Η δυνατότητα που έχουν πολλές ιστορίες να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους είναι σίγουρα κάτι το αξιοπερίεργο και αξιοθαύμαστο. Πολλές καταφέρνουν να λέγονται ξανά και ξανά ανά την εποχή, μέσα από διαφορετικές φόρμες, πρόσωπα και είδη λόγου και εξιστόρησης. Μέσα από τον χρόνο , επιστρέφουν συνεχώς στην κοινωνική πηγή τους, προσπαθώντας όχι να μας ενσταλάξουν από την αρχή κάποια επιφανειακά διδάγματα, αλλά να ικανοποιήσουν μια βαθύτερη πολιτισμική μας ανάγκη για μια μη λεκτική αλλά παρόλα αυτά ουσιαστικότερη επικοινωνία με τον πολιτισμό μας, μια έννοια του συνανήκειν. Προσπαθούν να ενισχύσουν τους δεσμούς που ρέουν γύρω μας και μας ενώνουν, ηθελημένα ή άθελα μας με το σύνολο.
Έτσι τα παραμύθια, διαφορετικά σε κάθε περιοχή και κόσμο, είναι πολύ επίμονα και έχουν συχνά μια κοινή ρίζα, καθώς ως λειτουργίες εξυπηρετούν μια ανάγκη το ίδιο βασική με την τροφή και οι παραδοσιακές επιταγές τους παραμένουν αναλλοίωτες.
Ωστόσο η δυναμική τους συχνά τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ειδικά στο σήμερα όπου ο φορμαλισμός των τρόπων εξιστόρησης (και ειδικά της φαντασίας) έχει διαπλατυνθεί, από τη μία διευκολύνεται η αφήγηση ιστοριών από τον καθένα μας, αλλά από την άλλη πνίγονται πολλές από αυτές τις ιστορίες στην κοινοτυπία, Έτσι, τι μπορεί να μας πει ένα παραμύθι; Πόσες φορές ακόμα να ειπωθεί; Και με πόσους τρόπους; Αλήθεια, σε έναν κόσμο που κολυμπά στην πληροφορία, υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί ακόμα με κάποιον τρόπο;
Η Βασιλεία Βαξεβάνη (σενάριο) και η Ευγενία Κουμάκη (σχέδιο) αναμετριούνται με αυτό το ερώτημα με το άλμπουμ «Αλλόκοσμα: Ελληνικά Παραμύθια Αλλιώς» (εκδόσεις Comicdom Press) μια κόμικ απεικόνιση τριών γνωστών (ή και λιγότερο) παραμυθιών από την ελληνική παράδοση, σε τρεις διαφορετικούς τρόπους, σε τρεις διαφορετικούς χρόνους και σε τρία διαφορετικά είδη.
Kαι το κάνουν γνωρίζοντας αφενός όχι μόνο οι ίδιες οι ιστορίες με τις οποίες καταπιάνονται είναι ανθεκτικές σε πειραματισμούς, αλλά αφετέρου προσπαθώντας, μέσα από αυτούς τους πειρασματισμούς, να αφήσουν το δικό τους, προσωπικό αποτύπωμα και ιστορία. Να κάνουν το κοινό να μιλήσει για το προσωπικό και μέσα από αυτό να πλησιάσουν ξανά το κοινωνικό/ πολιτικό. Μια διαδικασία πολύ δύσκολη που δεν πετυχαίνει εδώ απόλυτα.
Όλες τους διατηρούν το παραμυθικό, άχρονο στοιχείο τους και την ίδια στιγμή εξισορροπούν, όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία, με την ανάγκη να μιλήσουν στο τώρα. Πολλές φορές αυτή η δύσκολα επιτεύξιμη ισορροπία σπάει, ειδικά στο θέμα του λόγου, καθώς δεν είναι πάντα εύκολο να μιλήσει σε ένα είδος χωρίς να κάνεις χρήση των συμβάσεων του, ή τουλάχιστον χωρίς να τις διαπλάσεις αναλόγως.
Υπό αυτή την οπτική, ενώ εικαστικά αποτυπώνονται με έναν αξιόλογο τρόπο, πολλές φορές η σύμβαση ιστοριας και είδους χάνει, στερώντας τόσο από τον παραμυθικό λόγο το βάθος του, όσο και από το είδος τη συναισθηματική σύμβαση και προσφορά, εξαιτίας της οποίας επιλέχθηκε. Με άλλα λόγια η εμβύθιση (σε άπταιστα ελληνικά, το immersion) σπάσει και τελικά τα δύο μισά δε γίνονται ένα νέο ολόκληρο.
Η προσαρμογή των ιστοριών ο τρόπος αφήγησης της Βαξεβάνη, είναι ένας κορμός πάνω στον οποίο το σχέδιο της Κουμάκη ανθεί και ελίσσεται. Οι τρεις ιστορίες (« Ο Τρίματος», «Η Κόκκινη Σαν Αίμα, Άσπρη Σαν Το Χιόνι», και «Grateful Dead» δίνονται με διαφορετικό στυλ το καθένα (το πρώτο σαν horror στο σήμερα, το δεύτερο σαν sci -fi της γαλλοβελγικής σχολης και το τρίτο ως ρευστό zombie post- apocalyptic).
Στην πρώτη, στημένη στην εποχή μας ή σε μια πιο ωμή και ξεκάθαρη (και για αυτό πιο τρομακτική) εκδοχή της, το απλό,στρωτό και δυναμικό σχέδιο της Κουμάκη, που έχουμε άλλωστε ξαναδεί, αποδίδει άμεσα, απτά και δυναμικά τον γυναικείο τρόμο απέναντι σε ένα άτομο (και μια κοινωνική μηχανική) κατά βάση ανθρωπο- και γυναικο-φαγική. Το μαύρο χρώμα όχι μόνο δεν κρύβει, αλλά αντίθετα το έντονο splatter και την προσήλωση των τεράτων στο σώμα, το οποίο διαστρεβλώνεται, καταβροχθίζεται και καθίσταται υπηρέτης τους.
Στη δεύτερη, η οποία έχει πολλά κοινά με τη Ραπουνζέλ, μας δίνεται ένα κάπως αφαιρετικό και ανεστραμμένο Valérian and Laureline, το οποίο, με γραμμές λεπτές και συγκεντρωμένες, μας ταξιδεύει σε έναν κόσμο όπου η μαγεία ψηφιοποιείται, αλλά το θαύμα της εξερεύνησης παραμένει ως σπίθα στο μυαλό των ανθρώπων.
Τέλος, η τρίτη, που κατά ομολογία των δημιουργών ήταν και η δυσκολότερη στην απόδοση της, είναι σίγουρα και η πιο ενδιαφέρουσα. Μια ρευστή, σκοτεινή σε στυλ και ύφος ιστορία για τι χρωστούν οι νεκροί στους ζωντανούς και, κυρίως, το αντίθετο.
Το «Αλλόκοσμα» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα άποψη για ιστορίες που ξέρουμε, με τρόπους που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Μπορεί σε πολλά σημεία του να παραπατά και να μην καταφέρνει ακριβώς να βρίσκει τα μυθικά του βήματα, ωστόσο μαρτυρά πολλές δυνατότητες των ιστοριών αυτών που δεν έχουν εξερευνηθεί ακόμα, με τρόπους και σκίτσα που θα θέλαμε να δούμε.