Ένα κομμάτι της πλούσιας, ακόμη και σε σύγκριση με προηγούμενους αιώνες, καλλιτεχνικής δημιουργίας του 20ού αιώνα, που παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον, είναι το ρεύμα της ύστερης σοβιετικής (υπο)κουλτούρας, αυτής δηλαδή που αναδύθηκε λίγο πριν την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Με επιφύλαξη χρησιμοποιoύμε τον όρο υποκουλτούρα: αφενός επρόκειτο για καλλιτεχνικά δείγματα (στον κινηματογράφο και τη μουσική) που ήταν ξένα προς τον σοβιετικό λαό μετά από 70 σχεδόν χρόνια σοσιαλιστικής απόπειρας, αφού αντλούσαν την ποίησή τους εξ ολοκλήρου από τα δυτικά (ιμπεριαλιστικά) πρότυπα μεταφέροντας την αντίστοιχη ιδεολογία στον σοβιετικό λαό – αφετέρου, το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για δείγμα αυθόρμητης αντίστασης στο «ολοκληρωτικό» καθεστώς από την «καταπιεσμένη» σοβιετική νεολαία, όπως υποστηρίζουν οι αστοί διανοητές και δημοσιογράφοι, αλλά αντιθέτως επρόκειτο για κρατικές παραγωγές, με ευθύνη του κόμματος και της πλήρως διαμορφωμένης πλέον σοβιετικής άρχουσας τάξης, δεν καθιστά αυτό το ρεύμα και τόσο «υπο», με την έννοια του εκτός των κυρίαρχων πλαισίων, αλλά πιο πολύ το καθιστά το νέο mainstream.
Ανάμεσα σε όλα αυτά η μουσική είχε τον καθοριστικό ρόλο στην προβολή ενός εναλλακτικού, για τα δεδομένα, δυτικού πολιτιστικού και ιδεολογικού προτύπου. Αυτό εκφράστηκε με τη νέα σοβιετική rock σκηνή και καταλυτικά με τη σοβιετική post-punk μπάντα Kino (Кино́), με την εμβληματική φιγούρα του frontman Viktor Tsoi. Υπήρχε όμως και μια ταινία που συνδύαζε τον κινηματογράφο με τη μουσική αυτή, με αποτέλεσμα να παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη νομιμοποίηση της ήδη θεσμοθετημένης κατάρρευσης της ΕΣΣΔ στις συνειδήσεις της νεολαίας κι ακούει στον τίτλο ASSA (ACCA).
Η ταινία σε σκηνοθεσία του Σεργκέι Σολοβιόφ είναι πολύ σημαντική από κάθε άποψη: και καλλιτεχνικά/πολιτιστικά (αποστειρωμένη από πολιτικό περιεχόμενο, είναι εξαιρετική ταινία), αλλά περισσότερο ιστορικά και πολιτικά. Τέκνο της εποχής της (της εποχής που το 1/6 της γης έπαψε να είναι κόκκινο, δίνοντας τέλος στον «Ψυχρό Πόλεμο» και συγκλονίζοντας την υφήλιο, αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας ξανά μετά το 1917 προς αντίθετη κατεύθυνση) είναι σίγουρα ένα δείγμα που προσφέρει επίγνωση του ρεύματος που επικρατούσε στη νεολαία της κρίσιμης εκείνης εποχής, 30 χρόνια πριν: μιας νεολαίας που, έχοντας τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης σε ταξικό και κοινωνικό επίπεδο, που το γραφειοκρατικό σοβιετικό καθεστώς διατηρούσε, ένιωθε έλξη προς τα δυτικά, «ελεύθερα» πρότυπα, ουσιαστικά έλξη προς την αστική δημοκρατία και την υπαρκτή ως έναν βαθμό ελευθερία λόγου που αυτή προσφέρει (σε ακόμα μικρότερο βαθμό σήμερα), αποτέλεσμα των εγγενών αντιφάσεων της σοβιετικής κοινωνίας. Επίσης ιστορικά, έχει σημασία ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι υπεύθυνη για τη ζύμωση των νεολαιίστικων σοβιετικών μαζών με μαζικούς όρους στη γραμμή των Perestroika – Glasnost, την επίσημη δηλαδή γραμμή του «Κομμουνιστικού» Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 και μετά (αυτός ήταν κι ο ρόλος της ταινίας), σε πλήρη σύμπλευση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1987 κι έκτοτε η Perestroika βρισκόταν στην ανώτερη φάση της, αφού έχαιρε ευρείας αποδοχής.
