Αποτελεί γενική παραδοχή πως οι ταινίες που προέρχονται από video games δεν έχουν καλό τέλος. Ήδη από το Mario Bros, ένα προϊόν που δεν είχε καμία σχέση με το υλικό που (υποτίθεται πως) μετέφερε, μέχρι τα (απολαυστικά άσχημα) Mortal Combat και Street Figther, είναι μια κατάσταση που την έχουμε αποδεχθεί. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θέλουμε να αλλάξει: Ελπίζουμε το πολυαναμενόμενο Warcraft να έχει καλύτερη μοίρα, ενώ το Assasins Creed φαίνεται πως τα πάει καλά στα χέρια του ζεύγους Μακμπεθ…
Ωστόσο για το Angry Βirds δεν είχαμε κάποια ελπίδα, και από ότι φαίνεται, καλά κάναμε. Το Angry Βirds δεν αποτυγχάνει επειδή η ιδέα του προέρχεται από video (πλέον app) game, αλλά επειδή αφήνεται σε έναν φρενήρη ρυθμό, χωρίς έλεγχο πάνω στα μέρη του, χωρίς προορισμό και τελικά, χωρίς ενδιαφέρον.
Προς τιμήν του να αναφέρουμε στην αρχή πως είναι πολύ κοντά στο original υλικό, έστω και στην εμβρυακή μορφή που αυτό παρέχεται. Φαντάζομαι πως ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί σε κινηματογραφικό σενάριο ένα στοιχειώδες siege game, καθώς αυτό απαιτεί την ίδια αφαιρετική δημιουργικότητα με το να φτιάξει κάποιος ένα σενάριο για το pacman, ή το Τetris, και να μην καταλήξει με ένα αχούρι όπως το περσινό Pixels. Ευτυχώς αυτό αποφεύχθηκε. Ταυτόχρονα βέβαια, το σενάριο αποτελεί και την μεγαλύτερη αδυναμία αυτού του film. Στο μεγαλύτερο μέρος του, το έργο αναλώνεται σε ασύνδετα σκερτσάκια, χωρίς κάποιο κεντρικό αφηγηματικό άξονα. Τα gags διαδέχονται το ένα το άλλο, γεμίζοντας την ταινία με αστεία, άλλοτε πετυχημένα άλλοτε όχι, μπόλικο βίαιο slapstick και αρκετό brown χιούμορ που πριν λίγο καιρό θα θεωρούνταν ακατάλληλο για παιδική ταινία. Βέβαια αυτά τα περιστασιακά δεν χτίζουν κάτι παραπάνω, μένουν στο τώρα της ταινίας, εγκλωβισμένα σε μια πολύ αφελή άποψη περί μετανεωτερικής κατακερματισμένης και μη γραμμικής αφήγησης, η οποία εάν μπορούσε να κατακτηθεί θα έκανε θαύματα. Αν.
Οι σκηνοθέτες Clay Kaytis (Wreck-It Ralph, Frozen ) και Fergal Reilly (Τhe Iron Giant, Spiderman 2) καταφέρνουν να αναπαράγουν τον χαρωπό και ενεργητικό ρυθμό του παιχνιδιού, συνεπικουρούμενοι από ένα πολύ καλό animation, που είναι και το καλύτερο πράγμα που έχει να προσφέρει η ταινία. Πέρα από αυτό όμως αποτυχγάνουν στο να προσδώσουν το οποιοδήποτε βάθος ή χαρακτήρα στους ήρωες τους. Αντίθετα μάλιστα φαίνονται να νοιάζονται όσο το δυνατόν λιγότερο για αυτούς, χρησιμοποιώντας τους ως βέλη στην φαρέτρα των αστείων τους και τίποτα παραπάνω. Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η εμπειρία και των δύο κρύβεται στον τομέα του animation, και όχι της σκηνοθεσίας, πράγματα κοντινά αλλά τελείως διαφορετικά. Η αμηχανία της κάμερας, οι απλοϊκές λήψεις, και, το κυριότερο, η αδυναμία του να επιβληθούν στο ρυθμό που οι ίδιοι έφτιαξαν κάνει αυτήν την ταινία να μοιάζει με ένα πολύ ακριβό και πολυδιαφημισμένο αμάξι, χωρίς φρένα και καθίσματα. Μια άβολη βόλτα που δεν σταματά, παρά μόνο με τρακάρισμα.
Στο τομέα του casting, η παραγωγή μας έκανες αρκετές ευχάριστες εκπλήξεις, δίνοντας το βήμα στον larger than life Peter Dinklage (Game of thrones, X-Men: Days of Future Past,Knights of Badassdom) σε έναν ηγετικό ρόλο και στον πάντα ευπρόσδεκτο Danny McBride (Your Highness, Pineapple Express,This Is the End). Στο πρωταγωνιστικό δίδυμο βλέπουμε την Kate McKinnon (Saturday Night Live), μία πολύ καλή κωμικό και τον Jason Sudeikis (We’re the Millers,Horrible Bosses) έναν τύπο που προσπαθεί να μας πείσει πως είναι καλός κωμικός. Σε κάθε περίπτωση όλοι τα καταφέρνουν, καθώς αφενός, όπως αναφέραμε το σενάριο έχει λιγότερη δουλειά από ένα σκερτσάκι του Saturday Night Live (συχνά και λιγότερο χιούμορ) και όλοι είναι ικανοί να βγάλουν γέλιο ακόμα και αναπνέοντας (οκ, ίσως όχι ο Sudeikis). Επιλογικά, αν έχετε πρόβλημα προσοχής ή είστε υπερδραστήριος, δείτε το αντίστοιχο επεισόδιο south park. Αυτή η ταινία δεν θα σας βοηθήσει κάπου.