Σε κάθε γενιά αποδίδεται ένας τίτλος, μια κυρίαρχη ιδιότητα και κάποια γενικά χαρακτηριστικά. Η απόδοση αυτή, βέβαια, γίνεται από τη γενιά που προηγείται. Αυτό έχει ως λογικό επακόλουθο σε κάθε γενιά να αποτυπώνονται χαρακτηριστικά που η προηγούμενη θεωρεί προβληματικά, “αυτό που πήγε λάθος”. Στην πραγματικότητα, κάθε γενιά ακολουθεί εσωτερικούς κύκλους που πάνω-κάτω περιγράφονται από το τρίπτυχο δυσφορία στο υπάρχον πλαίσιο – αντίδραση – συμβιβασμός. Οι baby boomers είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: έζησαν την παιδική τους ηλικία στο συντηρητικό πλαίσιο μετά το Β’Παγκόσμιο, συνδέθηκαν με τα νέα μειονοτικά, νεολαϊίστικα και έμφυλα κινήματα και τους χίπηδες στα 60’s, κατέληξαν να επιβάλλουν και να στελεχώνουν τον νέας κοπής συντηρητισμό στα 70’s-80’s. Επιπλέον, συνήθως μια γενιά υπεύθυνη για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ακολουθείται από μια γενιά σχετικής σιωπής και υποχώρησης. Προφανώς η αφαίρεση είναι μεγάλη, αλλά μάλλον εξίσου μεγάλη με αυτή του ίδιου του χωρισμού σε γενιές. Είναι πάντως γεγονός ότι το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει κανείς τα κρίσιμα χρόνια της μετεφηβείας και της νεότητας τείνει να αφήνει χνάρι και επομένως πράγματι οι γενιές τείνουν να παρουσιάζουν σχετικά ενιαία χαρακτηριστικά. Η Generation X, η γενιά που γεννήθηκε περίπου μεταξύ των πρώιμων 60’s και των πρώιμων 80’s, ακολούθησε τους baby boomers και προηγήθηκε των millenials (ή και Generation Y), είχε και έχει κάποια αρκετά αναγνωρίσιμα στοιχεία.
Μεγαλώνοντας στην εποχή της κατάρρευσης των ιδανικών της ειρήνης, της ισότητας και της ελευθερίας που προασπίζονταν τα 60’s και όντας νέοι κατά την περίοδο του “τέλους της ιστορίας” στα τέλη των 80’s και στα 90’s, η Generation X μάλλον χαρακτηρίστηκε κυρίαρχα από τον κυνισμό της. Η αποστροφή της για την προηγούμενη γενιά ήταν ασυνήθιστα μεγάλη (και αμοιβαία), η απελπισία της μεταφράστηκε ως αντίδραση σε ένα γενικό “ποιός νοιάζεται” και έναν ιδιότυπο ηδονισμό που, χωρίς να είναι προκλητικά εμφανής, ήταν ιδιαίτερα εξατομικευμένος και αγοραίος. Όλοι αναζητούσαν τη διαφοροποίηση: εναλλακτικά ρεύματα τέχνης έγιναν mainstream εν μία νυκτί, σωματικά πρότυπα και πρότυπα μόδας άλλαξαν άρδην από τον εντυπωσιασμό των 80’s στο ατημέλητο και επιτηδευμένα ανεπιτήδευτο, η επάνοδος της χρήσης σκληρών ναρκωτικών έγινε σχεδόν ταυτοτικό στοιχείο. Αποκαλέστηκε “γενιά του MTV”, “γενιά τεμπέληδων”, “αποκομμένοι” και, όσο κι αν αυτό το κλίμα αναστράφηκε μετά τα μέσα των 90’s, τους ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Και ασφαλώς, όπως και κάθε άλλη γενιά, βρήκε διέξοδο και έκφραση στις τέχνες.
Η μαζική κουλτούρα της εποχής τους είδε στοιχεία από υποκουλτούρες όπως τη grunge και γενικότερα alternative μουσική σκηνή, τη rave σκηνή, την αναβίωση του goth, την ανάπτυξη του indie κινηματογράφου και την αναβίωση των midnight movies να απευθύνονται και να εκφράζουν πολύ περισσότερο απ’το αναμενόμενο: alternative was the new mainstream. Στο πεδίο των κόμικ, λόγω και της φύσης του μέσου (εικόνα, αφήγηση, σειριακή ανάπτυξη), τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς αποτυπώθηκαν αρκετά καθαρά. Οι mainstream υπερηρωϊκές σειρές ακολούθησαν πολύ σκοτεινότερα και ρεαλιστικότερα μονοπάτια, υπήρξε πλήρης επαναπροσδιορισμός διάφορων τίτλων, το ενήλικο κόμικ γνώρισε ίσως τη μεγαλύτερη άνθισή του. Κυρίως, η φυσική συνέχεια των underground comix των 70’s, τα alternative comics, έφτασαν στη μέγιστη δημοφιλία τους. Τα περισσότερα εμφανίστηκαν σε περιοδικά με πολλούς δημιουργούς ή πολλές ιστορίες όπως το Weirdo, το Neat Stuff, το Eightball και το 2000AD, αλλά η αύξηση του ενδιαφέροντος οδήγησε πολλούς τίτλους να εκδοθούν και αυτόνομα. Εμπλουτισμένα σχεδόν πάντα με αυτοβιογραφικά στοιχεία και πλήρως ενσωματωμένα στο κοινωνικό περιβάλλον τους, απεικόνισαν εντελώς ξεδιάντροπα, έστω και με χιουμοριστική ή και σουρεαλιστική διάθεση, τη γενιά που τα δημιούργησε και τα διάβασε. Η παράθεση κάποιων εκ των τίτλων αυτού του ρεύματος μπορεί να δώσει μια αρκετά καλή εικόνα της.
Hate
Αν υπάρχει ένα κόμικ που να αποτυπώνει τη Generation X στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αυτό είναι το Hate του Peter Bagge. Πρωταγωνιστής του είναι ο Buddy Bradley, ο οποίος πρωτοέκανε την εμφάνισή του στο κόμικ The Bradleys του περιοδικού Neat Stuff ως γιός μιας δυσλειτουργικής μικροαστικής οικογένειας του New Jersey. Τοποθετούμενο στη μισή του διάρκεια στο Seattle κι έπειτα εκ νέου στο New Jersey, ακολουθεί τον Buddy στην πορεία ζωής του ως νέος χωρίς στόχους και προοπτικές, κακοπληρωμένες δουλειές χωρίς μέλλον και προβληματικές κοινωνικές σχέσεις με τους γύρω του και καταλήγει σε μια σχετική ασφάλεια μικρών επιχειρηματικών προσπαθειών, οικογενειακής ζωής και λυσίματος δεσμών με όσα πρόσωπα του κοινωνικού του περίγυρου θεωρούσε πως τον κρατούν πίσω (δηλαδή σχεδόν όλα).
