Η πρώτη μου γνωριμία με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο δεν ήταν μέσα από τα βιβλία του, ούτε από τον Μπλε Κομήτη. Τον συνάντησα τελείως τυχαία σε μία ολιγόλεπτη συνέντευξη στο YouTube και από τότε είχα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα χαρισματικό άνθρωπο. Πολύ αργότερα συνέδεσα το όνομά του με αυτό το μικρό βιβλιαράκι που έβλεπα να κυκλοφορεί παντού και για το οποίο μιλούσαν όλοι…
Το Γκιακ, από τις εκδόσεις Αντίποδες, είναι μια συλλογή εννέα διηγημάτων με πρωταγωνιστές ανθρώπους που πολέμησαν στην Μικρά Ασία. Άλλες ιστορίες λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια του πολέμου, άλλες αφορούν την επιστροφή των χαρακτήρων στην ελληνική επαρχία και την σκληρή πραγματικότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι. Οι ήρωες είναι άνθρωποι που ψάχνουν εκδίκηση, αποδοχή ή εξιλέωση, είναι φαντάσματα του παρελθόντος που στοιχειώνονται από τις επιλογές τους.
Η σύνθεση μιας ανθολογίας ιστοριών είναι ένα πόνημα που απαιτεί λεπτομερή δουλειά και πιθανώς να μπορεί να χαρακτηριστεί πιο απαιτητικό και από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Τα διηγήματα είναι εύκολο να απογοητεύσουν. Το Γκιακ, όμως, ποτέ δεν κουράζει. Κάθε ιστορία έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αυτό οφείλεται εν μέρει στην πλοκή της, αλλά και στην γραφή του Παπαμάρκου. Η διάλεκτος που χρησιμοποιεί είναι τα αρβανίτικα, με το ‘’γκιακ’’ να σημαίνει ‘’αδερφικό αίμα’’ και ‘’βεντέτα’’ και να παραπέμπει σε έναν ιδιότυπο κώδικα τιμής των αρβανίτικων πληθυσμών. Ο λόγος του είναι έντονα προφορικός. Συνάμα είναι και ατμοσφαιρικός, καθώς, με την αμεσότητά του, γυρνάει τον χρόνο πίσω, στην σκληρή εποχή των Μικρασιατικών μαχών, όπως αυτές προβάλλονται από τους απλοϊκούς (εκ πρώτης όψεως) ήρωες του, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, είναι πολύ περίπλοκοι συναισθηματικά.
Η κυριότερη θεματική με την οποία καταπιάνεται η συλλογή είναι η βιαιότητα και η ματαιότητα του πολέμου. Οι πρωταγωνιστές κάθε ιστορίας απέχουν πολύ από το εξιδανικευμένο και κίβδηλο πρότυπο του ηρωικού στρατιώτη . Είναι άνθρωποι της υπαίθρου, που έφυγαν από τα σπίτια τους, οπλίστηκαν με μια ξιφολόγχη και εντάχθηκαν σε ένα βίαιο, ξένο περιβάλλον, που τους ανάγκασε να γίνουν και οι ίδιοι βίαιοι, αλλά και ξένοι, κατά μία έννοια, προς τον παλιό τους εαυτό. Ένας πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ, όσο ζουν ακόμα οι άνθρωποι που ενεπλάκησαν σε αυτόν. Όταν οι στρατιώτες φεύγουν από την σφαγή και γυρνάνε στο σπίτι τους, τον φέρνουν μαζί τους, τον κουβαλάνε μέσα τους. Συνειδητά ή ασυνείδητα, επηρεάζει την υπόλοιπη ζωή τους.
Φυσικά, αυτό που κάνει το Γκιακ πιο ‘’προσβάσιμο’’ προς το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι το ότι δεν αφορά κάποιες μακρινές μάχες ή έναν πόλεμο παγκόσμιας κλίμακας, αλλά ένα κομμάτι που αφορά πιο άμεσα ελληνική ιστορία. Δυστυχώς, η σημερινή κοινωνία δεν θίγει, ούτε εξηγεί τόσο το κομμάτι της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στο σχολείο, μας μαθαίνουν ένα-δυο πράγματα για το ’21 (συχνά, λανθασμένα κιόλας), μια-δυο πληροφορίες για τον Β’ Παγκόσμιο και τελειώνει εκεί το πράγμα. Το Γκιακ, λοιπόν, είναι μια καλύτερη γνωριμία με αυτό το ξεχασμένο, σκοτεινό ελληνικό παρελθόν. Φυσικά, δεν είναι μια εξωραϊσμένη γνωριμία. Οι Έλληνες πολεμιστές του Γκιακ δεν είναι αναγκαστικά ούτε οι ήρωες, ούτε και οι κακοί της υπόθεσης. Είναι άνθρωποι που βίωσαν την παράνοια του πολέμου, ο οποίος, από μόνος του, αρκετά συχνά, δεν έχει ξεκάθαρους ήρωες και κακούς. Είναι άνθρωποι που πολέμησαν, που αναγκάστηκαν να σκοτώσουν, που είδαν την ζωή τους να κυλά καθοριζόμενη από γεγονότα μεγαλύτερα από αυτούς, που εν μέρει δεν μπόρεσαν ποτέ να κατανοήσουν σφαιρικά (όπως, άλλωστε, και οι στρατιώτες κάθε πολέμου).
Το Γκιακ, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο το οποίο παρουσιάζει αλήθειες που πολλοί από εμάς αγνοούμε ή/και δεν θέλουμε να παραδεχτούμε. Παρουσιάζει ένα ιστορικό γεγονός, χωρίς να το καλλωπίζει. Ένα έργο με πολύ βάθος, το οποίο δημιουργήθηκε με μεράκι και κόπο. Ένα έργο ειλικρινές, το οποίο αξίζει να διαβάσετε, να προτείνετε στους φίλους σαν να το διαβάσουν και να το έχετε στο ράφι της βιβλιοθήκης σας.