“It’s showtime…”
Γράφει ο Λεωνίδας Βέργος
Με τη Χρυσή εποχή της τηλεόρασης (χονδρικά από το 1999), το τηλεοπτικό δράμα απέκτησε, από άποψη περιεχομένου, ένα πρωτόγνωρο για την τηλεόραση βάθος. Όμως το βάθος αυτό -η προσεκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων και τα ηθικά διλήμματα που παρουσιάζονταν στον θεατή μέσα από τον αντιηρωικό πρωταγωνιστή- δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη βασική νέα τεχνική, που αφορούσε τη δομή: μια νέα, μακρά αφηγηματική πορεία της πλοκής. Όπως έχει επισημάνει ο Martin Scorsese, δόθηκαν άπειρα νέες δυνατότητες στις εξιστορήσεις στην οθόνη – ας σκεφτούμε πόσα μπορεί να πει ένας σεναριογράφος σε μια δίωρη ταινία και πόσα σε εξήντα επεισόδια μίας ώρας. Η εποχή αυτή, με τα δύο παραπάνω κεντρικά χαρακτηριστικά, εγκαινιάστηκε με το δραματικό αριστούργημα The Sopranos και, για πολλούς, έφτασε στο αποκορύφωμά της με το σύμπαν του Breaking Bad, δηλαδή το ομότιτλο τηλεοπτικό δράμα και το prequel του, Better Call Saul.
Παράλληλα, αναδείχθηκαν σεναριογράφοι με σπουδές ή επιρροές από τη λογοτεχνία, με τον David Chase π.χ., δημιουργό του Sopranos, να αναφέρει πόσο τον επηρέασαν στο επίπεδο του storytelling για τη σειρά τα μαθήματα λογοτεχνίας που παρακολούθησε στο Stanford University 1www.youtube.com/watch?v=xtW0e-JW8Cc&t=19s ή τoν δημιουργό του Mad Men, Matthew Weiner, να αναφέρει τη χρήση τεχνικών όπως η τραγική ειρωνεία ως κομβικών στη συγγραφή του σεναρίου 2https://www.youtube.com/watch?v=zF5CrPXMqjQ&t=405s. Είναι γνωστό και το δηλωμένο όραμα του δημιουργού του Wire, David Simon, σύμφωνα με το οποίο σε αυτόν τον νέο τρόπο τηλεοπτικής δραματουργίας η σειρά παρουσιάζεται σαν μυθιστόρημα, με κάθε επεισόδιο να αποτελεί ένα κεφάλαιο. 3https://www.nytimes.com/2004/09/19/arts/television/the-television-show-that-thinks-its-a-novel.html Ο συν-δημιουργός του Better Call Saul και ουσιαστικά ιθύνων νους του σεναρίου του, Peter Gould, σπούδασε English Literature στο Sarah Lawrence College. Αυτές οι επιρροές, πέραν του ότι, όπως φάνηκε, διατρέχουν το σύνολο των σπουδαίων τηλεοπτικών δραμάτων της εν λόγω εποχής, όπως θα αναλυθεί με επίκεντρο το Better Call Saul, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι εμφανείς στο έργο των αναφερθέντων σεναριογράφων.
Το Better Call Saul, σε αντίθεση με άλλες σειρές της εξεταζόμενης εποχής, κατηγοριοποιείται συχνά ειδολογικά ως τραγωδία. Αυτό είναι ιδιαίτερα ακριβές και, για να δούμε το γιατί, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πιο περίφημο κείμενο που αναλύει το ποιητικό και δραματικό είδος της τραγωδίας: απαιτείται ένα ταξίδι πίσω στο -περίπου- 335 π.Χ. και στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Θεατές-ριες εξοικειωμένοι-ες με το εν λόγω κείμενο δεν θα δυσκολευτούν να βρουν εφαρμοσμένες στην πλοκή του Better Call Saul τις κλασικές πλέον έννοιες για τις οποίες ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος κι επιστήμονας κάνει λόγο στο θεμελιώδες για τη φιλολογία και τη λογοτεχνική κριτική έργο του.
