Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος από το periodiko.gr
Δε θα πω πολλά γιατί δεν χρειάζεται μάλλον να πω. Άλλωστε η ταινία αυτή μπορεί να αγγίξει ολοκληρωμένα μια μεγάλη μερίδα του κοινού δίχως να κάνει κανένα κινηματογραφικό σκόντο και θέλω αρχικά ίσως να διαφωνήσω κάπως με την αγαπημένη μου Susan Sontag και την περιβόητη δήλωση της πριν κάποια χρόνια πως «το σινεμά πέθανε». Σήμερα ασφαλώς θα ένιωθε ευτυχισμένη, αυτή η εραστής του μέσου, καθώς θα έβλεπε πως το σινεμά, που ναι κυριαρχείται από το «φθηνό» και το εμπορικό και το «θεαματικό» και το ηλίθιο, συνεχίζει και παράγει αυτές τις εξαιρέσεις που έλεγε, τα έργα τέχνης του: συνεχίζει και παράγει τις ορατές συναισθηματικές εκρήξεις όπως αυτές που συντελούνται στην «Αόρατη ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο».
«Ο κινηματογράφος ήταν μια τέχνη διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη: απόλυτα σύγχρονη, ξεκάθαρα προσπελάσιμη, ποιητική και μυστήρια και ερωτική και ηθική – όλα ταυτόχρονα. […] Ο κινηματογράφος άρχισε μέσα στο θαύμα, το θαύμα ότι η πραγματικότητα μπορεί να μεταγραφεί με τέτοια αμεσότητα. Όλος ο κινηματογράφος είναι μια προσπάθεια να διαιωνίζεται και να ανακαλύπτεται η αίσθηση του θαύματος»[1].
Και δεν περιέχει κάτι το μεταφυσικό το παραπάνω απόσπασμα της Sontag, γιατί καθώς βλέπουμε την Ευρυδίκη να βάζει στο πιάνο της, στις προσδοκίες της δηλαδή, στα όνειρα της, στο σύμβολο αυτό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της από τον καταπιεστικό κόσμο, όταν λοιπόν το βάζει φωτιά και φλέγεται τότε υπάρχει η ποίηση και το μυστήριο και η ηθική και το ερωτικό, όλα ταυτόχρονα και πάλι.
Συναισθήματα στα όρια. Έντονα κορεσμένα χρώματα με μια θερμότητα να κυριαρχεί, βιολιά να θρηνούν, πλάνα γεμάτα λεπτομέρεια και εμβόλιμα slow motion ιντερλούδια, σαν όνειρα και ψευδαισθήσεις μιας ζωής ολόκληρης που η ταξική και πατριαρχική κοινωνία την έχει μετατρέψει σε σκιά, δυο νεαρές γυναίκες, δύο αδερφές που δεν τους επιτρέπεται να ζήσουν ούτε μαζί, ούτε χώρια:
Αυτή είναι η Ευρυδίκη, αυτή είναι η Guida που δεν τους επιτρέπεται να ζ ή σ ο υ ν γενικά. Σταματούν να υπάρχουν, «εξαφανίζονται», τα σώματα τους χάνονται μέσα στην τραγωδία του να μην ανήκουν στον εαυτό τους. Οφείλουν μονάχα να δικαιώνουν την κατασκευασμένη κοινωνική κανονικότητα και αποδοχή. Δείτε πως κινούνται, δείτε πως προσπαθούν να κατακτήσουν τον κόσμο και δείτε πως πάντα άπιαστη πράξη, μια αυταπάτη μοιάζει η ολοκληρωμένη επαφή μαζί του. Οι μελωδίες στο πιάνο, άλλωστε, διακόπτονται και αυτές. Οι γυναίκες, αόρατες υπάρξεις, από αόρατη θέση παλεύουν μέσα από την κυρίαρχη ηθική να βρούνε τον δρόμο τους. Να γιατί το πιάνο φλέγεται. Γιατί κάτι τέτοιο είναι απτό. Είναι μια ενέργεια, μια πράξη παρουσίας.
Το όλο έργο είναι ένα όλο συναίσθημα. Η ταινία είναι τόσο μεγάλη, τόσο γεμάτη, τόσο ορατή όσο αόρατες και αποξενωμένες από τον εαυτό τους είναι οι γυναίκες, υπαρκτές μονάχα σε ένα ελαχιστοποιημένο κόσμο, σε μια συρρικνωμένη πραγματικότητα και ένα περιορισμένο πεδίο δράσης. Κι αυτή ακριβώς η αντίστιξη ανάμεσα στην αισθητική πληρότητα της ταινίας και την θρυμματισμένη, απομονωμένη, μειωτική ζωή των δυο χαρακτήρων είναι που δημιουργεί τις συνθήκες να λειτουργήσει τελικά το αποτέλεσμα ως ύμνος, ως γιορτή της γυναίκας: ενάντια στο νυφικό, στους τέσσερις τοίχους, στην αντικειμενοποίηση του σώματος, στους ρόλους-τοτέμ μιας εποχής ανελεύθερης.
Το είχα ξαναπεί όταν την είδα πρώτη φορά: αυτή η ταινία είναι αισθητικά πανέμορφη, συγκινητική και ουσιαστική νιώθοντας όσο την έβλεπα πως διαβάζω νουβέλα του Μάρκες. Τσακισμένες από τους εξαναγκασμούς οι δυο γυναίκες της ταινίας μού επιβεβαίωσαν πως η παγκόσμια κοινωνική κατάσταση είναι χάλια για το κάθε μη εξουσιάζων ανθρώπινο ον και συνεχίζω, σε δεύτερη ανάγνωση, να θεωρώ πως ο Karim Ainouz, ο άνδρας τούτος σκηνοθέτης είδε με πλήρη επίγνωση, πλήρη ευαισθησία και στόχο υπέρβασης ένα καίριο ζήτημα του καιρού μας: αρνούμενος να δεχτεί τον εξευγενισμό του αξιακού κώδικα της πατριαρχίας από την μία και χωρίς μεταμοντέρνες, ανιστορικές και εν τέλει αντιδραστικές γενικεύσεις από την άλλη, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα γήινο πλαίσιο να αγαπήσουμε τους ανθρώπους εν συνόλω, τις ανθρώπινες σχέσεις εν γένει, να ορατοποιήσουμε το βλέμμα, το συναίσθημα, τις αδυναμίες και τις δυνάμεις της γυναίκας και να αγαπήσουμε την ζωή.
Καθώς σηκώνεστε να φύγετε από το σινεμά, κάντε τον κόπο και ξαναγυρίστε προς την οθόνη και ακούστε το τελευταίο τραγούδι: τα δυο κορίτσια θα συνεχίζουν να παλεύουν και εσείς θα έχετε αυτή την γλυκόπικρη ανάμνηση τους, τόσο ευγνώμονες, λοιπόν, για αυτό το αριστούργημα, τόσο ευχαριστημένοι που το σινεμά παράγει και πάλι την «αίσθηση του θαύματος».
«Είναι αμαρτία, είναι έγκλημα η έκτρωση. Θα σε τιμωρήσει ο θεός», ακούμε και αμέσως βλέπουμε το γλυκό και ταυτόχρονα ανήσυχο πρόσωπο της Ευρυδίκης να λέει: «Δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς». Θλίψη: Έγκλημα και αμαρτία είναι μονάχα να βρίσκεται το οποιοδήποτε ανθρώπινο ον σε θέση απολογίας.