Το κόμικ είχε τεράστια επιτυχία κυρίως επειδή κατάφερε να δημιουργήσει πειστικούς χαρακτήρες: ο μισάνθρωπος κάτι-σαν-χίπστερ Buddy ενσωμάτωνε πλήρως το στερεότυπο του νέου άντρα της εποχής, ο φίλος του Stinky ήταν πρότυπο παρωδίας των subcultures των 90’s (καθώς τις ακολουθούσε κυρίαρχα για τη βελτίωση της σεξουαλικής του ζωής), η διπολική Lisa, με την οποία ο Buddy είχε μια on-and-off σχέση σε όλη τη διάρκεια της σειράς μέχρι τελικά να την παντρευτεί, αποτυπώνει τη νευρωτική πλευρά της νεολαίας της περιόδου, ο Jay, παλιός φίλος και συνεργάτης του Buddy στην επιχείρηση συλλεκτικών ειδών που άνοιξε ήταν εκείνος ο έξυπνος και ψαγμένος φίλος αλλά βαθιά προβληματικός και αμετροεπής χρήστης ουσιών που όλοι είχαν κάποια στιγμή στη ζωή τους κτλ. Η περίοδος που ο Buddy ήταν στο Seattle συνέπεσε επίσης χρονικά με την άνοδο της grunge σκηνής, κάτι που έκανε το Hate εξαιρετικά δημοφιλές σε όσους την παρακολουθούσαν, παρόλο που την παρωδούσε ανελέητα (κάποια στιγμή ο Buddy έγινε μάνατζερ μιας μπάντας όλα τα μέλη της οποίας λέγονταν… Kurt). Τέλος, η εξέλιξή του ως χαρακτήρας, από νέος χωρίς ελπίδα σε σχετικά επιτυχημένος μικροεπιχειρηματίας, αντανακλά την πραγματική πορεία της ίδιας της Gen X, η οποία στις ύστερες μέρες της θεωρείται πως βρήκε την “ευτυχία” στο συμβιβασμό, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
Bonus WTF: Για εντελώς ακατανόητους λόγους, το 2006 στην Ελλάδα το Mo’ Mad, καρτοκινητή σύμπραξη του καναλιού Mad και της TIM (σήμερα Wind), προσέλαβε τον Peter Bagge να φτιάξει τη διαφήμισή του χρησιμοποιώντας τελείως εκτός context τους Buddy και Lisa. (δεν κάνουμε πλάκα…)
Ghost World
Το διάσημο πλέον κόμικ του Daniel Clowes είναι από τα πιο δυσκολοχώνευτα έργα του είδους. Σκοτεινό, κυνικό και ψυχοπλακωτικό, το Ghost World είναι μια σκληρά ρεαλιστική προσέγγιση της νεολαίας των πρώιμων 90’s και της φιλίας, της μετεφηβείας και του περάσματος στην ενηλικίωση γενικότερα. Οι κεντρικές ηρωΐδες του, Enid και Rebecca, έχουν μόλις αποφοιτήσει από το σχολείο και περνάνε τις μέρες τους άσκοπα περιφερόμενες στην πόλη που ζουν, κριτικάροντας σαρκαστικά όποιον συναντούν, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για την ποπ κουλτούρα της περιόδου, κάνοντας άκαρδες φάρσες και συζητώντας με μηδενιστική διάθεση το παρόν και το μέλλον τους. Συχνότερο θύμα τους ο Josh, καλοκάγαθος φίλος τους με τον οποίο σταδιακά συγκροτούν ένα ιδιαίτερο ερωτικό τρίγωνο. Σε αντίθεση με το Hate, του οποίου το χιούμορ βοηθάει την κυνικότητά του να αφήσει θετική επίγευση στον αναγνώστη, το Ghost World αφήνει μόνιμα την αίσθηση της απόγνωσης, παρόλο που δεν είναι γραμμένο με δραματικό τόνο.