Αναγκαίο… “intermission”:
Πώς μπορεί ένα έργο της κλασικής Αρχαιότητας να μιλάει στο σήμερα; Μπορεί να μιλάμε για διαφορετικά καλλιτεχνικά μέσα (θέατρο, σινεμά, τηλεόραση), όμως ο πυρήνας του “show” είναι ίδιος: το δράμα. Η Ποιητική του Αριστοτέλη αναφέρεται στην αρχαιοελληνική δραματική ποίηση, ένα μέρος της τριμερούς δομής της λογοτεχνίας στην αρχαία Ελλάδα (το εν λόγω κείμενο είναι σύνολο σημειώσεων και παρατηρήσεων πάνω σε αυτήν κι όχι «κανονιολογία» περί αυτής) με επίκεντρο την τραγωδία (και δευτερευόντως στην επική ποίηση, τον ίαμβο και πολύ αμυδρά στο έτερον ήμισυ της τραγωδίας, την κωμωδία), δηλαδή σε έργα που παρουσιάζονταν στο αθηναϊκό κοινό σε θεατρικές παραστάσεις. Ο κινηματογραφικές ταινίες και, κατ’ επέκταση, οι τηλεοπτικές σειρές δεν είναι παρά επεκτάσεις των θεατρικών παραστάσεων στην «εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του καλλιτεχνικού έργου» κατά τον Walter Benjamin, όπως αναφέρει στο σημαντικό δοκιμιακό του κείμενο Το έργο Τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας (1935), στην εποχή, δηλαδή, που η τεχνολογία προσφέρει την ευκαιρία σε ένα καλλιτεχνικό έργο ανεξάρτητα από μέσο να προωθηθεί πιο μαζικά από ποτέ (το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θα ήταν μάλλον μια γεμάτη κινηματογραφική αίθουσα). Ένα σενάριο, λοιπόν, ή ένα θεατρικό μπορεί να γίνει ταινία (ας θυμηθούμε τις μνημειώδεις σαιξπηρικές μεταφορές στην οθόνη από τον Laurence Olivier, που επίσης υποδυόταν σαιξπηρικούς χαρακτήρες και στη θεατρική σκηνή).
Επιστρέφοντας στο θέμα: ο Αριστοτέλης, ως θεατής του αρχαιοελληνικού δράματος περίπου την εποχή της άνθισής του, ρωτάει: «Από ποια δομικά μέρη αποτελείται μια τραγωδία;» και, άρα, τι «κάνει» μια τραγωδία αυτό που είναι; Κάποιος/α με σχετική εξοικείωση με το αριστοτελικό corpus θα εκπλαγεί βλέποντας την εφαρμογή των δομικών αυτών μερών στο σενάριο του Better Call Saul, κάτι που το κατηγοριοποιεί ως τραγωδία του 21ου αιώνα – το πώς θα αναλυθεί παρακάτω.
Φυσικά, για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία τα spoliers!
Αρχικά, στην Ποιητική ορίζεται ως πυρήνας και σημαντικότερο στοιχείο της τραγωδίας ο μῦθος, δηλαδή η πλοκή που ξεδιπλώνει ο δραματικός ποιητής. Εφόσον έχει ήδη οριστεί ο κινηματογράφος ως φυσική συνέχεια του θεάτρου στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του καλλιτεχνικού έργου, μπορεί εδώ να γίνει μια σύγκριση με τον κινηματογράφο μέσα από τα λόγια του Alfred Hitchcock: «To make a great film you need three things – the script, the script and the script» (παραλληλισμός δραματικού ποιητή και σεναριογράφου ως συγγραφέων που πλάθουν ένα μυθοπλαστικό κείμενο, που εμπεριέχει έτσι εγγενώς λογοτεχνικότητα). Επομένως, κάθε δράμα -και τηλεοπτικό- διαθέτει μύθο και δεν είναι αναγκαία κάποια επισήμανση αποκλειστικά για το Better Call Saul.
(Ας γίνει μια σύντομη αναφορά σε ένα «δευτερεύουσας σημασίας» κατά τον Αριστοτέλη στοιχείο της τραγωδίας, την ὄψιν, δηλαδή το οπτικό κομμάτι της παράστασης, αυτό που θα λέγαμε σκηνοθεσία – η οποία στο Better Call Saul είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και τολμηρή κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή ολοζώντανο.)
Ο Αριστοτέλης ορίζει ως δεύτερο σημαντικότερο στοιχείο της τραγωδίας το ἦθος, δηλαδή τους χαρακτήρες του έργου. Εδώ βρίσκεται ουσιαστικά και το «ζουμί» της σύγκρισης, αφού με το ήθος σχετίζονται πιο γνωστές αριστοτελικές έννοιες, όπως ο φόβος και ο ἔλεος, η περιπέτεια και, φυσικά, η κάθαρσις…
Στο σημείο αυτό η πιο σημαντική έννοια είναι μάλλον η περιπέτεια – δηλαδή μια αλλαγή που βιώνει ο πρωταγωνιστής από την ευτυχία στη δυστυχία ή το αντίστροφο. Στο Better Call Saul η περιπέτεια ως κατάσταση που βιώνει ο Jimmy/Saul είναι άμεσα συνδεδεμένη με την περσόνα στην οποία ο ίδιος μετατρέπεται σε κάθε σημείο της πλοκής – μετάβαση από Jimmy McGill σε Saul Goodman, από τον τελευταίο σε Gene Takavic κι από αυτόν ξανά στον Saul για μια τελευταία φορά (στην ανατριχιαστική σκηνή της δίκης στο φινάλε) και, τέλος, άλλη μια φορά στον Jimmy, στη συγκινητική τελευταία σκηνή.
