Πρόκειται για την ελληνική ταινία – φαινόμενο της χρονιάς (και όχι μόνο) αφού έκοψε περισσότερα από 600.000 εισιτήρια κι έγινε με διαφορά η πιο επικερδής φετινή ελληνική ταινία του ελληνικού box office (σκεφτείτε συγκριτικά ότι τα Παράσιτα έκοψαν γύρω στα 200.000 εισιτήρια, οι Avengers: Endgame κάτι λιγότερο από 550.000, ενώ η απόλυτη επιτυχία του Joker κάτι παραπάνω από 900.000), ενώ σάρωσε πριν λίγες ημέρες και τα βραβεία Ίρις αφού απέσπασε συνολικά 8 βραβεία από τον θεσμό της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ανάμεσά τους και το βραβείο καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους. Κυρίως όμως είναι η ταινία που μας επέτρεψε να αισιοδοξούμε για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος σίγουρα δεν στερείται από ταλέντο αλλά έχει συνήθως πολύ χαμηλή ανταπόκριση απ’ το κοινό. Και σίγουρα ήταν βάλσαμο που συνέπεσε ο εισπρακτικός θρίαμβος της Ευτυχίας (ο οποίος θύμισε εποχές Πολίτικης Κουζίνας) με την αθλιότητα του «Χαλβάη 5-0». Γιατί για φανταστείτε πόσο πιο δυστοπικό θα έμοιαζε το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, αν δεν είχε βγει την ίδια χρονιά η Ευτυχία και συνεπώς ο Σεφερλής γινόταν η -με διαφορά- πιο επιτυχημένη ελληνική ταινία της χρονιάς; Τι θα σήμαινε αυτό για την κατεύθυνση των ελληνικών κινηματογραφικών παραγωγών τα επόμενα χρόνια;
Από την άλλη βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η Ευτυχία, παρ’ όλο που ήταν μία αξιοπρεπέστατη παραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα, δεν ήταν και αψεγάδιαστη σε καμία περίπτωση, ούτε αποτέλεσε κάποια ιδιαίτερη τομή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Σε αντιδιαστολή για παράδειγμα με τις -αμφιλεγόμενες σίγουρα- πρώτες ταινίες του Λάνθιμου, η Ευτυχία δεν στοχεύει σε κάτι ριζοσπαστικά πρωτότυπο. Βασίζεται σε μία γραμμική αφήγηση, η οποία ξεδιπλώνεται ως μία γλυκιά ανάμνηση του παρελθόντος των προσωπικών στιγμών μίας απ’ τις κορυφαίες ποιήτριες – στιχουργούς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ίσως αυτός ο συνδυασμός της μη πολύπλοκης κινηματογραφικής φόρμας, της υψηλού επιπέδου παραγωγής και ερμηνειών (πάντα με βάση το διαθέσιμο budget μίας ελληνικής παραγωγής) και της αναδρομής στη ζωή της δημιουργού αγαπημένων ρεμπέτικων στίχων να ήταν που έφερε τόσο κόσμο στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Πρόκειται για μία βιογραφική ταινία που εναλλάσσεται συνεχώς μεταξύ κωμικού και τραγικού. Κυριαρχεί ένας ευχάριστος τόνος, όμως οι προσωπικές απώλειες προκαλούν αρκετές στιγμές έντονης συγκίνησης. Έτσι σκιαγραφείται η Ευτυχία ως ένας βασανισμένος χαρακτήρα, παρ’ όλο που εξωτερικά εμφανίζεται δυναμική και συνειδητά αλλοπρόσαλλη. Βέβαια απ’ τις κωμικές στιγμές της ταινίας δεν λείπουν και κάποιες cringe στιγμές, όπως η υπερπροβολή της -ευχάριστης κατά τα άλλα- Μαγγίρα στο ρόλο της Βλαχοπούλου ή το γεγονός ότι σε κάποιες στιγμές ο Λουκάς διακωμωδείται για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό με άβολο τρόπο, θυμίζοντας καλτ χιούμορ δεκαετίας ’80. Σίγουρα με αυτό τον τρόπο οι δημιουργοί της ταινίας θέλουν να αποτυπώσουν το πνεύμα μίας εποχής που ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός ήταν ακόμα και ποινικά κολάσιμος. Και είναι βέβαιο ότι χειρίζονται με πολύ αγάπη και κατανόηση τον Λουκά, που η Ευτυχία τον υποδέχεται στην οικογένειά της με θέρμη και τον υποστηρίζει ακόμα κι αν χρειαστεί να τσακωθεί γι’ αυτό με ρεμπέτες απ’ τους οποίους εξαρτάται για να πουλήσει τους στίχους της. Όμως ίσως αυτές οι λίγες άβολες χιουμοριστικές σκηνές να μην έχουν τόση συνοχή με το σενάριο γιατί θέλουν να απευθυνθούν στο χιούμορ ενός μεσήλικου κοινού το οποίο διατηρεί τέτοια συντηρητικά αντανακλαστικά και νιώθει άβολα και λιγότερο οικεία με έναν gay πρωταγωνιστή.