Τα δύο κορίτσια δένονται στη μετεφηβική αντίδρασή τους, συγκροτούν μια βαθιά φιλία στην βάση των κοινών αποστροφών τους και το συναίσθημα ανωτερότητας που είναι μάστιγα αυτής της ηλικίας, μεγαλώνουν και αντιμετωπίζουν πραγματικά ερωτήματα της ζωής και τελικά η σχέση τους ψυχραίνει και απομακρύνονται, όπως συμβαίνει συνήθως όταν μεγαλώνει κανείς. Ακριβώς ο ρεαλισμός του είναι που το καθιστά τόσο “βαρύ”: δύσκολα δε θα αναγνωρίσει κανείς στοιχεία του εαυτού του μέσα του. Πρόκειται άλλωστε ένα κόμικ που ιδιοποιείται όλα τα κακά στερεότυπα για τη Gen X και τα φτύνει περήφανα πίσω με μετεφηβική αυθάδεια. Το σύνολο υποβοηθείται από το εξαιρετικό όσο και λιτό σχέδιο, τις απαλές αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου με τις οποίες έχει χρωματιστεί και τις λέξεις “Ghost World” γραμμένες σε διάφορα σημεία της πόλης. Όλα μαζί δίνουν την αίσθηση στον αναγνώστη πως παρακολουθεί ένα χωροχρονικό κενό που έχει ρουφήξει τις ζωές των ανθρώπων μιας συνηθισμένης πόλης, μια διαρκή ρουτινιάρικη επανάληψη που το τέλος της είναι ακόμα σκληρότερο επειδή είναι εντελώς αναμενόμενο. Η επιτυχία του οδήγησε στην εξίσου καλοφτιαγμένη κινηματογραφική μεταφορά του από τον Terry Zwigoff και πρωταγωνιστές την Thora Birch, τη Scarlett Johansson (Her,Jungle Book) και το Steve Buscemi (Boardwalk Empire, The Big Lebowski)
Johnny the Homicidal Maniac
O Johnen Vasquez είναι γνωστός για την επιτυχημένη σειρά κινουμένων σχεδίων του, το Invader Zim. Η σειρά, όμως, που τον εισήγαγε στο κοινό δεν έχει καμία σχέση με το κατά βάση παιδικής απεύθυνσης καρτούν. Το Johnny the Homicidal Maniac είναι μια ισόποσα ξεκαρδιστική και σκοτεινή σειρά κόμικ για έναν μανιακό δολοφόνο, τον Johnny C. Για λόγους που ποτέ δε γίνονται ιδιαίτερα σαφείς, ο Johnny (Nny για συντομία) σκοτώνει και βασανίζει αδιάκριτα κόσμο χωρίς να κρύβεται αλλά και μυστηριωδώς χωρίς να έχει καμία συνέπεια από τις αρχές. Άλλες φορές φαίνεται να είναι λόγω του bullying που δεχόταν και δέχεται για το goth ντύσιμο και τη λεπτή σιλουέτα του, άλλες φορές λόγω της σχιζοειδούς παράνοιάς του. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι πίσω από ένα τοίχο του σπιτιού του κρύβεται μια λαβκραφτιανή εξωκοσμική οντότητα που διψάει διαρκώς για αίμα και αναγκάζεται να σκοτώνει για να την κρατήσει μακριά. Το μίσος του για όλη την ανθρωπότητα τείνει συχνά να εξιδεικεύεται στα πραγματικά κατακάθια της και όντως έχει κάποιο περιορισμένο κώδικα τιμής.
Κατά τ’άλλα, η παράνοιά του τον οδηγεί στο να του είναι αδύνατον να συνάψει οποιαδήποτε πραγματική κοινωνική σχέση. Μόνη εξαίρεση το παιδάκι στο διπλανό σπίτι, που οι γονείς του τον μισούν γιατί δεν ήθελαν ποτέ να τον αποκτήσουν και το οποίο βαφτίζει Squee και του φέρεται σαν μικρό αδερφάκι του, προκαλώντας του στην πορεία σοβαρά ψυχικά τραύματα. Η μοναδική άλλη περίπτωση που παραλίγο να δεθεί με άνθρωπο ήταν με μια κοπέλα, τη Devi, την οποία θέλησε να σκοτώσει στο τέλος του ραντεβού τους για να “διατηρηθεί η στιγμή” αλλά κατόρθωσε να του ξεφύγει (ο Squee και η Devi αργότερα πρωταγωνίστησαν στους τιτλους Squee και I Feel Sick, με το δεύτερο ειδικά να διευρύνει κατά πολύ τα όρια του σύμπαντος του JtHM). Το background του κομικ αποτελείται από μια υπερβολική εκδοχή του αμερικάνικου καταναλωτικού προτύπου: ένα αστικό περιβάλλον γεμάτο μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων, βρώμα, ταμπέλες neon και σκοτεινά δρομάκια με κακοζωγραφισμένα graffiti και συμμορίες. Αυτή η εικόνα παρακμής παίζει σημαντικό ρόλο. Παρόλη τη φρίκη των εγκλημάτων του Nny, το όλο στήσιμο του κόμικ αποπνέει έναν αέρα σήψης όλου του ανθρώπινου είδους που αφέθηκε να φτάσει σε αυτό το σημείο και κανείς δεν είναι πραγματικά αθώος σε αυτό το πλαίσιο. Είναι αδύνατο επίσης να πει κανείς με βεβαιότητα αν όλα τα μεταφυσικά φαινόμενα γύρω από τη δράση του Nny ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αν είναι αποτέλεσμα της ψυχασθένειάς του.