Όλα αυτά (και τα νοήματα που η σοβιετική άρχουσα πλέον τάξη, σε σύμπλευση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη, ήθελε να μεταφέρει) ξεδιπλώνονται στην ταινία μέσω της ιστορίας της Alika, μιας νεαρής νοσοκόμας, που διατηρεί ερωτική σχέση με τον Andrey, έναν σκληρό μεσήλικα μαφιόζο που της παρέχει κάθε άνεση και την αγαπάει, αλλά αυτή ταυτόχρονα τρέφει αισθήματα για τον Bananan, έναν νεαρό μουσικό, που εκτός από φοβερό όνομα έχει κι εξαιρετικά ευγενικό χαρακτήρα κι επίσης αγαπάει την Alika. Η φαινομενικά απλή κι άσχετη με την πολιτική ιστορία εξελίσσεται σε κάτι που προσομοιάζει σε τραγωδία, όταν ο Andrey ανακαλύπτει τη σχέση του Bananan και της Alika κι ενεργοποιεί τον μηχανισμό του, για να διασφαλίσει ότι η Alika θα παραμείνει μαζί του. Είναι ανάγκη να σημειωθεί ότι, ενώ η ταινία βγήκε το 1987, η πλοκή της εξελίσσεται το 1980, επί Brezhnev δηλαδή και πριν την έναρξη της πολιτικής της Perestroika. Ταυτόχρονα, σε διάφορα σημεία της ταινίας βλέπουμε αναπαράσταση του πραξικοπήματος που έλαβε χώρα το 1801 στη Ρωσική Αυτοκρατορία, με τη δολοφονία του Τσάρου Παύλου Α’ και τη διαδοχή του από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Στην κεντρική πλοκή, οι πρωταγωνιστές φαίνονται αγανακτισμένοι κι οριακά «βασανισμένοι» στη διάρκεια του έργου. Τα βάσανα αυτά έχουν να κάνουν με την τραγική σε βάρος τους εξέλιξη της πλοκής. Τα βάσανα αυτά δεν είναι ταξικής φύσεως, όπως τα σημερινά… αυτά θα τους απασχολούσαν μόνο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το ’89.
Η Alika θα μπορούσε να μοιάζει με τον μέσο σοβιετικό νεολαίο της εποχής, στον οποίο, εν μέσω της επικείμενης κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, ανοίγονται δύο δρόμοι για τον μελλοντικό κοινωνικό του βίο. Με το ίδιο σκεπτικό, ο Andrey μοιάζει (από την οπτική της ταινίας) με το σοβιετικό καθεστώς: γερασμένος, διεφθαρμένος (η μαφία προς τα τέλη της ΕΣΣΔ είχε αγαστή συνεργασία με την κομματική γραφειοκρατία, βέβαια η ταινία προσπαθεί να δείξει ότι αυτό ίσχυε επί Brezhnev κι όχι τότε, που η ΕΣΣΔ κατέρρεε) και… «συντηρητικός». Ο (συμπαθέστατος) Bananan από την άλλη φέρνει το «νέο», το «ελεύθερο», δεν έχει «πετύχει» στη ζωή του ακόμα, αλλά είναι νέος και προσπαθεί… όμως η σοβιετική γραφειοκρατία τρώει τα καλύτερα, «γεννημένα» ταλέντα! Οι σκηνές με το πραξικόπημα του 1801 στη Ρωσία και την τότε αλλαγή της πολιτικής εξουσίας και είσοδο σε έναν νέο αιώνα λειτουργούν ως αλληγορία με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την είσοδο στον 21ο αιώνα.
Ας πούμε ότι καλά όλα αυτά, ο θρυλικός Viktor Tsoi πού κολλάει; Ο Tsoi έγινε σύμβολο της «εξεγερμένης» ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς νεολαίας, όντας ο frontman της πιο διάσημης σοβιετικής μουσικής μπάντας, Kino, αλλά και πρωταγωνιστώντας σε μια άλλη σοβιετική ταινία, του ’88, που επίσης ενδυνάμωσε τα αντισοβιετικά αισθήματα στη νεολαία και είχε μεγάλο ιστορικό αντίκτυπο, το Igla (Игла). Στο Assa εμφανίζεται μόνο στα τελευταία λεπτά της ταινίας, χωρίς να έχει κάποια σύνδεση με την κεντρική πλοκή της. Μάλιστα, η ταινία θα μπορούσε να χωρίζεται σε δύο μέρη, καθαρά νοηματικά: το πρώτο θα ήταν ολόκληρη η ταινία πλην των τελευταίων λεπτών, τα οποία θα μπορούσαν βάσει περιεχομένου και μηνύματος να είναι το κύριο μέρος: μια κρατική υπάλληλος δεν αφήνει τον «γεννημένο» καλλιτέχνη Tsoi να παίξει μουσική. Το «η γραφειοκρατία (δηλαδή το κοινωνικό κράτος, που καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων) τρώει τους άριστους…», σας θυμίζει τίποτα από τη σημερινή ρητορική της ΝΔ, αλλά και συνολικά του αστικού συστήματος; Αυτός, «εξεγερμένος» απέναντί της, παίζει ένα τραγούδι των Kino που μέσω της ταινίας έγινε σύμβολο της αλλαγής προς το δυτικό μοντέλο στις πρώην σοβιετικές χώρες (και κατά τα άλλα είναι εξαιρετικό μουσικά…): το Khochu Peremen (=Θέλουμε Αλλαγή), κάνοντας άμεσα αντιληπτό το πολιτικό περιεχόμενο της ταινίας, μετά από πολλά αντισοβιετικά υπονοούμενα που πετάγονταν κατά τη διάρκειά της.
