Η ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ της Leslie Kaplan κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, σε μετάφραση Γιώργου Χαρλαμπίτα και ακολουθεί τα έργα της, Mathias et la revolution και Mai ’68, ολοκληρώνοντας την πολιτική τριλογία της συγγραφέως γύρω από τα κινήματα που άλλαξαν τον κόσμο και θέτοντας την επανάσταση ως το μοναδικό πολιτικό ερώτημα, που αξίζει να απαντηθεί. Με τον παράτιτλο, δε, Κομμένη η μαλακία, επιχειρεί να δώσει μια ηχηρή απάντηση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη πρακτική, που καταδυναστεύει τις ζωές και το μέλλον όλων μας, μέσα από την κατάργηση του κοινωνικού κράτους και την μετατροπή των εργαζομένων σε μισθωτούς σκλάβους του 21ου αιώνα.
Από την αρχή της ανάγνωσης της ΑΝΑΤΑΡΑΧΗΣ τη συνέδεσα αμέσως, σχεδόν συνειρμικά, αλλά εν τέλει και εννοιολογικά με το Εγκώμιο του Εγκλήματος του Karl Marx, αφού αυτός, όπως ακριβώς και η Kaplan θέτουν το έγκλημα στο επίκεντρο των παραγωγικών σχέσεων, δίνοντάς του ταξική διάσταση. Ειδικότερα, μέσα από την εξιστόρηση μιας σειράς δολοφονιών, που παίρνει μαζική διάσταση, υπό το πρίσμα ενός είδους ηθικού πανικού, η συγγραφέας κάνει την αναφορά της σε μια σειρά κινημάτων, όπως αυτό της Αραβικής Άνοιξης, των Κίτρινων Γιλέκων ή ακόμα και του Me Too ή εκείνο του I can’t breathe ενάντια στην αστυνομική βία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που το κίνημα αυτό των δολοφονιών ξεκινάει άνοιξη, ενώ ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στον αναγνώστη είναι κάτι μεταξύ δελτίου ειδήσεων και πολιτικού παραμυθιού -αλληγορίας!
Πράγματι, μέσα από το πρίσμα μιας αφήγησης από τη μεριά των «νικητών» αυτού του κόσμου, η συγγραφέας καταφέρνει να αναδείξει όλους τους πιθανούς τρόπους, με τους οποίους η αστική τάξη, τα ΜΜΕ και οι έχοντες, εν γένει, την εξουσία επιχειρούν να αποδυναμώνουν και να ισοπεδώνουν κάθε μορφή αντίστασης, απογυμνώνοντας την, σκόπιμα, από κάθε πολιτικό στοιχείο και τη συλλογική της διάσταση. Έχοντας, λοιπόν, αυτό ως στόχο του, ο αφηγητής επιχειρεί, αποστασιοποιημένος δήθεν από την υπόθεση, να υπερπηδήσει τα ταξικά κίνητρα των δολοφονιών, τα οποία φανερώνονται όχι μόνο από τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των δραστών και των θυμάτων τους, αλλά και από την επιλογή των ίδιων των φονικών όπλων!
Πράγματι, στον κόσμο της ΑΝΑΤΑΡΑΧΗΣ οι δράστες, οι οποίοι λειτουργούν σαν ένα πρόσωπο -τύπου Hive, αλλά δεν είναι παρά η ταξική τους συνείδηση – παραπέμποντας στην άρρωστη φαντασία του Clive Barker, είναι όλοι τους εργαζόμενοι, ανίσχυροι, απόκληρη της κοινωνίας, μετανάστες, άνεργοι, γυναίκες, παιδιά. Από την άλλη μεριά, τα θύματα δεν είναι παρά οι εργοδότες και οι πολιτικοί της χώρας τους, cis άντρες, άνθρωποι που με κάποιον τρόπο ασκούν πάνω τους εξουσία. Όλοι οι δράστες, δε, κρατούν στα χέρια τους εργαλεία που μαρτυρούν όχι μόνο την ταξική τους καταγωγή, αλλά και την θέση τους στην παραγωγική διαδικασία και την εργασία τους, τρέποντάς τα άξαφνα σε φονικά όπλα και κατ’ επέκταση σε σύμβολα, σύλληψη που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, ο αφηγητής, εκφραστής της άρχουσας τάξης, προσπαθεί να τα «στρογγυλέψει», τρέμοντας ακόμα και στη σκέψη του πολιτικού χαρακτηρισμού των πράξεων αυτών και υπογραμμίζοντας με την κάθε ευκαιρία τον ατομικό τους χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, στην προσπάθειά του αυτή επιχειρεί να δώσει κάθε είδους εξήγηση στο «ξύπνημα» αυτό της οργής, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, ψυχιατρικές, εγκληματολογικές, νομικές, ακόμα και φεμινιστικές, αλλά σε καμία περίπτωση πολιτικές, κάνοντας ακόμα πιο εμφανή το φόβο του γύρω από τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό ως «κίνημα». Όλες οι υπεκφυγές του, δε, κάθε άλλο παρά μυθοπλαστικές είναι, καθώς στην ανάγνωση του διηγήματος ο αναγνώστης διακρίνει σε αυτές τη βιωμένη πραγματικότητά του και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, αφού ακόμα και η προβοκατόρικη λύση που δίνεται στο τέλος από τη συγγραφέα δεν είναι παρά μία προσπάθεια άμβλυνσης των ταξικών διαφορών, με υπόγεια, χειριστικά μέσα.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το διήγημα της Kaplan μόνο στα πλαίσια μιας πολιτικής αλληγορίας μπορεί να ερμηνευτεί, αφού προσωπικά δεν θα μπορούσα με κανέναν τρόπο να αποδώσω σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου τον χαρακτήρα ενός πολιτικού κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, είναι γεγονός ότι οι πράξεις αυτές έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό νόημα, το οποίο και αναδεικνύεται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο από τη συγγραφέα, αποκαλύπτοντας επί της ουσίας, μέσω ενός κοινωνικού πειράματος, όλους τους μηχανισμούς με τους οποίους επιχειρείται η αποδόμηση και η αποδυνάμωση των πολιτικών κινημάτων σήμερα. Η πρώτη και επιβεβλημένη κίνηση, δε, δεν είναι παρά η ίδια η άρνηση του πολιτικού του χαρακτήρα, μεθόδευση την οποία βλέπουμε γύρω μας καθημερινά!