Είναι όμως βέβαιο πως η τελευταία είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού του περίγυρου και η δολοφονική μανία του αντίδραση σε αυτό, χωρίς να επιχειρείται να δικαιολογηθεί. Το δυνατό σημείο του κόμικ είναι επακριβώς ότι είναι μεταφορά για τον πραγματικό αποκλεισμό της διαφορετικότητας και την ώθηση στην ψυχασθένεια, στην οποία οδηγεί η κυριαρχία του άκρατου καπιταλισμού και της ηδονιστικής κατανάλωσης που ήταν η πραγματικότητα της εποχής του και είχε αρχίσει να γίνεται αβάσταχτα συνειδητή. Προσθέτοντας σε αυτά το ασύμμετρο στυλ σχεδιασμού, την ασυνέχεια της εξιστόρησης, το βιτριολικό χιούμορ και τα παραληρήματα γραμμένα στα χωρίσματα των καρέ, έχουμε ένα σύνολο που μπορεί ταυτόχρονα να είναι κοινωνικό σχόλιο και slapstick σπλατεριά. Κατ’αντιστοιχία με το Hate και τη grunge σκηνή, λειτούργησε επίσης ως σημείο αναφοράς για τη goth υποκουλτούρα που άνθισε την ίδια περίοδο.
Zenith
Αν και τρόπον τινά υπερηρωϊκό κόμικ, το Zenith του Grant Morisson αποτελεί και μια πραγματική σπουδή στο χάσμα μεταξύ των baby boomers και της Gen X. Ξεκινώντας από εμφανής φόρος τιμής στο Watchmen του Alan Moore αλλά εξελισσόμενο στην πορεία σε σημαντικά αναγνωρίσιμο κομμάτι της βρετανικής σκηνής κόμικ, το Zenith είναι η ιστορία του ομώνυμου πιτσιρικά superhuman. Τοποθετείται σε ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι με υπερδυνάμεις ήταν το αποτέλεσμα πειραματισμού στο ανθρώπινο γονιδίωμα κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με μια διαδικασία αντίστοιχη με αυτή της δημιουργίας του Captain America. Οι superhumans της γενιάς των baby boomers συγκρότησαν αρχικά μια κυβερνητική οργάνωση πάταξης εγκλήματος, αρνήθηκαν στη δεκαετία του ‘60 να συμμετάσχουν στον πόλεμο του Βιετνάμ και εξαφανίστηκαν σταδιακά από το προσκήνιο, σε σημείο όπου ο μόνος αναγνωρίσιμος superhuman να είναι ο Zenith. Ο τελευταίος ήταν ο πρώτος γόνος δύο superhuman και επομένως ο πρώτος που γεννήθηκε με υπερδυνάμεις αντί να τις αποκτήσει τεχνητά. Ο Zenith απέχει πολύ από το να ναι υπερήρωας. Είναι pop τραγουδιστής, αδιάφορος για κάθε κοινωνικό συμβάν, εγωϊστής και κακομαθημένος. Σταδιακά, η επανεμφάνιση των baby boomer υπερηρωών τον παρασύρει σε μια διαρκή μάχη απέναντι σε εξωκοσμικές οντότητες ονόματι Lloigor, που είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιούν σώματα superhuman για να ενεργήσουν στη δική μας διάσταση.
