Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος για το Περιοδικό
Δεν ξέρω τι παθαίνουν μερικοί που εκ του ασφαλούς και ανερυθρίαστα επικρίνουν τα πάντα – και πολλές φορές οι ίδιοι δεν έχουν βάλει ποτέ τους το χέρι τους στην φωτιά, και στην προκειμένη, στην φωτιά της δημιουργίας της τέχνης. Η κατάσταση, δηλαδή, που κάποιος καίει το νου του μερόνυχτα, για να μπορέσει να εκφράσει αισθητικά την άποψη του και εκεί να έρχεται μετά κάποιος άλλος που στην άνεση του γραφείου του και δίχως δεύτερη σκέψη να διαγράφει τα πάντα. Γι’ αυτό από πάντα μου άρεσε να ακούω και να διαβάζω γνώμες, σκέψεις και κριτικές καλλιτεχνών για καλλιτέχνες παρά κάποιων «φωτισμένων» ακαδημαϊκών που στην στείρα τους και σχεδόν πωρωμένη επαγγελματική του αναισθησία και αδιαφορία, είτε μειώνουν είτε μεγεθύνουν τα πράγματα, κατά το δοκούν.
Μια «ύποπτη» αντιμετώπιση από την κριτική
Τους βλέπω σαν τώρα μπροστά μου να προσπαθούν με νύχια και με δόντια να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και να μειώσουν την σπουδαιότητα μιας ταινίας, και στην προκειμένη την νέα ταινία του Ken Loach, που όχι απλά ήταν αναγκαία όταν την σκέφτηκε και την υλοποίησε, μα είναι αναγκαία και σήμερα που την βλέπουμε εμείς και σίγουρα θα είναι αναγκαία και αύριο που η βαρβαρότητα θα διαρκεί, αν δεν ανακοπεί. Αναγκαία, διότι φυσικά, η ταινία είναι πολιτική ως το κόκκαλο και το διατυμπανίζει. Κατά πως φαίνεται, εδώ σίγουρα, βρίσκεται το πρόβλημα. Στην πολιτικοποίηση του κινηματογράφου.
Ο τελευταίος Ken Loach σε συνεργασία για άλλη μια φορά με τον σεναριογράφο Paul Laverty, συνεχίζει με σαφήνεια να ασκεί πολιτική, και όχι μονάχα αυτό, αλλά πάνω από όλα πολιτική για τις μάζες, και όπως έλεγε ο Μπρέχτ, τέχνη «για να με καταλαβαίνουν όλοι». Στις μεταμοντέρνες όμως μέρες μας, και στο αντίστοιχο γλωσσάριο που αυτές απαιτούν για να μην θίγεται ευθέως, εξολοκλήρου και «διδακτικά» το σύστημα που γεννάει φτώχεια, ανέχεια, αναξιοπρέπεια, και φθηνή ή ανώδυνη ή άκρως συστημική τέχνη, ο Ken Loach – και ο κάθε Loach -, που τον καταλαβαίνουν όλοι, θα πρέπει να κριθεί ως συμβατικός, παρωχημένος, μελοδραματικός, με λίγα λόγια, μια από τα ίδια και χειρότερα δηλαδή, για να το διαπομπευτεί, με χτυπήματα κάτω από την μέση ώστε να πετύχει ο στόχος του συστήματος. Ίσως για αυτό, κάποιους τους πιάνει βαριά ο πόνος, όταν βλέπουν πολιτική στράτευση με στόχο συγκεκριμένο. Δεν βλέπω, άλλωστε, το ίδιο μένος σε άλλες πιο «αντικειμενικές», όπως ονομάζουν την ουδετερότητα, περιπτώσεις. Εξεγείρονται για την αδιάρρηκτη, μέσα στα χρόνια, σχέση που μπορεί να έχει ο κινηματογράφος, με τα «ρομαντικά» όνειρα και «αυταπάτες» και την «ξύλινη γλώσσα» των όποιων μαρξιστών, αριστερών, ριζοσπαστών, κομμουνιστών ή απλά ανυπότακτων και προβληματισμένων πολιτικά δημιουργών. Δεν αναρωτιέμαι πλέον. Τα «επειδή» ήδη τα γνωρίζω. Οι δυο δημιουργοί, επίσης. Από κοινού, εξάλλου, κρατάνε ψηλά την σημαία του κοινωνικού και πολιτικού σινεμά και σαν συλλογικό έργο, χρόνια τώρα, το παρουσιάζουν στο κοινό, αδιαφορώντας για αυτές τις απόψεις. Δεν το κουνάνε ρούπι μπρος στις όποιες κακεντρεχείς – γιατί τέτοιες είναι – ή αφελείς κριτικές που ουδεμία σχέση έχουν με την ουσία και τον ρόλο του σινεμά.
