Ο Gene Wilder ήταν ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους κωμικούς της ιστορίας του κινηματογράφου και ένας από τους πιο ανήσυχους δημιουργούς, που ποτέ δεν έπαψε ουσιαστικά να δουλεύει, είτε μπροστά είτε πίσω από τις κάμερες. Η αξιοπρεπής και, εκ πρώτης όψης, παγωμένη μορφή του μετατρεπόταν σε μια χαοτικά εκφραστική φιγούρα που μπορούσε να εξερευνήσει όλα τα είδη της κωμωδίας με την ίδια ευκολία που άλλοι ανέπνεαν. Από το βαρύ αμερικάνικο slapstic μέχρι το βρετανικό φλεγματικό χιούμορ κάθε είδος είχε κάτι που ο μεγάλος αυτός ηθοποιός κατάφερε να οικειοποιηθεί και να το κάνει ολοκληρωτικά δικό του, σε σημείο που πλέον είναι αδύνατον να μην τον σκεφτούμε όποτε βλέπουμε όχι μόνο κάποια από τις μνημειώδεις ταινίες του, αλλά και κάποιον από τους δεκάδες μιμητές/μαθήτες τους.
Μία ταινία που έμεινε στην ιστορία, αν και όχι στο προσκήνιο εξαιτίας του timing της κυκλοφορίας της, είναι και το Blazing Saddles (αθάνατη ελληνική μετάφραση: Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες). Πρόκειται για μία ακόμα συνεργασία του τρομερού ηθοποιού με τον πατέρα της παρωδίας, τον εκρηκτικό Mel Brooks, η δεύτερη σε μία χρονιά που λίγο αργότερα θα μας έδινε μία από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών, το Young Frankestein. (συνολικά το 1974 μόνο ο Wilder συμμετείχε σε 4 ταινίες). Ωστόσο το Blazing Saddles, παρά το ότι δεν έφτασε τα κωμικά ύψη του Dr Frankestein (που προφέρεται Φρόκενστιν), απευθύνθηκε σε ένα πλατύτερο ακροατήριο, ενώ σε πολλά σημεία του επιδίωξε να σπάσει την παραδοσιακή κινηματογραφική φόρμα (ανεξαρτήτως είδους).
Η ταινία είναι ένα καθαρόαιμο western, ένα είδος μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης εκείνης της περιόδου που όχι μόνο δεν χάθηκε, αλλά επιβίωσε και μάλιστα με καθαρά καλλιτεχνικά κριτήρια ( το Taxi-driver λόγου χάρη έχει χαρακτηριστεί σύγχρονο western). Πριν όμως την καταξίωση, έπρεπε να έρθει η αποδόμηση, και κανείς δεν αποκαλύπτει καλύτερο τον πυρήνα κάθε είδους από τον Mel Brooks, τον τρομερό σκηνοθέτη/σεναριογράφο/εραστή του κινηματογράφου, που μέσα από το πρίσμα της παρωδίας έχει ασχοληθεί και μιλήσει για τα πάντα, έχοντας πάντα στο νου του τους καταπιεσμένους και τους διωγμένους αυτής της γης. Έτσι λοιπόν μέσα στην παράνοια της, πλημμυρισμένη από ένα ανθρώπινο χιούμορ που λείπει από τις σημερινές κινηματογραφικές κωμωδίες, η ταινία μιλά για τον ρατσισμό απέναντι στους μαύρους, τις γυναίκες και τους Ινδιάνους, την κυβερνητική αυθαιρεσία, την απληστία των τότε (και τώρα) μεγαλοεπιχειρηματιών και την μεταξύ τους διασύνδεση, όχι μόνο για εκείνη την εποχή αλλά και την σημερινή. Ταυτόχρονα, καταπιάνεται και με το ζήτημα της απεικόνισης όλων αυτών από το Hollywood, που είχε αναλάβει να ξαναγράψει την ιστορία, σβήνοντας εντελώς την εκμετάλλευση των μεταναστών και των σκλάβων από την αμερικάνικη παραγωγή και την “μεγάλη” φαντασιακή ιστορία της, την εποποιία της Άγριας Δύσης. Όλα αυτά δεν χάνονται κάτω από τους καλπασμούς, τις σφαίρες και τα κυνηγητά, τα απαραίτητα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός western αλλά εισάγονται στον βαθύτερο φλοιό της ταινίας από τους πρωταγωνιστές της.
