Η Άντι Μπάντρεν βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της και η οικογένειά της, ο σύζυγος και τα πέντε παιδιά της, εκπληρώνουν την τελευταία της επιθυμία: κατασκευάζουν το φέρετρό της και προετοιμάζουν το ταξίδι από τον τόπο τους, την επαρχία της Γιοκναπατόφα, προς το Τζέφερσον, τόπο καταγωγής της, ώστε εκείνη να ταφεί μαζί με το σόι της. Όσο τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας Μπάντρεν οδεύουν βαθιά στα έγκατα του αμερικανικού Νότου, οι κακοτυχίες θα τους χτυπούν ξανά και ξανά, τα ανηλεή στοιχεία της φύσης, αλλά και η ίδια η ανθρώπινη κακία και απονία, θα στραφούν εναντίον τους, σε ένα οδοιπορικό με απώτερο προορισμό την (ενδοσκοπική) Κόλαση.
Ο William Faulkner είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους αλλά και επικριθέντες Αμερικανούς συγγραφείς: τα έργα του εντάσσονται στα κλασικά του 20ου αιώνα, στον αμερικανικό λογοτεχνικό Κανόνα, αλλά και έχουν κατηγορηθεί ως αμφιλεγόμενα και δυσνόητα, βλάσφημα, προσβλητικά και αιρετικά, ενώ έχουν απαγορευθεί από τη διδακτέα ύλη σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ. Το Καθώς ψυχορραγώ συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της λογοτεχνίας του και η ιστορία πίσω από τη συγγραφή του στη μυθολογική σφαίρα γύρω από το όνομα και το έργο του – λέγεται πως το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1929 σε μόλις 47 ημέρες, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών βαρδιών του ως επιστάτη στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, από τις 11 το βράδυ έως τις 4 το πρωί, σε μόνο μία, συγγραφική, ανάσα, μια χειμαρρώδη ορμή της διανοίας του, μια, κατά τον ίδιο, «tour de force». Το βιβλίο διαβάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την, κλασική πλέον, μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα για τις εκδόσεις Κέδρος, μια μετάφραση της οποίας οι ιδιωματισμοί και η αναχρονιστική γλώσσα υπογράμμιζαν την αναγκαιότητα να επανασυστηθεί ο Faulkner στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με μια νέα, σύγχρονη γλώσσα και ερμηνεία – ένα κενό που ανέλαβε να καλύψει ο χαλκέντερος μεταφραστής Παναγιώτης Κεχαγιάς, για τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Orbis Literae.
Το Καθώς ψυχορραγώ είναι ένα έργο καινοτόμο, νεωτερικό, τόσο στη θεματολογία, την αλληγορική ερμηνεία και τους συμβολισμούς του, όσο και, ιδίως, στη γλώσσα, τη μορφή της πρόζας και τη δομή του: χωρισμένο σε 59, μικρές σε έκταση, αφηγηματικές ενότητες και με 15 εναλλασσόμενους αφηγητές και οπτικές γωνίες, καθένα από τα μέλη της οικογένειας Μπάντρεν, αλλά και μια πληθώρα από ετερόκλητους χαρακτήρες που αυτοί συναπαντούν, αφηγείται το χρονικό του θανάτου και της πορείας προς την ταφή της Άντι Μπάντρεν, συνθέτει, σταδιακά και προοδευτικά, το μωσαϊκό της κεντρικής τραγωδίας της αφήγησης.
Κάθε αφηγητής υιοθετεί διαφορετικό ύφος, κάθε φωνή είναι εξέχουσα και διακριτή, καθένα από τα (συστατικά) μέρη του δράματος παρέχει διαφορετικές πληροφορίες για αυτό, σε μια αφήγηση πολυφωνική και πλουραλιστική. Ο χρόνος διασπάται και κατακερματίζεται, ο Faulkner δεν εξιστορεί τα γεγονότα της αφήγησης γραμμικά αλλά, χρησιμοποιώντας τις λογοτεχνικές τεχνικές της ροής της συνείδησης και του εσωτερικού μονολόγου, ακολουθεί τις σκέψεις και τους συνειρμούς των χαρακτήρων του σαν γραμμή που εκτείνεται εις το διηνεκές, άλλοτε σπειροειδής άλλοτε διακεκομμένη, με μια πρόζα και δομή, χαρακτηριστική της λογοτεχνίας του, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιονιέρους του μοντερνισμού. Κατεξοχήν μυθιστοριογράφος του αμερικανικού Νότου και λογοτεχνικός προπάτορας του Cormac McCarthy, ο Faulkner έχει κατασκευάσει τη δική του τοπογραφία, με τη λογοτεχνική επινόηση της επαρχίας της Γιοκναπατόφα, όπου και τοποθετείται σχεδόν το σύνολο του έργου του, αντανάκλαση της πολιτείας του Μισισιπή και αναπαράσταση της γεωγραφικής, πολιτισμικής και ταξικής ταυτότητας και χαρακτηριστικών της.