Εκτός από την, προαναφερεθείσα, τελευταία σκηνή υπάρχουν και πολλά άλλα σημεία που αναπαράγουν συνολικά τη σύγχρονη συστημική προπαγάνδα και σχετικά με τη φύση του καθεστώτος της ΕΣΣΔ και σχετικά με την αστική ιδεολογία συνολικά. Ένας χαρακτήρας σχολιάζοντας το καθεστώς της ΕΣΣΔ αναφέρει ότι όσο περισσότερο δουλεύει κανείς, τόσο λιγότερο πληρώνεται (εδώ μας δίνει μια πλήρη εικόνα της βάσης του καπιταλισμού, όπως θα διαπίστωσε κι αυτός μετέπειτα), ένας σοβιετικός αστυνομικός δεν επιτρέπει στον νεολαίο Bananan να φοράει σκουλαρίκι (νομιμοποιώντας σε συνειδήσεις την υποτιθέμενη αντίθεση κόμματος-κράτους – νεολαίας) και διάφορα τέτοια. Δε χρειάζεται, ούτε είναι σκοπός να αναλωθούμε στο πώς διαψεύστηκε η νεολαία που ήλπιζε σε καλύτερες μέρες με την έλευση του καπιταλισμού και πίστεψε στην ταύτιση της δικής της ελευθερίας με την ελευθερία της αγοράς. Αρκούν μερικά μόνο, ενδεικτικά στοιχεία: κατάργηση του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, δηλαδή ταχείες ιδιωτικοποιήσεις, όξυνση του κοινωνικοοικονομικού ανταγωνισμού, αύξηση των τιμών κατά 30-150%, μαζική ανεργία στη νεολαία, που μέχρι πρότινος απεχθανόταν την πλήρη εργασιακή απασχόληση με (σχετικά) υγιείς όρους, άνοδος του μεγαλορωσικού εθνικισμού και του ρατσισμού.[1] Χαρακτηριστικές είναι και οι σημερινές ρωσικές δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες το 66% των Ρώσων λυπάται για τη διάλυση της ΕΣΣΔ.[2] «Ζούμε σήμερα τη μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση στην ανθρώπινη ιστορία.»[3]
Πρέπει να τονιστεί ότι η ταινία, όση «εξεγερτική» τάση κι αν αποπνέει, δε μεταφέρει το μήνυμα κάποιας εξέγερσης των από κάτω, αλλά τη γραμμή της σοβιετικής νέας άρχουσας τάξης της περιόδου. Εξάλλου η παραγωγή είναι της Mosfilm, του κρατικού σοβιετικού κινηματογραφικού φορέα. Όπως είναι γνωστό, οι επαναστάσεις δε γίνονται «από τα πάνω». Δεν πρόκειται όμως και για βούληση μερικών «κακών ανθρώπων», που έγραψαν μόνοι τους Ιστορία και πρόδωσαν οι ίδιοι την επανάσταση. Οι τάσεις αυτές ήταν εγγενείς και καλλιεργούνταν σταθερά από τις αντιφάσεις της ΕΣΣΔ, από τη διαμόρφωση της γραφειοκρατίας ήδη από τον Ρωσικό Εμφύλιο, του 1918, που όλο και περισσότερο και μέσω διευκόλυνσης από διάφορα πολιτικά μέτρα (π.χ. 20ο συνέδριο ΚΚΣΕ, 1956) διαμορφωνόταν σε νέα άρχουσα τάξη, μέχρι το σημείο που η ύπαρξη μιας αντιφατικής οικονομίας με σοσιαλιστικά στοιχεία δεν εξυπηρετούσε τα ταξικά της συμφέροντα, οδηγώντας στην κατάρρευση και την καπιταλιστική παλινόρθωση. Η αντεπανάσταση δεν ήρθε το ’89, δρομολογούταν για δεκαετίες.
