Η Ίντι Φλιν είναι επικεφαλής μιας ομάδας βιολόγων με σχέδιο να επανεντάξουν και να απελευθερώσουν μια ομάδα λύκων στα σκοτσέζικα Χάιλαντς, μια προσπάθεια αποκατάστασης του οικοσυστήματος και, έστω μερικής, απότρεψης της κλιματικής αλλαγής. Η Ίντι πάσχει από ένα σπάνιο είδος νευρολογικής διαταραχής, την ειδωλο-απτική συναισθησία, στην οποία αισθάνεσαι δια της αφής ό,τι νιώθουν τα έμβια όντα γύρω σου, τα αγγίγματα, την επαφή, ακόμα και τον πόνο. Έχει αφιερώσει τη ζωή της στη σωτηρία των άγριων λύκων και την αποκατάστασή τους στο φυσικό τους περιβάλλον, αλλά και στη φροντίδα της δίδυμης αδελφής της, Άγκι, που εδώ και χρόνια, λόγω ενός μυστηριώδους τραυματικού γεγονότος, ζει απομονωμένη από τον κόσμο και αρνούμενη να μιλήσει. Όμως, οι ντόπιοι κάτοικοι στην περιοχή των Χάιλαντς δεν είναι φιλικά προσκείμενοι στον σκοπό της, ιδίως οι αγρότες βρίσκονται συνέχεια σε ετοιμότητα για να σκοτώσουν όποιον λύκο έστω πλησιάσει το κοπάδι και το αγρόκτημά τους. Η Ίντι μάχεται καθημερινά έναντι της εχθρικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αλλά και με τους προσωπικούς της δαίμονες, όμως όταν ένας αγρότης βρεθεί νεκρός στο δάσος, με τα σωθικά του ξεσκισμένα, ο κλοιός γύρω της αρχίζει να σφίγγει ασφυκτικά…
Μετά το best-seller λογοτεχνικό ντεμπούτο της, Πριν Χαθούν Τα Πουλιά, η Αυστραλή Charlotte McConaghy επιστρέφει και πάλι σε παρόμοιους προβληματισμούς και στο είδος του climate fiction, με το δεύτερο μυθιστόρημά της, Κάποτε υπήρχαν λύκοι, που κυκλοφορεί και αυτό στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μια εξαιρετική μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ. Αυτήν τη φορά, η McConaghy θέτει στο ερευνητικό και αφηγηματικό της μικροσκόπιο το είδος των υπό εξαφάνιση άγριων λύκων, όμως φαίνεται να ακολουθεί πιστά και απαρέγκλιτα τη φόρμουλα που της χάρισε την επιτυχία στο προηγούμενο μυθιστόρημά της: μια θαρραλέα, ανυπόταχτη μα και μοναχική ηρωίδα με βασανισμένα παιδικα χρόνια, ο αγώνας της να σώσει ένα είδος υπό εξαφάνιση ως μεταφορά αλλά και μοναδικός τρόπος να ξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος και να απελευθερωθεί από το τραύμα της, και φυσικά το love story με έναν εξίσου εσωστρεφή και βασανισμένο άντρα. Εδώ, συνταιριάζει με τη συνταγή αυτήν το είδος του crime και του murder mystery, όταν ένας φόνος αναταράσσει την τοπική κοινότητα και η πρωταγωνίστρια, στην προσπάθειά της να προστατεύσει τους λύκους που άμεσα τοποθετούνται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, προσπαθεί να τον διαλευκάνει.
Η αφήγηση εκτείνεται σε δύο χρονικά επίπεδα διαρκώς εναλλασσόμενα, στο παρόν της Ίντι, με πλούσιες, παραστατικές περιγραφές του φυσικού τοπίου που μεταφέρουν πλήρως τον αναγνώστη στην άγρια ομορφιά των σκοτσέζικων Χάιλαντς, και στο παρελθόν της, μια παιδική ηλικία μοιρασμένη ανάμεσα στη ζωή της στο Σίδνεϊ με την αστυνομικό του Εγκληματολογικού μητέρα της, μια γυναίκα κυνική και πραγματίστρια που προσπαθεί να την ατσαλώσει και να την προστατεύσει από την ίδια της την υπερευαίσθητη, απτή ενσυναίσθηση, και στη ζωή της με τον πατέρα της στα δάση της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, έναν άντρα ερημίτη, με οικολογικές ανησυχίες που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή για το δάσος και την αυτοσυντήρηση με ελάχιστο οικολογικό αποτύπωμα, έναν άντρα που διολισθαίνει σταδιακά προς την παραφροσύνη και την ψυχική ασθένεια. Μόνο και διαρκές στήριγμά της η δίδυμη αδελφή της, Άγκι, με την οποία έχουν αναπτύξει μια δική τους, εξωγλωσσική επικοινωνία, αποκλειστικά μέσα από κινήσεις και χειρονομίες, έναν τρόπο να αποκόπτονται από τον υπόλοιπο κόσμο και να διαχωρίζονται από κάθε παρείσακτο, πάντα αχώριστες ακόμα και στην ενήλικη ζωή τους – μέχρι το τραγικό συμβάν που θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα.
Οι χαρακτήρες της McConaghy έχουν όλοι υποστεί βαρύ και ανεπούλωτο τραύμα, έχουν όλοι υποστεί διαφορετικής υφής βία και κακοποίηση από τη χειρότερη, πιο βάναυση πλευρά της ανθρώπινης φύσης, όμως όλοι προσπαθούν να θεραπεύσουν τα πληγωμένα μέλη τους, σαν τους λύκους που έχουν συστηματικά διωχθεί και κυνηγηθεί να απελευθερώσουν την άγρια, ζωώδη φύση τους. Η McConaghy ευφυώς παραλληλίζει την ανθρώπινη αναλγησία απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, τα εγκλήματα που η ανθρωπότητα διαπράττει κατά της χλωρίδας και της πανίδας, με την έμφυλη βία και την ενδοοικογενειακή κακοποίηση, σχολιάζοντας δηκτικά τη συστημική ατιμωρησία αμφότερων. Γράφει για τη βία ως κινητήριο δύναμη αλλά και αρχέγονο ένστικτο, που ενυπάρχει σαν σπόρος μέσα σε κάθε έμβιο ον, σπόρος που ενεργοποιείται και φυτρώνει για να προστατεύσει όσους αγαπά, την αγέλη του – αλλά και για την εγγενή καλοσύνη, αγάπη και τρυφερότητα που πάντα κρύβεται κάτω από κάθε στρώμα οργής, αντίδρασης και αποστασιοποίησης.
Όμως, η προσέγγιση της συγγραφέα είναι φορμουλαϊκή, η δράση προβλέψιμη, ενώ το βάσικο τέχνασμα προώθησης της πλοκής που χρησιμοποιεί είναι τόσο μη αληθοφανές που καταλήγει φαιδρό, με αποκορύφωμα το βαρυφορτωμένο με κλισέ και αναμενόμενα plot twists φινάλε. Το Κάποτε υπήρχαν λύκοι είναι ένα βιβλίο ατμοσφαιρικό, ευκολοδιάβαστο, καμωμένο ώστε να διαβάζεται απνευστί, όμως φαίνεται πως η συγγραφέας του επαφίεται αποκλειστικά σε απλοϊκά αφηγηματικά τεχνάσματα και σαθρά θεμέλια εξέλιξης της πλοκής, με σκοπό απλώς να εκτελέσει διεκπεραιωτικά μια ήδη δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή.