Ο Tyler Durten ξαναχτυπά μετά από είκοσι χρόνια συνεχίζοντας την κατάβασή του σε μια κόλαση ηρεμιστικών, θεωριών συνωμοσίας, σαπουνιών και αυτολύπησης.
Η Dark Horse Comics εξέδωσε 10 τεύχη το 2016 σαν συνέχεια του βιβλίου του Chuck Palahniuk(δεν ξέρω πως προφέρεται) που στα ελληνικά είναι από τις εκδόσεις Οξύ αλλά όλοι το έμαθαν από την κινηματογραφική του μεταφορά. Το sequel κρατάει τον ίδιο βιτριολικό τόνο και σίγουρα δίνει μια ευχάριστη δόση στους φανς, αν όχι μόνο σε αυτούς.
H Marla Singer παντρεύτηκε τον Sebastian αλλά και τον Tyler Durten και απέκτησε παιδί μαζί του(ς). Η ζωή τους συνεχίζει να είναι δυσλειτουργική μέχρι που ο Tyler παίρνει το πάνω χέρι και καίει το σπίτι, μαζί και τον γιο τους. Από εκεί και έπειτα ο Sebastian πρέπει να αναμετρηθεί ξανά με το alter ego του και η Marla ξεκινά να βρει το γιο της, που όχι μόνο δεν κάηκε αλλά βαδίζει στα χνάρια του Tyler! Στη συνέχεια μπλέκονται ο ISIS με πεδία μάχης στην Μέση Ανατολή και ένα στρατό παιδιών με υπεργηρία, οπότε το σενάριο χάνει αρκετά την συνοχή του ακόμη και για το όρια του Palahniuk. Αν και αποκαλύπτεται ο ρόλος του Tyler στην ζωή του Sebastian, ο λόγος είναι αρκετά επιτηδευμένος και δεν προσφέρει κάτι στην πλοκή. Η δυναμική με τον γιο του θα μπορούσε να δώσει καλύτερα σημεία γραφής και η Marla δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε. Το αυτοαναφορικό σημείο όπου ο αναγνώστης βλέπει τον συγγραφέα να συζητά για την ροή της ιστορίας με φίλους είναι μεν πρωτότυπο, αλλά επίσης αναξιοποίητο.Η γενική εκτίμηση είναι ότι ο συγγραφέας κατέστρεψε την ιδέα με το sequel, πράγμα που ισχύει σε μεγάλο βαθμό αλλά το graphic novel έχει τις εκλάμψεις του, ειδικά όταν αναφέρεται στο βιβλίο.
Ένα μεγάλο ατού είναι σίγουρα το κομμάτι του σχεδίου. Τα εξώφυλλα του David Mack που είχε επιμεληθεί και στο Alias της Marvel με την Jessica Jones είναι από μόνα τους έργα τέχνης. Νερομπογιές και μικτά μέσα στα περιθώρια δίνουν ένα φανταστικό αποτέλεσμα που δίνει έναν ονειρικό τόνο στο υπερρεαλιστικό, βίαιο κόσμο του Palahniuk. Τα πολλαπλά εξώφυλλα ως πρόμο του πρώτου τεύχους λειτούργησαν θετικά στο καλλιτεχνικό αποτέλσμα. To σχέδιο του Cameron Stewart φαίνεται να ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό το ύφος, με σκληρές απότομες γραμμές και πρόσωπα παραμορφωμένα από το ξύλο και κατατονικά από τα φάρμακα ή/και την κατάθλιψη. Είναι θετικό το ότι δεν συνέδεσε τους ηθοποιούς της ταινίας με τους χαρακτήρες, δίνοντας μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση, έτσι ώστε να μοιάζουν με άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Είναι επίσης πολύ άμεσο το κόνσεπτ του να λερώνονται οι σελίδες με αίμα σαν να συμβαίνει εξωτερικά από το κόμικ η σκηνή, ή να κρύβουν τα χάπια ανούσιες συζητήσεις ή και καρέ. Το χρώμα του Dave Stewart λειτουργεί καταλυτικά ειδικά στις σκηνές βίας και σε αυτές που δρα ο Tyler, προσθέτοντας επιπλέον δυναμική και δράση.
Σε γενικές γραμμές, το Fight Club 2 έπεσε στην λούπα του να εντυπωσιάσει και να σοκάρει, αλλά κατάφερε μόνο να απογοητεύσει σεναριακά. Σανίδα σωτηρίας αποτέλεσε το σχέδιο, χωρίς όμως να σώζει το τελικό αποτέλεσμα. Άλλο ένα ευφυές κόνσεπτ, θύμα της ανάγκης για επιβεβαίωση του πρότερου εκτοπίσματός του στην μαζική κουλτούρα. Πάντως, ενόσω διάβαζα τα τεύχη το «Where is my Mind?» των Pixies έπαιζε στο μυαλό μου. Καταραμένη νοσταλγία.