Η είδηση ότι ο Woody Allen δέχθηκε να κάνει τηλεόραση έγινε δεχτή με ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μία πολλοί είπαν πως πρόκειται για αναβάθμιση και αναγνώριση του μέσου της τηλεόρασης, καθώς ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες αποφάσισε να δημιουργήσει κάτι εκεί. Από την άλλη, κάποιοι ορθά τόνισαν πως ένας τόσο σφοδρός πολέμιος του μέσου δεν θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει τις συμβάσεις και τους κανόνες του, ακόμα και τώρα που το streaming έχει αλλάξει ακόμα περισσότερο τις συνθήκες θέασης. Βάλτε στην εξίσωση και το γεγονός ότι σχεδόν κανένα από τα δεκάδες έργα του σκηνοθέτη δεν ξεπερνούν σε διάρκεια τα 100 λεπτά, έχετε μια ιδέα των άμεσων δυσκολιών που αντιμετώπισε η παραγωγή πριν καν ξεκινήσει. Ωστόσο, επικρατούσε μια γενική ευφορία…Η
Η οποία τέλειωσε αμέσως μόλις η Amazon έδωσε στην δημοσιότητα την σειρά “Crisis in Six Scenes”. O Woody Allen είχε εξαρχής δηλώσει πως δεν ήξερε, ούτε τον ενδιέφερε να μάθει να πως γίνεται κάτι στην τηλεόραση, έτσι έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα. Μας παρέδωσε μια ελαφριά κωμωδιούλα, χοντροκομμένη σε 6 μέρη, χωρίς καν να λαμβάνει υπόψη του βασικές έννοιες του μοντάζ, ή της λογικής ροής ενός έργου και έφυγε, βάζοντας μπρος την επόμενη ταινία του. Το “Crisis in Six Scenes” είναι στην ουσία του μια τηλεταινία, και μάλιστα από τις χειρότερες που έχει κάνει ο δημοφιλής σκηνοθέτης τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που το αβάσταχτα μέτριο Cafe Society φαντάζει μπροστά του αριστούργημα του επιπέδου του Annie Hall.
Τα πάντα σε αυτή την ταινία αναβλύζουν μια ανυπόφορη αλαζονεία, μια γνωστή αντίδραση του σκηνοθέτη όταν αναφέρεται στην μαζική κουλτούρα και τα προϊόντα της. O Woody Allen σε κάθε του ταινία σχεδόν από το 1970 εξήρε τον κινηματογράφο και το βιβλίο, αρνούμενο την οποιαδήποτε καλλιτεχνική αυτοτέλεια στην τηλεόραση. Για αυτόν το μέσο αυτό ήταν πάντα κάτι το υποδεέστερο, ένα καταφύγιο για όταν η καριέρα/ μανιέρα φτάσει στο λυκόφως της και με μόνη αξία τα χρήματα. Χωρίς ντροπή, κάνει πράξη αυτό του το θεώρημα, κάνοντας στην ουσιά μια αρπακτή.Υποχωρεί καλλιτεχνικά στην τηλεόραση και σεναριακά στα 60s, βρίσκοντας την ευκαιρία να μιλήσει (ξανά) για μια εποχή που πέρασε, ένα κίνημα που τέλειωσε με προδομένες ελπίδες και έναν κόσμο (τον δικό μας) τον οποίο δυσκολεύεται να καταλάβει ή να νιώσει ως δικό του. Το Crisis in Six Scenes αξίζει όχι ως καλλιτεχνικό έργο, αλλά ως δήλωση, για αυτό ακριβώς: Την παραίτηση του Woody Allen από οποιαδήποτε προσπάθεια έστω συνάφειας με την εποχή του και την ολική οπισθοδρόμηση του στο παρελθόν. Με αυτό το show ο Woody Allen μετατρέπει τον εαυτό του από σκηνοθέτη που ασχολιόταν με τις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις και συμπεριφορές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων (συνήθως λευκών μεσοαστών) σε παλιακή έκθεση, κάτι που ακόμα και αν φαίνεται ωραίο (που δεν φαίνεται) δεν έχει καμία σχέση, άρα και αξία, με το σήμερα. Και πραγματικά κάτι τέτοιο είναι θλιβερό.
Όλα τα πράγματα στο “Crisis in Six Scenes” είναι θλιβερά. Από την απόπειρα για μια screwball κωμωδία, που δεν αποδίδει καθώς είναι βουτηγμένη στην μικροαστική μιζέρια, στην αντιπαράθεση αυτής της μιζέριας με ένα προσβλητικό κακέκτυπο ριζοσπαστικοποίησης, που προσπαθεί να φέρει εις πέρα με τον χαρακτήρα της Miley Cyrus. Ο εν λόγω χαρακτήρας ταιριάζει απόλυτα στην άλλοτε ντίβα Hana Montana: η μηδενική της υποκριτική αξία βρήκε έναn άθλιο και χυδαία κακογραμμένο ρόλο να υποδυθεί. Aκόμα και ο ίδιος ο Allen, ο οποίος επιφορτίζει τον εαυτό να δώσει κάποια δείγματα κωμωδίας με τις έξυπνες ατάκες και one liners που τον έχουμε συνηθίσει, εδώ τα βρίσκει εντελώς σκούρα, λόγω ηλικίας και ανίας, και έτσι καταφεύγει σε θεατρικούς μανιερισμούς, τραυλίσματα και αδέξιες χειρονομίες, δείχνοντας έναν ηθοποιό/ σκηνοθέτη πολύ πιο πέρα από την ακμή του. Ακόμα και η παλιά συνεργάτιδα του Allen, Elaine May (The Birdcage, Small Time Crooks) δεν καταφέρνει να σώσει τα πράγματα, παρόλο που είναι, ανά σημεία, χαριτωμένη.
Ίσως το μόνο που αξίζει καλλιτεχνικά από αυτή τη σειρά είναι η σκηνοθεσία του Allen. Η γοητεία αυτή δεν έγκειται σε καμία περίπτωση στην ακριβή αναπαράσταση της εποχής: το σκηνικό γύρω από τους ηθοποιούς φαντάζει ξύλινο και άσχετο με τα τεκταινόμενα. Η ομορφιά των πλάνων έγκειται στην δόμηση τους, στο αυστηρό set-up που έχει υιοθετήσει ο Woody Allen ως εκφραστικό μέσο την τελευταία δεκαετία, σε μια αντιπαραβολή της ανικανότητας του να παρακολουθήσει τον κόσμο γύρω του. Στην διαφορά δύο συσκευών στο πάγκο της κουζίνας, στο φως του ψυγείου που πέφτει πάνω σε δυο τάπερ, στην θέση των πιάτων στο τραπέζι, στην απόσταση δυο χαρακτήρων πριν φιληθούν. Εκεί εξαίρει (πλέον) ο Allen. Όμως η τηλεόραση είναι μέσο που ενδιαφέρεται και για άλλα πράγματα, Θα το καταλάβαινε και ο ίδιος να δεν την υποτιμούσε τόσο. Προς το παρόν το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει την πρώτη του τηλεοπτική δουλειά να μην βλέπεται.