Η ταινία απέκτησε θρυλικό και cult status και είναι φυσικά γνωστή και σήμερα στην ΕΣΣΔ, αλλά και παγκόσμια «έγραψε Ιστορία». Κι εδώ να πούμε ότι ως ταινία είναι εξαιρετική, με πλοκή απλοϊκή μεν αλλά παρουσιασμένη πολύ όμορφα μέσω της φοβερής σκηνοθεσίας, των ερμηνειών και φυσικά της μουσικής. Το Peremen αποτελεί ακόμα τραγούδι-σύμβολο: το καλοκαίρι οι διαδηλωτές στη Λευκορωσία το τραγουδούσαν μαζικά στηρίζοντας τη φιλο-Ε.Ε. υποψήφια πρόεδρο, ενώ τραγουδιόταν και το 2014 στο Euromaidan στην Ουκρανία από τους ακροδεξιούς διαδηλωτές, που στήριζαν την Ε.Ε. Βέβαια, ο ίδιος ο Tsoi είχε δηλώσει ότι γράφοντάς το εννοούσε «αλλαγή» με την ευρύτερη έννοια και δεν υπήρχε πολιτικός συμβολισμός. Ευτυχώς δηλαδή για το ίδιο το πανέμορφο αυτό τραγούδι.
Φυσικά κανένα καλλιτεχνικό έργο δε μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορική συγκυρία εντός της οποίας αυτό δημιουργήθηκε ή από τις προθέσεις των δημιουργών του. Αν μας επιτρέπεται αυτός ο στιγμιαίος διαχωρισμός, τότε λέμε ότι το Assa συγκαταλέγεται καλλιτεχνικά και μόνο μεταξύ των καλύτερων και πιο σημαντικών σοβιετικών ταινιών, μαζί με το Θωρηκτό Potemkin του Eisenstein, το Stalker του Tarkovsky, αλλά και ύστερες (αντι)σοβιετικές, όπως το Kin-dza-dza! Βλέποντας καθημερινά στη χώρα μας και παγκοσμίως τα ιδεολογήματα και τις αξίες που ενέπνευσαν την ταινία να καταρρέουν σε βάρος μας, βιώνοντας στο πετσί μας τη βαρβαρότητα του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού, την ανεργία, τη μαύρη εργασία και την κατάθλιψη στην οποία οδηγείται μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, μπορούμε να παρακολουθήσουμε το Assa και να θαυμάσουμε την καλλιτεχνική του υπεροχή, περιφρονώντας και γελώντας ταυτόχρονα με τις αξίες που αυτό προβάλλει. Γνωρίζοντας ότι η Ιστορία γράφεται και η κοινωνική εξέλιξη επιτυγχάνεται με τις εξεγέρσεις των «από κάτω», των καταπιεσμένων συνολικά και των εργαζομένων κομβικά, θα επιλέξουμε να δώσουμε αυτό το φορτίο (δύσκολο «ξέπλυμα») στα τραγούδια των Kino, που ούτως ή άλλως παρά την πολιτική τους χρήση μιλάνε για «αλλαγή» με την ευρεία έννοια και μια αλλαγή σήμερα είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε ως κοινωνία. Γιατί, όσα πισωγυρίσματα κι αν γίνονται κι όσο κι αν η καθεστηκυία τάξη χρησιμοποιεί τις αντιφάσεις των απελευθερωτικών αποπειρών του παρελθόντος για να δικαιολογήσει τη σύγχρονη βαρβαρότητα ως “κανονικότητα”, τα όνειρα πάντα παίρνουν εκδίκηση…
«Ο αγώνας είναι δουλειά της νεολαίας, το φάρμακο ενάντια στη γήρανση
Εδώ μπορούμε να δούμε το κόκκινο αίμα:
Μετά από μια ώρα απορροφάται στο έδαφος
Μετά από δυο υπάρχουν λουλούδια και γρασίδι
Μετά από τρία αναγεννάται ταυτόχρονα και χαϊδεύεται και θερμαίνεται από τις ακτίνες του αστεριού που ονομάζουμε Ήλιο
Και ξέρουμε ότι θα συνεχιστεί για χρόνια…»
(Kino, A Star Called Sun)
[1] Μπιτσάκης Ευτύχης 1992, Ένα φάντασμα πλανιέται, Αθήνα, εκδόσεις Στάχυ, σελ. 267.
[2] http://www.katiousa.gr/apopseis/giati-arage-olo-kai-perissoteroi-rosoi-anapoloun-tin-essd/
[3] Μπιτσάκης Ευτύχης, Ένα φάντασμα πλανιέται, ό.π., σελ. 272.