Στο πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ένας αδικοχαμένος ηθοποιός με πολύπλευρο ταλέντο, που ασχολήθηκε πολύ με την τηλεόραση, ο σπουδαίος Cleavon Little (Another World,Vanishing Point), ο οποίος με την γοητεία και το αξιομνημόνευτο physic του κερδίζει αμέσως τον θεατή. Ο Gene Wilder κρατά τον δεύτερο ρόλο, αυτόν του διάσημου πιστολά Jim “Waco Kid”, που οι φίλου τον φωνάζουν… Jim. Eίναι ένας ρόλος ήπιων τόνων που δεν χωρά overacting και γενικά υπερβολές, κάτι που ένας παραδοσιακός κωμιικός θα δυσκολευόταν να υλοποιήσει. Ο Gene Wilder όμως όχι μόνο αποδίδει, αλλά κάνει τον χαμηλών τόνων κάουμπόι ένα από τα απολαυστικότερα μέρη της ταινίας. Ηταν τέτοια η δυναμική και η εκφραστικότητα του Wilder που κατάφερνε να μετατρέπει σε κωμωδία λίγες μόνο λέξεις, υπερβαίνοντας τα αυστηρά μαθηματικά του είδους και δίνοντας σε κάθε ατάκα τον δικό του, προσωπικό τόνο, ο οποίος εναλλασσόταν, ανάλογα τις απαιτήσεις της σκηνής ή τις δικές του. Αυτή ήταν η μεγαλοφυία του Wilder ως ηθοποιού, ότι μπορούσε να τιθασσεύει την τεράστια περσόνα του και να την υποτάσει μέσα σε ένα στενό μεν, δημιουργικό δε πλαίσιο, χωρίς να χάσει ούτε λίγο από την φυσική ενέργεια που διέθετε. Όπως ανέφερε και ο ίδιος, ένιωθε ελεύθερος πάνω στην σκηνή γιατί μπορούσε να είναι αστείος χωρίς να νιώθει τύψεις (εδώ αντηχούσε η αυστηρή εβραϊκή ανατροφή του).
Μέσα στο κυκεώνα δράσεων και αντιδράσεων της ταινίας, η φιγούρα του Gene Wilder μοιάζει σαν μια σταθερά όταν όλος ο κόσμος αλλάζει: Ο Mel Brooks, που αγαπούσε όχι μόνο από τον κινηματογράφο, αλλά και τα παρασκήνια, πολύ εύκολα μεταπηδά πίσω από την κάμερα, φέρνοντας μαζί του όλη την ταινία. Η τελευταία πράξη λαμβάνει χώρα στον κόσμο του Hollywood, στα ακριβά στούντιο, πίσω από τα σκηνικά και τα φώτα , ενώ μάλιστα φέρνει και τους ήρωες σαν θεατές στην ίδια τους την πρεμιέρα και όλο αυτό ως μέρος ενός τεράστιου κυνηγητού, ανατρέποντας τον χώρο και χρόνο της ταινίας σε ένα μεταμοντέρνο ξέσπασμα που μόνο η παρωδία μπορούσε τότε να χωρέσει. Σε όλα αυτά, το σαρδόνιο χαμόγελο του Gene Wilder, είναι εκεί και, με έναν τρόπο που μόνο αυτός θα μπορούσε να καταφέρει, κλέβει τις εντυπώσεις. Ίσως γιατί σε ένα κόσμο τόσο απατηλό όσο αυτός της βιομηχανίας του κινηματογράφου, ο Gene Wilder στάθηκε εκεί, ακίνητος μέσα στην εκκεντρική του εκφραστικότητα, σαν να έβλεπε ένα αστείο που οι άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, κάτι που πολύ αργότερα μετέδωσε στα γραπτά του.
H ταινία τελειώνει με τους δυο φίλους να κάνουν ωτοστόπ και να χάνονται στο ηλιοβασίλεμα. Για τον Little το ηλιοβασίλεμα αυτό ήρθε το μακρινό 1992, ενώ ο Gene Wilder μας άφησε στις 29 Αυγούστου του 2016, δίνοντας τέλος σε μια καριέρα σχεδόν 60 χρόνων, με κλασσικές ταινίες, βιβλία και ένα εκτεταμένο φιλανθρωπικό και ακτιβιστικό έργο. Άθεος και Εβραίος, Αμερικάνος και Ρώσος, κωμικός που ήθελε να παίξει σε δραματικές ταινίες, ο Gene Wilder αποτέλεσε μια εμβληματική μορφή με ένα έργο που θα παραμείνει, όπως και το χαμόγελο του… αγέραστο.