Όμως ο Saul δεν είναι μόνος του στη μετάβαση από τη μια ψυχική κατάσταση στην άλλη, ούτε η μετάβαση αυτή καθορίζεται μόνο από αυτόν: το τι είναι «ευτυχές» ή «δυστυχές» για τον ίδιον κι άρα το πού οδηγεί η δραματική αλλαγή της κατάστασής του ως τραγικού ήρωα μέσω της περιπέτειας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση του με την Kim Wexler. Συγκεκριμένα, ως Jimmy ο τραγικός μας ήρωας ζει υπό τη σκιά του «επιτυχημένου» του αδελφού, ακολουθώντας ένα modus vivendi κι έναν κώδικα «δικαίου» που καταπιέζει τις αληθινές του επιθυμίες, για να ανταποκριθεί στο αναφερθέν πρότυπο, κάτι που δεν μπορεί να κάνει κι έτσι παραμένει ένας «αποτυχημένος» δικηγόρος – όμως, στη ζωή του υπάρχει μια πραγματική αχτίδα φωτός, η σχέση του με την Kim και η πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ τους. Η μεταμόρφωσή του σε Saul είναι μια σταδιακή διαδικασία, που εκκινείται από την πλήρη ρήξη του με τον Chuck στα μέσα της τρίτης σεζόν κι ολοκληρώνεται μόνο, όταν ο ίδιος χωρίζει με την Kim στο τέλος της σεζόν 6Α – με τον «πραγματικό» του εαυτό επιτέλους απελευθερωμένο (και πολύ χρήμα πλέον στις τσέπες του) ο ίδιος φαίνεται να τα έχει όλα και να είναι ευτυχής, όμως το μοναδικό πραγματικό φως της ζωής του, πλέον, λείπει… κι αυτό που μένει στους θεατές, έτσι, δεν είναι παρά ένα έντονο συναίσθημα πίκρας. Όπως φαίνεται, η διαδικασία της περιπέτειας είναι στο Better Call Saul πολυεπίπεδη, με το εἶναι και το φαίνεσθαι αναφορικά με την τραγική μοίρα του ήρωα σε αντιθετική σχέση μεταξύ τους.
Η κάθαρσις είναι μάλλον ο πιο γνωστός αριστοτελικός όρος αναφορικά με την ποιητική και τη λογοτεχνική θεωρία. Αυτός στο εξεταζόμενο κείμενο αναφέρεται μόλις δύο φορές -και τις δύο σχετιζόμενος με την τραγωδία- και δεν εξετάζεται λεπτομερώς οδηγώντας τους μελετητές ανά τους αιώνες σε ποικίλες προσεγγίσεις του. Η επικρατέστερη προσέγγιση θέλει την κάθαρση ως αποκορύφωμα του τραγικού έργου, όταν και ο πρωταγωνιστής βιώνει την ακραία συνέπεια των πράξεών του ή της μοίρας του. Ο όρος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα πάθη, δηλαδή τον ἔλεον και τον φόβον, και την ταύτιση που μπορεί ο θεατής να νιώσει βλέποντας (ή αντιλαμβανόμενος υπαινικτικά) τα φρικτά γεγονότα στα οποία υπόκειται ο τραγικός ήρωας (έλεος από πλευράς θεατή προς τον τραγικό ήρωα και φόβος για τη δική του ζωή). Με τον τρόπο αυτόν «καθαίρεται» (εξαγνίζεται) κι ο ίδιος ο θεατής.
