Το γεγονός ότι αυτή η κριτική άργησε 5 μήνες και έρχεται όταν η ταινία, μέσω του Netflix φτάνει στην τηλεόραση, είναι ενδεικτικό, δυστυχώς, και του πόσο υποτιμήσαμε την δυναμική της. Όλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις (και ο γραφών δεν ανήκει σε αυτές ), ακόμα και αν ευχαριστήθηκαν την δεύτερη ταινία του Ant-man, δεν μπόρεσαν να την δουν ως κάτι το αυτόνομο. Μετά το κοσμικό σοκ του Infnity War , ήταν στρατηγική επιλογή του Kevin Fiege να ακολουθήσει ένα διάλειμμα, μια ταινία όπου το επίδικο ήταν πολύ μικρότερο, στα όρια του ατομικού. Έτσι, σε επίπεδο marketing, προώθησης αλλά και γενικότερης αίσθησης, ο Ant-man, ένα από τα πιο heart warming στοιχεία του MCU, ξανά θυσιάστηκε για να δοθεί χώρος για το επόμενο μεγάλο χτύπημα της Marvel, την πρώτη της female-led ταινία.
Και αυτό είναι κρίμα.
Είναι κρίμα, γιατί όπως είχαμε αναφέρει και για την πρώτη εμφάνιση του Μυρμηγκάνθρωπου (που αποτέλεσε και ένα από τα πρώτα μας κείμενα το μακρινό 2015) “εδώ οι τόνοι πέφτουν και έρχονται οι άνθρωποι στο προσκήνιο. Το Αnt-man είναι μια ταινία χαμηλών, ήπιων τόνων, που σκοπό έχει αφενός να διασκεδάσει και αφετέρου να διανθίσει το σύμπαν της Μarvel, να το αναπτύξει όσο χρειάζεται και να του προσδώσει αυτήν την τόσο απαραίτητη νότα μικροπροβλημάτων και προσωπικού αγώνα που χρειάζεται. Ο Scott Lang είναι ένας απλός άνθρωπος από τα κάτω και για αυτό αξίζει την προσοχή μας”. Το σκεπτικό αυτό δεν άλλαξε, αντίθετα διαπλατύνθηκε και έγινε καίριο συστατικό ενός χαρισματικού road/heist movie που, αν είχε βγει λόγου χάρη 6 χρόνια νωρίτερα θα μας ενθουσίαζε. Αν και μικρός στο μάτι, ο Ant-man έχει περισσότερη φαντασία, καλαισθησία, ευαισθησία και προσωπικότητα από ότι πολλά άλλα ονόματα της Marvel, με το μαξιμαλιστικό Thor ή το στερεοτυπικό Homecoming να είναι τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό.
Η ματιά του Peyton Reed (Bring It On, Νew Girl), με την κωμική της εμπειρία, τα καταφέρνει περίφημα στα εφέ, στις απότομες αλλαγές γωνίας (και μεγέθους) και μας δίνει μια πολύ δραστήρια, ευφάνταστη αλλά και ταυτόχρονα διακριτική δράση και κινηματογραφία, όπου την κωμική υπερβολή διαδέχεται η πολύ ανθρώπινη αναγνώριση της αδυναμίας και η αλληλοβοήθεια. Αυτό είναι και το σημαντικότερο προσόν της ταινίας: γελά με τις αδυναμίες της και στρέφεται στα μέλη της για βοήθεια. Υπάρχει μια πολύ όμορφη και ζεστή ατμόσφαιρα στην κωμωδία της, η οποία εστιάζει στους οικογενειακούς δεσμούς, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτούς.
Το βάρος της παρουσίασης και της ενσάρκωσης αυτής της ατμόσφαιρας δεν πέφτει πια (μόνο) στον Paul Rudd (Wet Hot American Summer, Anchorman), o oποίος βέβαια συνεχίζει να είναι από τους πιο συμπαθητικούς τύπους που υπάρχουν. Πλέον η Wasp της Evangeline Lilly (Hobbit, Lost) μπαίνει, εκτός από τον τίτλο, και στην πρώτη γραμμή των υπερηρώων με μια πολύ δυναμική παρουσία, που δεν στερείται τίποτα από αυτή του πρώτου ονόματος. Αντίθετα κιόλας, συμπληρώνει και προσθέτει δικές της παραμέτρους στην ταινία. Ταυτόχρονα, η ανθρώπινη, μετρημένη ατμόσφαιρα αποδίδεται και με την επιλογή του villain, την Ghost της εντυπωσιακής Hannah John-Kamen (Ready Player One, Black Mirror) η οποία καταφέρνει, με έναν πολύ ευάλωτο τρόπο, να αποτελέσει την χαρακτηριστικότερη περίπτωση ανθρώπινου και απρόθυμου villain στη Marvel.
Δείτε ξανά ή για πρώτη φορά τον Ant-man και την Σφήκα και διορθώστε, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, μια αδικία που έγινε!