Μια χήρα μεσήλικη γυναίκα, εργαζόμενη ως νοσηλεύτρια σε οίκο ευγηρίας, αναγκάζεται να δεχτεί πίσω στο σπίτι της την 30χρονη κόρη της, αναπληρώτρια πανεπιστημιακή καθηγήτρια που δυσχερώς τα βγάζει πέρα οικονομικά, μαζί όμως με την επί 7 έτη σύντροφό της. Η μητέρα δεν αποδέχεται τη σχέση, ελπίζει ακόμα πως η κόρη της θα παντρευτεί και θα κάνει παιδιά, θα είναι φυσιολογική, και βρίσκεται σε μια διαρκή συγκρουσιακή κατάσταση με την ίδια την κόρη της, αλλά και με «εκείνο το κορίτσι». Η βία που θα δεχτεί η κόρη, όταν θα συμμετάσχει σε μια σειρά κινητοποιήσεων ενάντια στις ομοφοβικές εργασιακές διακρίσεις στο πανεπιστήμιό της, αλλά και η εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση που δέχεται η Τζεν, η υπερήλικη, δίχως οικογένεια, ασθενής της στο γηροκομείο, θα αποτελέσουν το έναυσμα για να μεταβάλει η μητέρα τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητα, αλλά και την αντίδραση στο, εργασιακό και κοινωνικό, κατεστημένο.
Η best-seller, πολυμεταφρασμένη Νοτιό-Κορεάτισσα συγγραφέας, Kim Hye–Jin, εκδίδεται για πρώτη φορά στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ίκαρος, με το πιο πολυδιαβασμένο έργο της, Η κόρη μου, σε μετάφραση Αμαλίας Τζιώτη. Το σύντομο αυτό σε έκταση, μα πλούσιο θεματολογικά και συναισθηματικά, μυθιστόρημα είναι μια ανατομή της προκατάληψης και του συντηρητισμού και μια ενδελεχής εξερεύνηση της ακανθώδους αλλά και διαρκώς μεταβαλλόμενης σχέσης μητέρας – κόρης.
Η ανώνυμη αφηγήτρια, η μητέρα, μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στο βρώμικο, φθαρμένο διώροφο κτίριο όπου διαβιεί, μοναδική κληρονομιά της από τον αποθανόντα σύζυγό της, και στην εξαντλητική, κοπιώδη εργασία της ως νοσηλεύτρια σε έναν ιδιωτικό οίκο ευγηρίας. Δηλώνει πως δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά τη ζωή, την καθημερινή βιοπάλη σε μια Νότιο Κορέα που αδιαφορεί για την εργατική της τάξη, εντούτοις σοκάρεται παρακολουθώντας την πορεία της ασθενούς της, Τζεν, προς τη φθορά και τον θάνατο, προσωπικότητας πολυσχιδούς στα νιάτα της και σημαίνουσας για την Κορέα, που όμως πλέον έχει απολέσει κάθε ανάμνηση της πρότερης ζωής της και είναι εγκλωβισμένη στην πεζότητα των καθημερινών σωματικών αναγκών και λειτουργιών, το κέλυφος του ανθρώπου που κάποτε ήταν.
Η ηρεμία και η επαναληπτικότητα της καθημερινότητάς της καταρρέει όταν η οικονομικά ενδεής κόρη της επιστρέφει στη μητρική εστία, αυτήν τη φορά όμως μαζί μια γυναίκα, την επί 7 έτη σύντροφό της, μια σχέση που η μητέρα αρνείται να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί. Η κόρη και η σύντροφός της ποτέ δεν κατονομάζονται από την αφηγήτρια, παραμένουν ανώνυμες, «η κόρη μου» και «εκείνο το κορίτσι», η ίδια δεν υιοθετεί τα παρατσούκλια που εκείνες χρησιμοποιούν μεταξύ τους, δεν τις βλέπει και δεν τις αποδέχεται ως αυτό που είναι, τις αποπροσωποποιεί.