Ένα δεύτερο στοιχείο της ταινίας το οποίο φαίνεται να θέλει να λειάνει πτυχές της ιστορίας της Ευτυχίας για να απευθυνθεί ευκολότερα στο ευρύτερο κοινό, χωρίς να δημιουργήσει κόντρες και αμφιβολίες, είναι η επιλογή της παντελούς έλλειψης ιστορικού πλαισίου κατά την εξέλιξη της προσωπικής μικροϊστορίας της Ευτυχίας και των κοντινών της προσώπων (οικογένειας, φίλων και συνεργατών). Είναι χαρακτηριστικό ότι η ταινία ξεκινάει από ένα βαθύ συλλογικό τραύμα, την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά πέραν αυτού δεν αναφέρεται σχεδόν σε κανένα άλλο κοινωνικοπολιτικό γεγονός παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της Ευτυχίας. Η ίδια και τα παιδιά της μεγαλώνουν, αλλά οι θεατές δεν μπορούν να αντιληφθούν σε ποια περίοδο εκτυλίσσεται η κάθε ιστορία. Έτσι από μία ιστορία που έχει ξεκινήσει το 1922 και τελειώνει το 1972 εν μέσω της Χούντας, οπότε πεθαίνει η Ευτυχία Παππαγιανοπούλου, εκτός της Μικρασιατικής Καταστροφής, είναι εξαφανισμένη ολόκληρη η ελληνική ιστορία, η οποία περιλαμβάνει κορυφαία γεγονότα μεταξύ των οποίων τις διαμάχες βενιζελικών – αντιβενιζελικών του Μεσοπολέμου, την Κατοχή και την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, το μετεμφυλιακό κράτος και το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Αυτή η επιλογή σίγουρα δεν είναι τυχαία. Η εξαφάνιση του ιστορικού πλαισίου γίνεται εμφανώς με σκοπό την αποπολιτικοποίηση της ταινίας και την αποδοχή της από το σύνολο του ελληνικού κοινού. Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετική ήταν η επιλογή κορυφαίων σκηνοθετών που σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Θα είχε καμία αξία ένας απολιτίκ «Θίασος»;
Αυτή η έλλειψη κοινωνικοϊστορικού πλαισίου δεν είναι μόνο μία δική μας προτίμηση, αλλά ένα απαραίτητο στοιχείο για μία οποιαδήποτε βιογραφία. Εξάλλου οι άνθρωποι δεν ζουν σε κενό ιστορικό χρόνο, οπότε τι σκοπό έχει να παρουσιάζονται αχρονικά; Όμως, πέραν αυτού, η έλλειψη κοινωνικοϊστορικού πλαισίου δημιουργεί και κενά στο σενάριο. Γιατί πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί το ρεμπέτικο (και ευρύτερα το λαϊκό) τραγούδι στο οποίο έδινε φωνή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εκτός των πολιτικοκοινωνικών του συμφραζομένων; Πώς μπορούν να σταθούν σε ιστορικό και πολιτικό κενό στίχοι όπως «μας πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει» (που περιλαμβάνεται στο soundtrack της ταινίας) ή οι στίχοι του «Γυάλινου Κόσμου» (που έχει επίσης γράψει η Παππαγιανοπούλου);
Πάντως η επιλογή των δημιουργών της Ευτυχίας να εστιάσουν αποκλειστικά στο προσωπικό – βιωματικό στοιχείο έχει και τη θετική συνέπεια ότι δενόμαστε γρήγορα με τους χαρακτήρες κι έτσι επιτυγχάνεται μία έντονη συγκινησιακή φόρτιση στα δραματικά μέρη της ταινίας.