Αυτό είναι και το καθοριστικό στοιχείο που κατηγοριοποιεί το Better Call Saul ως τραγωδία, ενώ το Wire, το Sopranos και τόσα άλλα τηλεοπτικά δράματα όχι: υπάρχει ξεκάθαρο σημείο κάθαρσης. Ακριβώς όπως σε ένα αρχαιοελληνικό δράμα, αυτό βρίσκεται κοντά στο τέλος της πλοκής και συμβαίνει παράλληλα με την περιπέτεια του τραγικού ήρωα. Όταν, στο αριστουργηματικό (και σκηνοθετικά) επεισόδιο «Plan and Execution» (9.9/10 στο IMDb, σχεδόν αξεπέραστο!) ο Jimmy και η Kim γίνονται πρακτικά ηθικοί αυτουργοί στον φόνο του ανταγωνιστή τους Howard από ένα «κεφάλι» του καρτέλ, η σχέση τους διαλύεται και η ζωή του Jimmy πραγματικά συντρίβεται, όπως και ό,τι όμορφο υπήρχε σε αυτήν: είναι ένα πραγματικά τραγικό σημείο. Τότε η περσόνα του Saul Goodman αναλαμβάνει τα ηνία κάνοντας το σημείο της κάθαρσης σημείο και της καθοριστικής περιπέτειας του πρωταγωνιστή, αυτής που περιμένει το κοινό εξαρχής, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω.
Σημαντικός είναι κι ο παράγοντας της μοίρας, που αποτελεί θεματική κομβική για τα αρχαιοελληνικά δράματα αλλά και την αντίστοιχη λογοτεχνία συνολικά. Συγκεκριμένα, ο Αισχύλος, πρώτος και παλαιότερος των μεγάλων τραγικών, γράφει τραγωδίες στις οποίες η ανθρώπινη μοίρα καθορίζεται απόλυτα από τους θεούς – σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της ιστορικής του εποχής. Από τον Σοφοκλή κι έπειτα αυτό αλλάζει και υπεύθυνος για τη μοίρα του θεωρείται ο άνθρωπος με τις πράξεις του και τις αποφάσεις που παίρνει. Κατ’ αντιστοιχία, στο Better Call Saul οι χαρακτήρες είναι συνεχώς αντιμέτωποι με επιλογές: ο Jimmy με το κατά πόσο θα ενδώσει ή όχι στη σκοτεινή του περσόνα ερχόμενος σε ρήξη ή όχι με τον αδελφό του και γινόμενος ή όχι «φίλος του καρτέλ», η Kim ακριβώς το ίδιο, με αντίκρισμα στις επαγγελματικές της επιλογές. Φυσικά, για να επιτευχθεί η κάθαρση, οι αποφάσεις που παίρνονται -ελεύθερα- από τους χαρακτήρες έχουν το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, κάτι που (σε ένα εντελώς «μετα-γλωσσικό» επίπεδο αναφοράς) θίγεται κι από τους ίδιους τους χαρακτήρες! Ή ακόμα κι από τον τίτλο του κομβικού επεισοδίου «Bad Choice Road»…
“Look; we all make choices, right? And those choices, they put us on a road. And the road has good choices and it has bad choices: this is a bad choice road…”
Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό και το φινάλε είναι γεμάτο από αναφορές σε ενδεχόμενες μεταμέλειες των χαρακτήρων σχετικά με τις προαναφερθείσες κακές αποφάσεις, αλλά και στη θρυλική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας του H.G. Wells «Η μηχανή του χρόνου» ως διακειμενικό πλαίσιο αναφοράς. Ο λόγος του Saul Goodman στη δίκη δείχνει ότι έχει μετανιώσει για τη ρήξη με το οικογενειακό του παρελθόν, τον έρωτα της ζωής του και τα φρικτά πράγματα που έχει κάνει κι ο ίδιος εξιλεώνεται οριστικά, πλέον, ως Jimmy McGill.
“-What would you do, if you had a time machine?
[…]
There’s gotta be something you’d go back and change, if you could.
[…]
-you are talking about regrets.”
Αναδεικνύεται, επομένως, το Better Call Saul, πέραν από αποκορύφωμα, ίσως, μιας Χρυσής εποχής για την τηλεόραση, ως σύγχρονη τραγωδία με καταβολές και επιρροές από το αρχαίο δράμα – έτσι και ως δείγμα πρόσληψης ενός γραμματειακού είδους της Αρχαιότητας στο σήμερα, με τις σύγχρονες ιδέες και την αντίστοιχη τεχνοτροπία, αλλά και ως παράδειγμα μεταπήδησης ενός genre από ένα καλλιτεχνικό μέσο σε ένα άλλο (τραγωδία, από το θέατρο στο τηλεοπτικό δράμα).
Και εμείς, ως θεατές-ριες τέτοιων αριστοτεχνικών δραμάτων, δεν μπορούμε παρά να θαυμάζουμε το δημιούργημα των παραγωγών, να βιώνουμε την πολυπόθητη, μοναδική τέρψη που αυτό προσφέρει και, όπως θα επέβαλλε και το αρχαίο πρότυπο, ενδεχομένως να διδασκόμαστε από εκείνο.
Κάπως ειρωνικά, εντέλει: “S’all good, man…!”