«Όποιος ξέρει μονάχα από σινεμά, δεν ξέρει στην ουσία ούτε σινεμά» είχε γράψει κάποτε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Το τι σημαίνει αυτό και τι προεκτάσεις έχει, ας το σκεφτούμε και να ξαναβουτάμε στο νου μας την πένα μας πριν την αγγίξουμε στο χαρτί. Γιατί αυτή η εισαγωγή; Γιατί, χωρίς να πέφτω από τα σύννεφα, ο κόσμος της κριτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, έδειξε εχθρότητα προς την νέα ταινία του Loach. Και μοιάζει σχεδόν ύποπτο. Αλλά αυτός – ακόμη και στα 80 του – δημιουργός, συνεχίζει να δημιουργεί, και κατασκευάζει πυροκροτητές και δεν «κονδυλοφορεί» με ρεβεράντζες προς το σύστημα. Αδιάφορο κυριολεκτικά, λοιπόν, για τον θεατή, ο ντόρος που έγινε αν άξιζε ή όχι τον Χρυσό Φοίνικα. Και να μην το κέρδιζε, η αξία του έργου του το ίδιο και πάλι θα έλαμπε. Άλλωστε το χρυσάφι για πολλούς λαούς του κόσμου δεν είχε, ούτε έχει αξία πιότερη από το βαμβάκι. Πιο χρήσιμο, άλλωστε, για την ανθρωπότητα το βαμβάκι και πιο χρήσιμη, άλλωστε, η ταινία από την όποια βράβευση. Άλλη νοοτροπία. – Και κλείνει το εισαγωγικό σχόλιο -.
Η ταινία
Ας μπούμε λίγο τώρα στην ιστορία που ο Loach και ο Laverty μας λένε. Είναι μια απλή και λιτή ιστορία. Σχεδόν καθημερινή. Πρωταγωνιστές άνθρωποι της εργατικής τάξης. Ο Daniel Blake, ένας 60χρονος ξυλουργός μετά από μια καρδιακή προσβολή, χάνει την δουλειά του. Γνωρίζει στα τρεξίματα του μια νεαρή χωρισμένη μάνα και με όπλο την αλληλεγγύη τα βάζουν μαζί με το «κοινωνικό» βρετανικό κράτος που τους σπρώχνει ολοένα και συνειδητά προς την περιθωριοποίηση, μα αυτοί σαν ένα σώμα, δηλώνουν «παρών» για τον σεβασμό και την κατοχύρωση των αυτονόητων δικαιωμάτων τους. Ποιων; Το επίδομα ασθένειας και ως εκ τούτου μιας πιο αξιοπρεπής ζωής. Η όλη όμως γραφειοκρατική πολιτική, μόνιμο στήριγμα του κεφαλαίου, στέκεται ένα μόνιμο εμπόδιο, που έχει ως αποτέλεσμα (ή και στόχο) να τα παρατήσουν. Που αυτό θα σημαίνει άμεσα, απότομη κατάπτωση στην απόλυτη φτώχεια. Ναι όλα αυτά είναι τραγικά, είναι ρεαλιστικά και ο Loach, τα χειρίζεται και τα στηρίζει κινηματογραφικά με ακριβώς αυτήν την επίκαιρη και ρεαλιστική αναγκαιότητα τους. Απλή ιστορία, αφηγηματικά μιάμιση περίπου ώρας, αλλά που περικλείει μια μεγάλη αλήθεια και έχει τα χαρακτηριστικά μιας μεγαλύτερης δυναμικής.
