Κοιτάζοντας αρχικά το εξώφυλλο του Αγριάδες (εκδ. Ένατη Διάσταση), κανείς διστάζει να προχωρήσει παραπέρα. Μαι σειρά από παραμορφωμένα κωμικά πρόσωπα ζώων, και ενός ανθρώπου δεν προϊδεάζουν για ένα κόμικ που έχει να δώσει κάτι πρωτότυπο στον αναγνώστη. Με με πιο προσεκτική ματιά όμως, βλέπει κανείς το όνομα του Melis (Γιώργος Μελισσαρόπουλος), το polliticaly incorrect χιούμορ του οποίου δεν απογοητεύει, οπότε το Αγριάδες μετατρέπεται από “ίσως” σε “ναι”. Και αυτή η επιλογή είναι που τελικά ανταμείβει τον αναγνώστη με μια μεγάλου μήκους, γνήσια κωμωδία.
Το Αγριάδες ξέρει τι είναι. Όπως αναφέρει και ο πρόλογος του, πατάει πάνω στην παράδοση των ζωόμορφων χαρακτήρων που ξεκίνησε ήδη πολύ νωρίς στην ιστορία των κόμικ, από το 1913, με ένα αφαιρετικό, αλλά πάντα ανθρωποκεντρικό στοιχείο, τουλάχιστον ως προς την ιστορία. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρονια για να φτάσουμε στον Fritz the Cat και το ψυχεδελικό, καθαρά πολιτικό σατυρικό του τόνο. Σε όμοια με αυτά πλαίσιο κινούται και παλαιότερες δουλειές του Melis, όπως το Τέζα. Ωστόσο οι Αγριάδες, παρόλο που ανήκουν σε αυτή την παράδοση, δεν αποτελούν μια απλή επανάληψη της.
Τα strips έδωσαν την θέση τους μια σε μεγάλου μήκους ιστορία, όχι λιγότερο παρανοική από το πιο παρανοικό όνειρο, όχι λιγοτερο διασκεδαστική από την συζήτηση με φίλους. Επιπλέον, στην ελληνική αγορά, όπως έχουμε ξαναναφέρει υπάρχει αυτή την στιγμή μια πληθώρα από στριπάκια, επομένως κάτι διαφορετικό είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Το ασπρόμαυρο έφυγε και πλέον έχουμε έναν σύγχρονο χρωματισμό στον υπολογιστή, ο οποίος δεν αλλοιώνει καθόλου το προσιτό και parody στυλ του σκιτσογράφου.
Το “Αγριάδες” ακολουθεί μια απρόθυμη παρέα ζώων η οποία προσπαθεί να σώσει το δάσος της όταν ένα ψυχασθενές πάντα, με παρέμβαση ενός μέλους της εν λόγω παρέας, βρίσκει πρόσβαση σε ναρκωτικά. Το κόμικ δεν μασά τα λόγια του. Ο λαγός της αν τρέχει γρήγορα είναι λόγω των ναρκωτικών που αθρόα καταναλώνει, η χελώνα του δεν είναι σοφή και υπομονετική, αλλά μάλλον παρανοική ενώ η κοκκινσκουφίτσα είναι trans. Με αυτούς τους χαρακτήρες, μόνο το παράλογο, το σουρεαλιστικό και το απρόσμενο θα μπορούσε να κυριαρχήσει. Και αυτό ακριβώς γίνεται.
Η ιστορία προχωρά ακανόνιστα και μη γραμμικά, δίνοντας χώρο σε αστεία περιστατικά, νέους χαρακτήρες με εξωφρενικές ιδιότητες, ενώ το σπάσιμο του 4ου τοίχου και η αναφορά σε ήρωες και χαρακτήρες άλλων κόμικ (με την δαμόκλειο σπάθη των πνευματικών δικαιωμάτων να κρέμεται συνεχώς από πάνω) είναι σύνηθη. Η βία είναι σταθερή, όμως είναι χωρίς αντίκρισμα, αθώα σαν ένας παιδικός καβγάς και αστεία όπως μια καθαρόαιμη slapstick κωμωδία. Αυτός είναι εξαρχής και ο προσανατολισμός του έργου, μια ισορροπία που ποτέ δεν σπά: μια σωματικά κωμική εκτέλεση η οποία όμως δεν υποβιβάζει τους χαρακτήρες του έργου, όσο και αν τους καταπονά. Όσο και αν αγαπά ο Melis τους χαρακτήρες του και στο τέλος να τους δικαιώνει, δεν τους λυπάται και είναι πρόθυμος να προχωρήσει σε ότι είναι κωμικά απαραίτητο. Ο μπαφιάρης Λαγός ίσως είναι το καλύτερο δείγμα αυτής της λογικής, και το όχημα για ένα πολύ ταιριαστό σχήμα κύκλου, το οποίο αφήνει το δάσος σαν όλη αυτή η τρελή περιπέτεια να μην έγινε ποτέ.
Ταυτόχρονα, οι υπερβολλές, οι λογικές αφαιρέσεις και υπερπηδήσεις που πολλές φορές φτάνουν (ενώ άλλες ξεπερνούν) τα όρια ενός συνειδητοποιημένου βερμπαλισμού ενισχύουν το κωμικό και το παράδοξο χαρακτήρα του κόμικ. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ακόμα και οι χαρακτήρες των ηρώων μεταπλάθονται για να χωρέσουν σε ένα αέναα εξελισσόμενο δάσος και μια ιστορία με οριακά μεταμοντέρνο ύφος, που σκοπός της δεν είναι άλλος από το να ειπωθεί. Το γεγονός οτι λειτουργεί διακωμωδώντας και ουσιαστικά αποδομώντας όλες τις προηγούμενες, παραμυθένιες και αγγελικά πλασμένες ιστορίες των παραμυθιών είναι, όπως για κάθε μεταμοντέρνο έργο, δευτερεύον.
Σίγουρα, το κόμικ δεν είναι για όλους. Μπορεί το χιούμορ του πολλοί να το βρουν παρωχημένο, εφηβικό ή ακόμα και κακόγουστο. Όμως αυτή είναι ίσως η μοίρα του slapstic στην εποχή μας. Ωστόσο σίγουρα βρίσκει το κοινό του. Το Αγριάδες διατρανώνει την παρουσία του και μας καλοσωρίζει σε ένα διαφορετικό δάσος, από το οποίο θα θέλαμε να δούμε και άλλες ιστορίες. Ίσως με διαφορετικούς, αλλά εξίσου μοναδικούς χαρακτήρες.