Με μια έντονη αυτοαναφορικότητα και επιλέγοντας ως avatar τον Αντίνοο Αλμπάνη, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τζίτζης μας συστήνει τον… Σταύρο Τζίζα, σκηνοθέτη και σεναριογράφο ο οποίος μεταπηδά στη φιλοσοφία, όπου η τύχη του δεν είναι καλύτερη από ότι στον κινηματογράφο. Το ουσιαστικότερο πρόβλημα της ταινίας δεν είναι ο ρυθμός, όπου η κινηματογραφική εμπειρία του Τζίτζη φαίνεται να δουλεύει, παρά τη θολή και συγκεχυμένη πλοκή. Ούτε η παραγωγική αίσθηση, όπου η ατμόσφαιρα των early 00s κυριαρχεί, καθώς η εμπειρία του σκηνοθέτη εδώ τον καταδυναστεύει και τον εμποδίζει να προχωρήσει την αισθητική του. Δεν είναι καν οι άνισες ερμηνείες, στις οποίες θα επανέλθουμε. Το ουσιαστικότερο ζήτημα της ταινίας είναι πως δεν έχει ουσιαστικά κάτι να πει.

Οι θεωρίες του Τζίζα/ Τζίτζη δεν ξεφεύγουν ποτέ από το επίπεδο της μεγαλεπήβολης και αυτάρεσκης κενότητας και προβληματισμού που μπορεί να έχει κάποιο άτομο στο γυμνάσιο. Ακόμα, τουλάχιστον στην ταινία, οι απόψεις αυτές στερούνται επίρρωσης από έρευνες, διαβάσματα ή έστω συζητήσεις. Απλά παρουσιάζονται σα να κυλάνε μέσα από τον πεφωτισμένο δημιουργό. Παράλληλα, το Έχω Κάτι Να Πω δεν είναι μια ιστορία η οποία δραματοποιεί αυτές τις ιδέες ή έστω, δείχνει τους χαρακτήρες να καταλήγουν σε αυτές. Σε καμία της στιγμή δεν εγκαλεί τον θεατή σε κάποιο διάλογο. Αντίθετα, με ύφος δασκαλίστικο και τρομερά κουραστικό, καλούμαστε να βλέπουμε τον Αλμπάνη να προσπαθεί να δώσει ζωή σε ένα βαρετό κείμενο, γεμάτο φιλαυτία και μικρομεγαλισμό. Διαπράττει δηλαδή το στοιχειώδες σφάλμα της κινηματογραφίας: show, don’t tell.

Την κενότητα των λεγομένων του αναγνωρίζει και ο ίδιος ο δημιουργός, ο οποίος όμως αρκείται σε μια meta- αναφορικότητα για να τη σατιρίσει και καυτηριάσει, αλλά ουδέποτε δεν κάνει κάτι στο να τη λύσει. Αντίθετα, ακόμα και την κριτική που κάνει (προς τον εαυτό του) τη χρησιμοποιεί σαν απόπειρα humor, όπως ένας… Deadpool της ελληνικής φιλμογραφίας, παραμένοντας όμως (σ)το πρόβλημα.

Ως «υπερηρωικό» επίσης θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και το μάζεμα των διάσημων που κάνουν έστω ένα πέρασμα από αυτή την ταινία, σαν οι Avengers φίλοι και συνεργάτες του Τζίτζη. Μαρία Ζορμπά, Εφη Λογγίνου, Αλέκος Συσσοβίτης, Θοδωρής Αθερίδης, Γιώργος Χρανιώτης, Βασιλική Τρουφάκου, Γιώργος Καραμίχος, Φίλιππος Σοφιανός, Μπάμπης Χατζηδάκης, Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, όλοι εμφανίζονται, παίζοντας τον εαυτός τους για να στηρίξουν το διττό εγχείρημα του Τζίτζη (και στην ταινία και στο βιβλίο που όντως εξέδωσε). Αυτός ο πανταχού παρών, ειρωνικός meta σχολιασμός, όπως επίσης και το σπάσιμο του 4ου τοίχου, στο οποίο ηθοποιοί και cast φαίνεται να αράζουν, να συζητούν για την ταινία ενώ τη γυρίζουν αλλά και να αγχώνονται για τα χρήματα, ενώ δεν αποτελεί κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί και στο μακρινό αλλά και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, καθιστά το έργο σχετικά ενδιαφέρον, όχι όμως τόσο ώστε να παρακαμφθούν τα προβλήματά του.

Σε αυτά θα πρέπει να εντάξουμε και τις ερμηνείες. Με εξαίρεση τον Αλμπάνη, το υπόλοιπο «σταθερό» cast (όσοι δηλαδή δεν υποδύονται τον εαυτό τους) είναι, στην καλύτερη, παγωμένοι και άνευροι. Ίσως οι χειρότερες στιγμές της ταινίας είναι επίσης οι συζητήσεις του «Σταύρου» με την κόρη του, Ματίλντα Τζίτζη, η οποία αποδίδει μια βαθιά ξύλινη και αποπροσανατολισμένη εικόνα «νεολαίας». Εξίσου ετεροντροπιαστικός, αλλά από άλλη πλευρά, είναι και ο διάλογος που δόθηκε στον Γιάννη Ζουγανέλη, ο οποίος εκφράζει το παράπονο του Τζίτζη για το ότι στον κινηματογράφο δεν έχουν μέλλον οι… λευκοί straight άνδρες. Ο ίδιος ο σεναριογράφος πάντως φαίνεται να κρατά για τον εαυτό του/ avatar του ένα «ακαταμάχητο» σεξαπίλ, όπως αποδεικνύει και η πληθώρα σκηνών ανούσιου γυμνού και επισκέψεων σε οίκους ανοχής, απομεινάρι της αισθητικής του σκηνοθέτη.

Συνολικά, το Έχω Κάτι Να Πω σίγουρα δεν έχει κάτι (ενδιαφέρον) να πει, πέρα από μια αφελή θεώρηση πίστης ενός σκηνοθέτη και μιας αισθητικής που έχει ήδη προσπεραστεί από την προηγούμενη δεκαετία. Τουλάχιστον η μουσική επένδυση ήταν ενδιαφέρουσα.