Aνάμεσα στο Venom και σε διάφορες άλλες ταινίες που μονοπωλούν το ενδιαφέρον του κοινού αυτή τη βδομάδα, συνεχίζει να παίζεται και ο Οίκτος, σε σκηνοθεσία του Μπάμπη Μακρίδη (L), συνεπικουρούμενος στο σενάριο από τον Ευθύμη Φιλίππου.
Δεν είναι μυστικό ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ανέκαθεν τραβούσε δύο πορείες. Η μία ήταν η εμπορική, η οποία ελάχιστες φορές θα απασχολούσε για κάτι θετικό. Τα δε τελευταία χρόνια το επίπεδο των ταινιών αυτών, κωμωδιών στην πλειοψηφία τους, έχει πέσει τόσο πολύ που προσβάλλουν ωμά την νοημοσύνη των θεατών, αξιοποιώντας ένα σεφερλικού στην καλύτερη χιόυμορ και μια ανεκδιήγητη ρηχότητα, τοξική ματσίλα και καθαρόαιμο σεξισμό.
Η άλλη ήταν οι δημιουργοί που μέσα σε ενα περιβάλλον που δεν ευνοούσε την δημιουργία, με μικρή ή και καθόλου βοήθεια από τα επίσημα όργανα, κατάφεραν και έκαναν τον ελληνικό κινηματογράφο, και δη την εποχή της κρίσης, υπολογίσιμη καλλιτεχνική δύναμη. Με κατεξοχήν, αλλά όχι μόνο, παράδειγμα, το weird wave, πολλοί δημιουργοί ανάδειξαν μια σειρά ζητημάτων και ιδιατεροτήτων της ελληνικής κοινωνίας, όπως η καταπιεστική ελληνική οικογένεια και το πισωγύρισμα της σε πιο παραδοσιακές μορφές διαχείρησης και αντιμετώπισης μιας πραγματικότητας που άλλαζε καθημερινά. Ο Οίκτος, χωρίς να αγνοεί αυτή τη πρόσφατη παρακαταθήκη, δεν τολμά τόσο πολύ, ωστόσο αποτελεί ένα πολύ καυστικό σχόλιο για τα ίδια ζητήματα.
Ο Οίκτος ισορροπώντας όχι μόνο μεταξύ weird wave και παραδοσιακής δραμεντί, αλλά και πολλών άλλων ειδών, από μαύρη κωμωδία μέχρι αστυνομικό, είναι, ουσιαστικά, μια ταινία για την επικοινωνία. Αλλά όπως η επικοινωνία είναι ένα φαινόμενο σύνθετο, όπου για την κατανόηση της χρειάζεται μια επαφή με πολλά πεδία, έτσι και ο Οίκτος λοξοκοιτάζει συνεχώς σε άλλες κατευθύνσεις, από την ψυχανάλυση έως την αρχιτεκτονική για να βρει τον τρόπο να εκφραστεί. Και τελικά το καταφέρνει μέσα από το κλάμα.
Γιατί το κλάμα, και η αίσθηση οίκτου που νιώθει κανείς για τον κλέοντα είναι ότι πιο κοντινό στην συναισθηματική επικοινωνία μπορεί να εκβιάσει ένας πνιγηρά πειθαρχημένος, ευνουχισμένος άνδρας. Ένα άτομο ηττημένος από τον νόμο (του Πατέρα, της Οικογένειας, της Κοινωνίας). Και αυτό είναι μια μοίρα που δεν επιφυλάσσεται στους παρίες, στους homini sacri του καπιταλισμού, αλλά στους νικητές τους, στους (μίκρο, μέσο, μέγαλο) αστούς. Ο Οίκτος κοιτά αυτούς, τους νικητές, αλλά τελικά χαμένους διπλά άνδρες που η δυστυχία τους ορίζει τις ζωές τους. Μόνο σε έναν κλεμμένο οίκτο μπορούν να ελπίζουν, πνιγμένοι από τις υποχρεώσεις και την καταπίεση του Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια. Μέχρι που οι νευρώσεις τους πνίγουν και τελικά, όταν βουλιάζουν, παίρνουν και άλλους μαζί τους.
Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής (τον οποίο υποδύεται εκπληκτικά ο κωμικός και με θητεία στην ιντερνετική κωμωδία Γιάννης Δρακόπουλος) προσπαθεί αρχικά να διαπραγματευτεί με τον Νόμο που τον υποτάσσει, είτε ως γιος με τον πατέρα του, είτε ως δικηγόρος με τον αστικό νόμο, είτε ως σύζυγος με την γυναίκα του που βρίσκεται σε κόμμα. Μόνη λύση, η οποία του ξεκλειδώνει και όλες τις άλλες, είναι η τελευταία, όταν χάνει την ιδιότητα αυτή και μετεωρίζεται μεταξύ συζύγου και χήρου. Η αποδοχή τότε της έκφρασης των συναισθημάτων, κάτι που ποτέ πριν δεν είχε βιώσει, τον απελευθερώνει και την ίδια στιγμή τον σπρώχνει στα άκρα. Ο Μακρίδης μας δείχνει τις υπόνοιες αυτής της καταπίεσης έμμεσα και κυρίως με οπτικό τρόπο. Από το αμήχανο, χωρίς αίσθημα (με εξαίρεση το κλάμα) παίξιμο του πρωταγωνιστή, που έρχεται σε χτυπητή αντίδραση με το εκφραστικότατο physic του, μέχρι την στα όρια του αυτισμού ισορροπία και επαναληψιμότητα των πλάνων του. H αυστηρή τους γεωμετρία και το δέσιμο τους με τοπία κοινά στην εμπειρία των αστικών στρωμάτων της Αθήνας, η οποία σχεδόν μεταμορφώνεται από ένα βλέμμα πλεονεξίας, αντιστοιχεί στο άμεσο συναισθηματικό βίωμα (ή καλύτερα, στην έλλειψη του) του πρωταγωνιστή. Συμμετρικά, σταθερά πλάνα, ενδεδυμένα με ψυχρά χρώματα και τετριμμένα, πλαστικά τοπία γεμάτα κλισέ τοπία συνθέτουν την ταινία. Αυτά διακόπτονται όχι από κινήσεις, της πλοκής ή των πρωταγωνιστών, καθώς αυτοί ελάχιστα ουσιαστικά πράττουν, αλλά από μαύρες οθόνες, ψυχογραφήματα και αυτά του πρωταγωνιστή, στα οποία μίλα απευθείας στο κοινό, επιτρέποντας τους μια αμυδρή ματιά στην ψυχοσύνθεση του.
Ο Μακρίδης κάνει το κοινό ταυτόχρονα ψυχαναλυτή, αποδέκτη της (απόπειρας) επικοινωνίας, αλλά και συνεργό. Το τελευταίο δεν αφορά μόνο το απότομο και ασύνδετο δυστυχώς φινάλε της ταινίας, το οποίο αποτελεί και το μεγαλύτερο ελάττωμα της ταινίας, σαν οι δημιουργοί να μην ήξεραν ακριβώς πως να λήξουν αυτή την παράδοξη και υπερβολική (προκείμενου να γίνει αντιληπτή) μαρτυρία. Περισσότερο αφορά την συναίσθηση ότι όλοι, λίγο πολύ, έχουμε αυτή την αίσθηση του πνιγμού από συναισθήματα που αδυνατούμε να εκφράσουμε, είτε επειδή δεν ξέρουμε τις λέξεις για αυτά, είτε επειδή ακόμα και οι λέξεις που έχουμε αδυνατούν να μας δώσουν μια επικοινωνιακή ικανοποίηση. Και έτσι, οι απότομες και βίαιες πράξεις που μας οδηγούν στο φινάλε μοιάζουν να έχουν ένα νόημα. Μοιάζουν.
Γιατί σε κάθε περίπτωση ο Οίκτος, ενώ βάζει στο κέντρο του μια σειρά θεμάτων που τα εξετάζει με ενδελέχεια, όσο προχωρά η ώρα, η ίδια η ταινία φαίνεται να μην προχωρά. Εγκλωβισμένη, όπως και ο πρωταγωνιστής της, είναι πολλές οι φορές που απλά χάνει τον ρυθμό και τον στόχο της και αφήνεται σε μεγάλες σιωπηλές και κενές στιγμές, που δεν μεταφέρουν ούτε καν αυτή την αμηχανία, αλλά τον αέρα της θάλασσας, το βουητό μιας μηχανής, τον ήχο ενός χαλασμένου πιάνου. Το ίδιο το φινάλε σαν να δίνει το τελικό σπρώξιμο σε αυτή την αναποφασιστικότητα και μετατρέπει το κλάμα του πρωταγωνιστή σε βουβό και σκωπτικό μειδίαμα, το οποίο ναι μεν εκτιμάται, αλλά από την άλλη υπολείπεται του αρχικού σχεδίου.
Σε κάθε περίπτωση είναι Οίκτος σίγουρα δεν προκαλεί συμπόνια και δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Είναι μια δύσκολη ταινία η οποία όμως αξίζει προσοχή και σκέψη, μια γροθιά από κλάματα σε έναν ανεστραμμένο πίνακα.