Ο Faulkner ψυχογραφεί τους ήρωες του, τόσο μέσα απο τις προσωπικές τους αφηγήσεις όσο και μέσω των ετερόφωνων αναφορών σε αυτούς: ο Ανς Μπάντρεν, ο πατέρας της οικογένειας, ακαμάτης και τεμπέλης, παραπονείται διαρκώς για τη βιοπάλη του, για την άτυχη μοίρα και το κακό ριζικό του, όμως μέσα από τις οπτικές γωνίες των υπόλιπων αφηγητών σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός ανθρώπου άπληστου και φαύλου, πηγή και ρίζα κάθε κακοτυχίας της οικογένειάς του, αρχετυπικός μυθιστορηματικός κακός του είδους. Ο Κας, ο μεγαλύτερος γιός της οικογένειας, ικανός και φημισμένος ξυλουργός, είναι ο πιο πραγματιστής εκ των Μπάντρεν, η αφηγηματική του φωνή, σαν το ξύλο που λαξεύει, η πιο γειωμένη και ρεαλιστική – ο ίδιος θα θυσιάσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέρη του εαυτού του για να εκπληρώσει την ύστατη επιθυμία της μητέρας του, τοποθετημένος πάνω στην κάσα, προπομπός της νεκρώσιμης ακολουθίας που βαδίζει νομοτελειακά προς την καταστροφή του.
Ο Νταρλ, δευτερότοκος γιός και κύριος άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η αφήγηση, είναι αυτός με το ζωηρότερο φαντασιακό και τη μεγαλύτερη παρατηρητικότητα αισθητηριακών ερεθισμάτων και εξωτερικής πραγματικότητας, εκείνος που κοιτάζει στα μάτια των άλλων και διαισθητικά γνωρίζει τα μυστικά, τις σκέψεις και τις προθέσεις τους, εκείνος που θα αμφισβητήσει το δόκιμο της αποστολής και την ανιδιοτέλεια των σκοπών, μια ψυχή ευαίσθητη και εύθραυστη, που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στη σωφροσύνη και την τρέλα, τη λογική και το παράλογο. Στο μεταίχμιο της παραφροσύνης ισορροπεί και ο μικρότερος γιός, το παιδί της οικογένειας, ο Βάρνταμαν, που αδυνατεί να συλλάβει το αμετάκλητο της απώλειας της μητέρας του και γι’ αυτό καταφεύγει στη μαγική σκέψη και στην καταβύθιση στον παραλογισμό, μεταθέτει την ψυχή της μητέρας του στο σώμα ψαριού και αλόγου, χρησιμεύοντας στον Faulkner ως λογοτεχνικό όχημα για τη διατύπωση των θρησκευτικών/μεταφυσικών προβληματισμών του για το δισυπόστατο της ανθρώπινης ύπαρξης και τον διαχωρισμό ύλης και πνεύματος.
Ο Τζούελ, τρίτος κατά σειρά γιός και ο πιο πολύπλοκος και μυστηριώδης εκ των Μπάντρεν στην αποκωδικοποίησή του, αγαπημένος της μητέρας και/ως καρπός της αμαρτίας της, είναι το μαύρο πρόβατο και αυτός με την πιο ταραχώδη σχέση με τη μητέρα του όσο εκείνη ήταν εν ζωή, αλλά και ο μόνος που θα προβεί σε πράξεις αγνού ηρωισμού και ανιδιοτέλειας για να την τιμήσει, εκείνος που, εκπληρώνοντας την προφητεία της, θα βουτήξει σε νερό και φωτιά για να τη σώσει. Η Ντιούι Ντελ, μοναχοκόρη της οικογένειας, από την άλλη, έχει τους δικούς της, ιδιοτελείς σκοπούς για το ταξίδι στο Τζέφερσον, το δικό της μυστικό και ανομολόγητη αμαρτία που προσπαθεί να εκριζώσει. Μόνο μία, μεμονωμένη φορά ακούγεται η φωνή της μητέρας, της Άντι Μπάντρεν, απέλπιδα κραυγή μέσα από την ύστατη κατοικία της, σε μια χειμαρρώδη, ανυπόκριτη εξομολόγηση για τα λάθη και τα κρίματά της, την οδύνη και τις αμαρτίες, τις τύψεις και τις ενοχές της, αλλά και για τη μητρότητα και τους περιοριστικούς ρόλους που κλήθηκε να ενδυθεί.