Το πιο δυνατό μέρος της ταινίας είναι οι ερμηνείες της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σάρωσε στις συγκεκριμένες κατηγορίες των βραβείων Ίρις. Την Ευτυχία Παππαγιανοπούλου ερμήνευσαν από κοινού η Κάτια Γκουλιώνη (νεότερη Ευτυχία) και η Καριοφυλλιά Καραμπέτη (στη μεγαλύτερη ηλικία της), οι οποίες κατάφεραν να δέσουν τις ερμηνείες τους ακόμα και σε μικρές λεπτομέρειες (όπως ο τρόπος καπνίσματος) με αποτέλεσμα να παρουσιάσουν έναν ενιαίο χαρακτήρα. Και οι δύο ηθοποιοί στις δραματικές στιγμές της ιστορίας είχαν εξαιρετικές σκηνές κορύφωσης, ίσως με πιο ξεχωριστή την σπαρακτική τελική κορύφωση της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη σε μία απόλυτα θεατρική σκηνή η οποία θα μας συγκλονίζει για χρόνια. Απ’ τις δύο Ευτυχίες όμως τελικά η Κάτια Γκουλιώνη βραβεύτηκε με το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στα βραβεία Ίρις (κάτι που μοιάζει κάπως παράδοξο αφού δεν είχε δεύτερο ρόλο) και σίγουρα άξιζε την βράβευση όσο αντίστοιχα την άξιζε και η Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Το εξαιρετικό καστ της ταινίας είναι εμφανές και στους δεύτερους γυναικείους χαρακτήρες και ιδιαίτερα στη Ντίνα Μιχαηλίδου (Δεμένη Κόκκινη Κλωστή, Πολίτικη Κουζίνα, Το Νησί) που απέδωσε με ρεαλισμό και τρυφερότητα το ρόλο της μάνας της Ευτυχίας, αλλά και στην Ευαγγελία Συριοπούλου (Τέλειοι Ξένοι) που έδωσε σκέρτσο και ζωντάνια στο ρόλο της Μαίρης, της «τσιγγάνας» κόρης της Ευτυχίας. Με βραβεία ερμηνείας επίσης τιμήθηκαν και οι δύο βασικοί αντρικοί χαρακτήρες του έργου, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης (Έτερος Εγώ) που ενσάρκωσε τον τρυφερό σύζυγο της Ευτυχίας και απέσπασε το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου και ο εξαιρετικός Θάνος Τοκάκης (Το θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών, Ενήλικοι στην Αίθουσα), ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Β’ Ανδρικού ρόλου για το ρόλο του Λουκά, ενός απ’ τα πιο πολύπλοκα και ενδιαφέροντα πρόσωπα της ταινίας.
Επιλογικά, δεν μπορεί να παραληφθεί μία αναφορά στο soundtrack της ταινίας που ήταν γεμάτο αγαπημένα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, τα οποία ήταν και η βασική αφορμή μεγάλου μέρους του κοινού να πάει στον κινηματογράφο να δει την ταινία. Εξάλλου το soundtrack της ταινίας ντύνουν λατρεμένες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη και ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ενώ και ο Φοίβος Δεληβοριάς εμφανίζεται στην ταινία όχι ως τραγουδιστής αλλά στο ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς που γίνεται η αφορμή για αυτή την ταινία – ανάμνηση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να κλείσει αυτό το κείμενο παρά με ένα απ’ τα πιο ατμοσφαιρικά τραγούδια της ταινίας;