Η αντιπαραβολή των δύο γενεών είναι διαρκώς εμφανής. Παρόλο που η γενιά των baby boomers παρουσιάζεται να έχει πουλήσει εντελώς όλα τα ιδανικά που πρέσβευε στη νεότητά της (μέλος τους πρώην χίπης ξεκινά ως σύμβουλος της Θάτσερ και καταλήγει πρωθυπουργός), δείχνει ωστόσο να ενεργεί βάσει ιδεολογιών, ηθικών κανόνων και σκοπών. Ο Zenith μπλέκεται διαρκώς άθελά του σε πολιτικά και προσωπικά κίνητρα άλλων, αρνούμενος σθεναρά να πάρει ο ίδιος θέση, ενεργώντας αποκλειστικά προς ίδιον όφελος και κοντόφθαλμα, ακόμα κι όταν είναι εμφανές ότι μπορεί η επιβίωση όλου του σύμπαντος να εξαρτάται από αυτόν. Κι όμως, παρόλο που ο Zenith ενσαρκώνει εμφανώς τα προβληματικά στοιχεία της γενιάς του, η ματιά του Grant Morisson δεν είναι υποτιμητική προς αυτόν.
Η Gen X πράγματι βρέθηκε να αποτελεί πιόνι ήδη διαμορφωμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, αναγκασμένη να πάρει μια πορεία πρακτικά προδιαγεγραμμένη και η αδιαφορία της ήταν κυρίως σπασμωδική αντίδραση στην παντοδυναμία της απουσίας εναλλακτικής της περιόδου. Ο Μοrisson, όσο κι αν κριτικάρει αυτή την παραίτηση, τη χρησιμοποιεί πρώτιστα και αυτήν ως μέσο κριτικής σε ό,τι προϋπήρξε, με την αποστροφή του για τους Tories να είναι και απόλυτα ρητή σε αυτό το έργο. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το κόμικ που τον πρωτοέκανε γνωστό και αποτέλεσε και βάση για τις ιδέες που ανέπτυξε έπειτα στο πέρασμά του από τη DC/Vertigo και ιδιαίτερα στο Invisibles.
Τιμητικές αναφορές
Μια περίοδος τόσο μεγάλης έκρηξης δημιουργικότητας έχει προφανώς πολύ ψωμί αναφοράς και σύγκρισης με την πραγματικότητα που αντανακλούσε. Πέραν των προαναφερθέντων, σίγουρα οφείλει να γίνει μνεία στο του Frank Miller, η neonoir αισθητική του οποίου ήταν μέρος μιας γενικής αναβίωσης του genre κατά την περίοδο – αν και πάντα μπορεί να ειπωθεί ότι τα έργα του Frank Miller πιο πολλά λένε για τον… Frank Miller παρά για οτιδήποτε άλλο.
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος, το Milk & Cheese του Evan Dorkin, ένα εντελώς σουρεαλιστικό κόμικ για ένα κουτάκι γάλα κι ένα κομμάτι τυρί που πίνουν τζιν, δέρνουν την αστυνομία και τα βάζουν με την pop culture της εποχής τους αντανακλά την πιο punk διάθεση της Gen X. Το Dirty Plotte της Julie Doucet και το Naughty Bits της Roberta Gregory ήταν η φεμινιστική πλευρά των κόμικ της εποχής.
Αμφότερα ημιαυτοβιογραφικά, αλλά ειδικότερα το πρώτο ήταν μια μοναδική ματιά στο μυαλό μιας γυναίκας καλλιτέχνιδος καθότι ήταν παράθεση κυρίως των ονείρων της δημιουργού, γεμάτη από φαλλικά σύμβολα, χρήσης του σεξ ως εξουσίας και αίσθησης περιορισμού της γυναικείας δημιουργικότητας. Ο μόνος λόγος που δεν πήρε ξεχωριστή θέση στα παραπάνω είναι ότι πραγματικά είναι υπεράνω περιγραφής. Όσο για τα κόμικ της Vertigo, χρήζουν ειδικής ανάλυσης και παρουσίασης για την οποία και επιφυλασσόμαστε.