστριακής φύσης, την μεγαλοπρέπεια του κόσμου που είναι πανανθρώπινα αναγνωρίσιμη. Μετά στους αφηγητές που ψιθυρίζουν, προκειμένου να υποδείξει τον δαιδαλώδη και πάντα κρυφό εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, όπου είναι πάντα καταδικασμένοι σε μια λειψή επικοινωνία, γεμάτη αμφίσημα σημαίνοντα.
Έτσι η ταινία παρουσιάζει πληθώρα πανέμορφων, εξυψωτικών εικόνων, ηλιοβασιλέματα και αυγές, ντυμένα με τη μουσική του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ, που όπως κάθε ταινία του Malick έχουν μια πολύ ποιητική, οριακά θρησκευτική διάσταση.
Ωστόσο η άνοδος του φασισμού είναι ένα θέμα πολύ δύσκολο, και παρά την εμπειρία του, ο Malick δεν καταφέρνει να αποδώσει τις κοινωνικές συγκρούσεις, το πώς μια ιδεολογία παράλογη, βίαιη και αποκρουστική κατάφερε να συνεπάρει εκατομμύρια ανθρώπους. Κυρίως, αυτή η διαπάλη δε φαίνεται καθόλου στον πρωταγωνιστή του.
Η ηθική ακεραιότητα του Jägerstätter δεν αμφιταλαντεύεται ποτέ.«Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, ο κόσμος είναι δυνατότερος από σένα» του λέει σε κάποιο σημείο η σύζυγός του, όμως αυτή η αδυναμία δε φαίνεται πουθενά. Για τον Malick , ο κόσμος είναι πιο αδύναμος, και τελικά, ήταν ο κόσμος που άλλαξε.
Αυτός από την αρχή έως και το τέλος ο πρωταγωνιστής του παρέμεινε πιστός σε έναν ιδεατό ανθρωπισμό, ανεπηρέαστος εντελώς από όλο του τον κοινωνικό περίγυρο. Μια τέτοια κατάσταση είναι σίγουρα αξιέπαινη, όμως οι λεπτές ψυχοκοινωνικές διακυμάνσεις, το εσωτερικό ταξίδι που πέρασε ο ήρωας για να φτάσει σε αυτή την κρυστάλλινη θέση του έχουν τεράστια αξία. Ο Malick όμως δε δείχνει τίποτα τέτοιο.
Παρουσιάζει έναν άνθρωπο-νησί, απροσπέλαστο από την οικογένεια, από τους φίλους του, από την Εκκλησία, η οποία στάθηκε από την πρώτη στιγμή δίπλα στους Ναζί, μια πολύ ξεκάθαρη αντίθεση με τον πανθρησκευτικό χαρακτήρα της φύσης που κυριαρχεί στην ταινία.
Ο Malick αποτυγχάνει να δείξει τον φασισμό στο ιστορικό του πλαίσιο, να υποδείξει το πώς κυριάρχησε. Στην ανάγκη για κοινωνική επαγρύπνηση εναντίον του, προτάσσει ήρωες, στο δηλητήριο της Εκκλησίας την αίσθηση μεγαλοπρέπειας του κόσμου, τη μηδαμινότητα του ατόμου και έναν έωλο ανθρωπισμό. Αυτός ήταν και ο σκοπός του άλλωστε, και τον επιτυγχάνει. Δίνει μια πανέμορφη, καλοπαιγμένη ταινία, η οποία είναι μια δυνατή εμπειρία. Όμως δεν είναι μια ταινία που έχει ανάγκη αυτή η εποχή.