Η αξία της
O Daniel Blake, είμαι εγώ, είσαι εσύ, είναι ο καθένας, που γεννιέται, μεγαλώνει, εργάζεται, αλλοτριώνεται και απολύεται αν η υγεία του δεν του το επιτρέπει άλλο. Ο Daniel Blake είμαι εγώ, είσαι εσύ, είναι ο καθένας που βλέπει όλη του την ζωή να μακελεύεται γιατί είναι ένα γρανάζι που λαδώνεται για όσο χρειάζεται και αφήνεται στην φθορά και την σκουριά όταν πλέον οι οικονομικές ανάγκες του καπιταλισμού το καθιστούν μη αναγκαίο και μη παραγωγικό. Ο Daniel Blake είναι όσοι θα δούνε την ταινία και όσοι δεν θα την δούνε. O Daniel Blake, δεν προλαβαίνει να διαβάσει κινηματογραφικές κριτικές, δεν προλαβαίνει να δει σινεμά, γιατί δουλεύει μέρα νύχτα και γιατί δεν του φτάνουν τα χρήματα να δει σινεμά. Ο Daniel Blake είναι ένας άνθρωπος στην μέγγενη μιας απανωτής αλλοτρίωσης που του παραχωρεί μονάχα το δικαίωμα και την υποχρέωση για έναν αργό και αναξιοπρεπή θάνατο. Σε μια ουρά, όπως για παράδειγμα στην ταινία, για ένα επίδομα. Ο Daniel Blake είναι η σύγχρονη εργατική τάξη, ο σύγχρονος λαός των καπιταλιστικών χωρών, o Daniel Blake είναι ένα εν δυνάμει σκουπίδι για το Κεφάλαιο και για το κράτος που το στηρίζει και ένας αριστουργηματικός άνθρωπος για τους ανθρώπους. O Daniel Blake είναι το αποτέλεσμα αλλά και ο στόχος της επίγνωσης πως είτε θα αγωνιστούμε είτε θα απονεκρωθούμε. Ο Daniel Blake είναι εργάτης και ο εργάτης παράγει. Παράγει προϊόντα, παράγει ιδεολογία, παράγει τέχνη, παράγει πολιτισμό. Ο Ken Loach, κάνει στην εργατοχώρα της Αγγλίας, πολιτικό και σκληρό σινεμά και όλος ο δυτικός κόσμος και η Ελλάδα μπορεί και ταυτίζεται με την αντίληψη του. Ο Ken Loach κάνει το 2016 μια ταινία για όλους τους ανώνυμους ανθρώπους της εργατικής τάξης και τους δίνει όνομα και τίτλο τιμής. I, Daniel Blake.
Όπως είπαμε η ταινία κρίθηκε αρνητικά για περιττή χρήση μελοδράματος. Όσοι το είδαν αυτό, πρέπει όμως και να το στηρίξουν. Κινηματογραφικά μιλώντας, και δίνοντας προσοχή στην ταινία και την φόρμα της, θα μπορούσαν να ανασκευάσουν τις απόψεις τους. Τα γρήγορα fade out, το μοντάζ, η έλλειψη μουσικής, οι ρεαλιστικές – και όχι μελό – ερμηνείες είναι μελόδραμα; Το άγγιγμα της ψυχής ως εργαλείο προς το νου είναι μελόδραμα; Ας μας εξηγήσουν. Δεν θα απολογηθούμε εδώ όσοι την θεωρούμε αριστούργημα απέριττης και στοχευμένης τέχνης. Είναι μελόδραμα διότι τίθεται στο σενάριο και το ζήτημα της πορνεία για να μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει; Είναι μελόδραμα η εκπόρνευση; Τι πέρα από εκπόρνευση – ακραίο παράδειγμα εργασιακής αλλοτρίωσης – είναι όλη η εργασία στο σύστημα που ζούμε; Να είμαστε σκληρόπετσοι και αποστασιοποιημένοι από την κατάσταση των εργαζομένων, άρα να θέτουμε τον εαυτό μας εκτός του ίδιου μας του εαυτού; Αυτό προτείνεται ως αισθητικά πολιτικώς ορθό; Τότε δυστυχώς, ο Ken Loach είναι ανορθόδοξος που, τίθεται εντός της κοινωνίας, και πολλοί ακόμα μαζί του – κι ας κάνουμε λάθος –.
Ο Ken Loach, συνεχίζει να χτυπά τον καπιταλισμό σε όλες – κατά περίπτωση – τις εκφάνσεις και εκφράσεις του. «Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο», όπως λέει και ο Daniel Blake στην ταινία. Καταθέτει ένα σχόλιο καίριο, σημαντικό, απλό και ουσιώδες που μακάρι να έχει συνέχεια από πιο νέους κινηματογραφιστές, και παράλληλα να μην γίνει μονάχα αντικείμενο των μεγάλων και πανάκριβων αιθουσών, αλλά να βρει διέξοδο σε λέσχες, σε στέκια, σε εργατικά σωματεία, εκεί δηλαδή που στοχεύει και ο ίδιος ο δημιουργός.
«Δεν είμαι πελάτης, δεν είμαι αγοραστής ούτε χρήστης υπηρεσιών. Δεν είμαι φυγόπονος, τζαμπατζής, ζητιάνος, αλλά ούτε και κλέφτης. Δεν είμαι ένας εθνικός αριθμός ασφάλισης ούτε ένα στίγμα σε μια οθόνη. Πλήρωσα τις υποχρεώσεις μου και με το παραπάνω, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Δε ζητώ ειδική μεταχείριση και κοιτώ τους γείτονες στα μάτια. Δε δέχομαι ούτε ζητώ ελεημοσύνη. Το όνομά μου είναι Ντάνιελ Μπλέικ. Είμαι άνθρωπος, όχι σκύλος. Και ως άνθρωπος διεκδικώ τα δικαιώματά μου και απαιτώ να μου φέρεστε με σεβασμό.» Διδακτικό; Ναι. Δεν βγάζει όμως την ουρά του απ’ έξω και πολύ καλά κάνει.