Στο σπίτι όπου «οι φωνές ακούγονται λες και μιλάνε μέσα από τον αέρα γύρω από το κεφάλι σου», το σπίτι όπου τα τρομακτικότερα, πιο μοχθηρά τέρατα είναι οι ίδιοι οι ένοικοί του και τα μέλη της οικογένειας τα φαντάσματα που το στοιχειώνουν, ο Faulkner στήνει μια τραγωδία κλασική στον κεντρικό άξονα της θεματικής της – μια οικογένεια στα όρια της φτώχειας, μια απώλεια, το περιρρέον της πένθος – αλλά καινοτόμα και ρηξικέλευθη τόσο στην υπονόμευσή της όσο και στη δομή της. Σε πρώτο επίπεδο, συνθέτει μια τοιχογραφία του μετεμφυλιακού αμερικανικού Νότου, της αγροτικής ζωής και των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων: οι Μπάντρεν παλεύουν καθημερινά για τον βιοπορισμό τους, ωρύονται για τις αυξημένες φορολογίες, αναλαμβάνουν εργασίες αμοιβής τριών δολαρίων με κόστος να μην αποχαιρετίσουν την ετοιμοθάνατη μάνα τους στο νεκροκρέβατό της, συχνά ζουν κάτω από τα όρια της ένδειας και της φτώχειας. Ο Faulkner γράφει για την κοινωνική αδικία και τις ταξικές ανισότητες, για τα γυναικεία αναπαραγωικά δικαιώματα και τον νομιμοποιημένο στο συλλογικό συνειδητό ρατσισμό, και αναπαριστά γλαφυρά και ρεαλιστικά την εποχή και τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν.
Σε δεύτερο επίπεδο, το Καθώς ψυχορραγώ είναι μια αφήγηση για την απώλεια και το πένθος με τη δομή αρχαιοελληνικής τραγωδίας, μια υπαρξιακή σπουδή για τη θνητότητα, τον θάνατο και το επέκεινα, με φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις και ποικίλες διακειμενικές αναφορές και συσχετισμούς. Σε ένα τρίτο, όμως, επίπεδο, υποδόριου κυνισμού και γκροτέσκου μηδενισμού, το Καθώς ψυχορραγώ είναι μια υπονόμευση της ίδιας της τραγωδίας, αποδόμηση και αντιστροφή της: (σχεδόν) όλα τα μέλη της οικογένειας Μπάντρεν έχουν τους δικούς τους, ίδιους σκοπούς, εγωιστικούς λόγους της πραγματοποίησης του ταξιδιού στο Τζέφερσον και οι πράξεις που αρχικά φαντάζουν συνδηλωτικές του ηρωισμού και της άνευ όρων αγάπης προς τη μητέρα είναι και αυτές που εν τέλει θα αναδείξουν την υστεροβουλία, τον εγωισμό και την τρυφηλότητα της ανθρώπινης φύσης, μέχρι το φινάλε – αφηγηματική κορύφωση της ανθρώπινης κακίας.
Με γλώσσα άλλοτε ωμή, στυγνά ρεαλιστική και άλλοτε ποιητική και λυρική, ο Faulkner συνθέτει ένα κράμα ειδών, ένα αμάλγαμα southern gothic, υπαρξιακού western και επικής αρχαιοελληνικής τραγωδίας, με αναφορές από τη Βίβλο και τον Όμηρο, που δανείζει στο μυθιστόρημα και τον τίτλο του, μέχρι τον Δάντη, τον Shakespeare και τον T.S. Eliot. Σπουδή στην ταυτότητα και τους ρόλους που καλούμαστε να ενδυθούμε εντός του ασφυκτικού οικογενειακού οικοδομήματος, υπαρξιακή ελεγεία για τον θάνατο, το θρησκευτικό και φιλοσοφικό σημαίνον του, αλλά και τεχνικό αριστούργημα του μοντερνισμού, το Καθώς ψυχορραγώ είναι μια ανεστραμμένη Οδύσσεια, μια κατάβαση στον Άδη ποτισμένη από το νερό του υπερχειλίζοντος ποταμού, καψαλισμένη από τον πνιγηρό ήλιο του Ιουλίου του αμερικανικού Νότου, μια κάθοδος τόσο υλική όσο και αλληγορικά προσωπική και ενδοσκοπική.
Η Κόλαση, κατά Faulkner, είναι η αδιαφορία ενός Θεού ανηλεούς, βάναυσου και απρόσωπου, είναι το αμετάκλητο της θνητότητας και η μοιρολατρική πορεία του ανθρώπου προς την εντροπία, είναι οι εγκλωβιστικές κοινωνικές σχέσεις, οι οικογενειακοί ρόλοι και οι σύμφυτές τους ταμπέλες, αλλά, πρωτευόντως, είναι ο ίδιος ο Εαυτός, τα κρίματα και τα ανομήματα του παρελθόντος, το βάρος των τύψεων και των ενοχών. Και με αυτό το άχθος (Μπάντρεν – burden), βαρύ σαν ξύλινο φέρετρο με έναν νεκρό σε αποσύνθεση εντός του, καλείται ο φωκνερικός άνθρωπος να αναμετρηθεί στη νομοτελειακή πορεία του προς τη νεκρική κάσα, όσο «ζούμε για να προετοιμαστούμε να μείνουμε πεθαμένοι», μάχεται τις μοχθηρές, φασματικές παρουσίες της ίδιας του της φαυλότητας, καθώς ψυχορραγεί.