Η μητέρα ενσωματώνει την κυρίαρχη ιδεολογία της καθεστηκυίας τάξης που χρησιμοποιείται για να αποσιωπήσει κάθε φωνή αντιφρονούντων, κάθε αντίδραση της εργατικής τάξης, υιοθετεί το ετεροκανονικό αφήγημα της πυρηνικής, ετερόφυλης οικογένειας ως στόχο ύπαρξης και μοναδική οδό προς την ευτυχία, κύρια, μικροαστική της έγνοια, τα εν οίκω μη εν δήμω, η αιδώς της να παραμείνει πίσω από τις κλειστές πόρτες, προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα. Παραλληλίζει τη ζωή και τις επιλογές της Τζεν με αυτήν της κόρης της, δύο γυναικών που αρνούνταν να συμμορφωθούν στην κοινωνική νόρμα και έζησαν μια ζωή ασυμβίβαστη, κόντρα στις μικροαστικές επιταγές του γάμου και της αναπαραγωγής, και συνάμα φοβάται για την κόρη της ένα τέλος αντίστοιχο με αυτό της Τζεν, που τώρα κείτεται μόνη και αβοήθητη, δίχως καμία επίσκεψη φίλου ή συγγενή, ούσα άτεκνη, στο έλεος των κερδοσκοπικών πολιτικών της διεύθυνσης του γηροκομείου, που ευτελίζουν την ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια στον βωμό του κέρδους. Η μητέρα αρνείται να αντιληφθεί την οικογένεια πέραν από τη βιολογική συγγένεια, αδυνατεί να κατανοήσει το οικογενειακό μοντέλο που έχει επιλέξει η κόρη της, μια ζωή δίχως γάμο και παιδιά, παρότι η ίδια της η ζωή τη διαψεύδει, η σχέση που έχει δημιουργήσει με την ασθενή της ξεπερνά κατά πολύ τους εξ αίματος δεσμούς, η Τζεν την αποκαλεί μαμά, σε μια καίρια, συμβολική έκφραση του μητρικού ρόλου που αναλαμβάνει ο φροντιστής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου αντιθέσεις, μεταξύ νιότης και γήρατος αλλά και των συνδηλώσεών τους, της νεότερης γενιάς της αμφισβήτησης και του προοδευτισμού με την προηγούμενη του κομφορμισμού και του συντηρητισμού: η γενιά της κόρης και της συντρόφου της προσπαθεί να γκρεμίσει συθέμελα το κατεστημένο της προηγούμενης γενιάς, αντιστέκονται σε όσους σοκάρονται και κουτσομπολεύουν όταν βλέπουν δύο γυναίκες να συγκατοικούν, σε όσους αποστρέφουν το βλέμμα από την ενδοοικογενειακή βία και ό,τι συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες, εξεγείρονται, συσπειρώνονται και διαδηλώνουν ενάντια στις εργασιακές διακρίσεις, την άνιση μεταχείριση και την επαγγελματική επισφάλεια, εκεί που η μητέρα μένει αμέτοχη και βουβή, αναγνωρίζει την αδικία στο εργασιακό της περιβάλλον αλλά δεν βάλλει εναντίον της. Η αφηγήτρια δεν γίνεται συμπαθής, ο λόγος που αρθρώνει είναι πουριτανικός και συντηρητικός, οι αντιλήψεις της απαρχαιωμένες και ομοφοβικές, οι φοβίες και οι αγκυλώσεις της μικροαστικές, όμως η συγγραφέας την προσεγγίζει πάντοτε με κατανόηση, με τρυφερότητα και επιείκεια, την ψυχογραφεί και συνάμα επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει και να εξηγήσει, δίχως να δικαιολογήσει, τις βαθιά ριζωμένες, ηθικοπλαστικές και μικροαστικές ιδέες και αξίες των πρότερων γενεών.
Η Kim αποτυπώνει στην εντέλεια στο χαρτί όλη την ψυχολογική μετάβαση της μητέρας, από την οργή και τον θυμό στην οδύνη και την απελπισία, και εν τέλει την υπεράσπιση και αποδοχή μιας μορφής αγάπης που αδυνατεί να κατανοήσει. Σε έναν κόσμο που περιφρονεί, περιθωριοποιεί και μισεί ανθρώπους σαν την κόρη της, έναν κόσμο συστατικό στοιχείο του οποίου αποτελούσε και η ίδια, ακόμα και με τη στωική, παθητικά μισαλλόδοξη στάση της, θα χρειαστεί μια πράξη βίας, εναντίον της κόρης, εναντίον της νοσηλευόμενης/υποκατάστατης κόρης, για να συνειδητοποιήσει η μητέρα πως οφείλει να λάβει ενεργό θέση και να αντιταχθεί.
Με αφήγηση πρωτοπρόσωπη, λιτή και ωμά ρεαλιστική, βαθιά προσωπική και εξομολογητική, και με μια πρόζα κολλώδη, αποπνικτική, οι ασφυκτικές συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης στη Νότιο Κορέα αποτυπώνονται αλληγορικά στην πνιγηρή θερινή ατμόσφαιρα, σε σωματικούς πόνους και δυσλειτουργίες, στον ιδρώτα, τον πόνο και τον πυρετό, την ανάσα που αδυνατεί να βγει απ’ τα πνευμόνια. Οι θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται η Kim είναι πολλαπλές και σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους: τα γηρατειά, ο υπαρξιακός τρόμος μπροστά στο αναπόφευκτο κατώφλι του θανάτου, η εργασιακή εκμετάλλευση και επισφάλεια, η ομοφοβία, ο συντηρητισμός και ο μικροαστισμός, μα κυρίως η μητρότητα και οι ποικίλες εκφάνσεις και μορφές της.
Η Kim γράφει ένα βιβλίο για μητέρες και κόρες, μητέρες που καταπιέζουν και χειραγωγούν, κόρες που ασφυκτιούν κάτω από το άχθος των γονικών προσδοκιών και απαιτήσεων, μητέρες που υποφέρουν από τον αδιάκοπο τρόμο όσων μπορούν να πάνε στραβά, που θέλουν οι κόρες τους να ακολουθήσουν τον ασφαλή κοινωνικά δρόμο που οι ίδιες ακολούθησαν, και κόρες που αντιστέκονται στη μητρική χειριστικότητα και χαράσσουν τη δική τους πορεία στη ζωή, μητέρες που, παρότι δυσκολεύονται, κατανοούν, φροντίζουν, υποστηρίζουν, αγαπούν. Μπορεί η πορεία της μητέρας προς την άνευ όρων αγάπη και αποδοχή να μην είναι γραμμική αλλά σπειροειδής, να οπισθοδρομεί ξανά και ξανά, ενδεχομένως να μην μπορέσει ποτέ να κατανοήσει εις βάθος και να απαρνηθεί τις προσωπικές της επιθυμίες και προσδοκίες, όμως αυτή ακριβώς η ατέλειά της είναι που την καθιστά σάρκινη και ρεαλιστική – μπορεί το τέλος να μην είναι ρόδινο, ανέφελο και ευτυχισμένο, όμως γι’ αυτό και είναι τόσο φρικτά, οδυνηρά, μα και λυτρωτικά, αληθινό.