ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ
ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται
καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν.
Κατά Ματθαίον, 11:12
Η ζωή της Φλάννερυ Ο’ Κόνορ είναι ίσως πιο τραγική από οποιαδήποτε ιστορία της. Με καταγωγή από τον αυστηρό αμερικάνικο Νότο της δεκαετίας του 1930, με μια ακόμα πιο αυστηρή ρωμαιοκαθολική ανατροφή, η θρησκεία και η βαθιά πίστη δεν άφησε ποτέ τη σκέψη ή την έμπνευση της. Παρά το βαθιά αντιδραστικό περίγυρο και περιβάλλον της, κατάφερε να αναδειχθεί ως συγγραφέας, βλέποντας τις ιστορίες της να εκδίδονται στα πιο αναγνωρισμένα περιοδικά της εποχής. Τότε, το 1952, ήταν που χτύπησε η αρρώστια, που στην περίπτωση της ήταν λύκος (Lupus).
Η Ο’ Κόνορ καθηλώθηκε στο κρεβάτι, αποδυναμωμένη, μέχρι που τελικά ηττήθηκε, 12 αργά και επίπονα χρόνια αργότερα, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ωστόσο, το μοναδικό ύφος της Νότιας θρησκευόμενης συγγραφέα έμελε να παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε, κάπως παράδοξα, Southern Gothic, το οποίο συνδύαζε σκέψεις για την ταυτότητα του θείου (αισθήματος και λόγου) στην σημερινή ζωή, την θέση του ατόμου στην θρησκεία και στην κοινωνία, και όλα αυτά μακριά από κατηχητικούς διδακτισμούς, αλλά με μια γνήσια αγάπη για τον άνθρωπο και κατανόηση της θέσης του μέσα στο πύργο της Βαβέλ στον οποίο έχει εξελιχθεί η σύγχρονη ζωή, την οποία αντιλαμβάνεται μέσα από συμπληρωματικές αντιθέσεις: θρησκεία και επιστήμη, χωριό και πόλη, απομόνωση και επικοινωνία.
Το ιδίατερο “Και Βιασταί Αρπάζουσι Αυτήν” (εκδόσεις Αντίποδες και σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά ) εμπεριέχει όλο αυτό το σκεφτικό και την ίδια στιγμή φαίνεται, με όχημα την θεολογική αναφορά στον ασκητισμό των πρώτων χριστιανικών χρόνων, να την υπερβαίνει. Η συγγραφέας αντιπαραβάλει την μία αντίθεση με την άλλη με κριτή έναν καταπιεσμένο νεαρό, ο οποίος κυριολεκτικά παλεύει μαζί τους, βασανίζεται σωματικά και ψυχικά από αυτές. Επιπλέον, η Ο΄Κόνορ καταφέρνει, μέσα από έναν δυναμικό λόγο και μια συγκρουσιακή πλοκή, να θέσει βαθύτερα ερωτήματα, που ξεπερνούν την σφαίρα της μεταφυσικής και αγγίζουν την υπαρξιστική φιλοσοφία, για την ταυτότητα του ατόμου σε σχέση με τον κόσμο.
Ο ήρωας της, ο 14χρονος Φράνσις Μέισον Ταργουότερ, αφήνεται από την αρχή του βιβλίου μόνος στον κόσμο. Ο θάνατος του παππού του (τυπικά αδερφός της γιαγιάς του), του τρελού προφήτη Μέισον Ταργουότερ, τον ρίχνει ευθύς αντιμέτωπο με ένα ακραίο δίλημμα, του οποίου την λύση ο άπειρος εαυτός του δεν μπορεί να δώσει. Με την πατρική οδηγία να θάψει τον νεκρό και να βάλει πάνω στο μνήμα το σημείο του σταυρού να κρέμεται από πάνω του, μια άλλη φωνή, που την λογίζει σαν ξένη, αρχίζει να του ψιθυρίζει να φύγει, να αρνηθεί την κληρονομιά του ασκητισμού στο ερημικό δάσος του Τενεσί που είχε ετοιμάσει για αυτόν ο παππούς του από την στιγμή που τον έκλεψε από τον θείο του. Toυ βάζει στο μυαλό το θέλγητρο της ελευθερίας, της πόλης. Όταν επανασταστεί ενάντια στην τελευταία επιθυμία του παππού του, σφραγίζει την φυγή του με φωτιά.
Στην πόλη όμως, όπου αντικρύζει τον θετικιστή θείο και το παιδί του, που πάσχει από νοητική στέρηση, κατανοεί πως δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει τόσο εύκολα. Σταδιακά καταλαμβάνεται από την έμμονη ιδέα του βαφτίσματος του παιδιού. Η ουσία του μυθιστορήματος είναι σε αυτή την εμμονή.
Οι δύο πλευρές που επιλέγει η Ο΄Κόνορ είναι αναμφισβήτητα διαστρεβλωμένες. Ούτε η ρωμαιοκαθολική της πίστη μπορεί να βρει στήριγμα στην παράνοια του γέρο Ταργουότερ, η οποία είναι ακραία αντικοινωνική και απωθητική ακόμα και για τον ανιψιό του, ούτε όμως και στην μπηχεβιοριστική, μηχανιστική αντίληψη του δασκάλου για την επιστήμη. Αμφότερες όμως έχουν την βάση τους στην πραγματικότητα, η πρώτη στην χριστιανική παράδοση και η δεύτερη στην υποταγή των κοινωνικών επιστημών στον θετικισμό. Αυτές οι ακραίες εκδοχές κάνουν την μεταξύ τους σύγκρουση πιο δραματική και έτσι οι ψυχοσωματικές αλλαγές στον νεαρό γίνονται πιο στρωτές και κατανοητές. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί πως η μάχη είναι άνιση. Η πατρική εντολή έχει δοθεί και μόνη ελπίδα του παιδιού είναι ουσιαστικά να την τηρήσει, να ανέλθει σε έναν κόσμο συμβολικό, όχι μόνο σε γλωσσικό, αλλά και σε θεολογικό επίπεδο. Το μονοπάτι του προφήτη ξεκινά ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή, και ας περνάει μέσα από τους πολύβουους δρόμους και τις εκκλησίες.
Αφού λοιπόν ξέρουμε τον προορισμό, το ενδιαφέρον μετακινείται στο πως η εμμονή διαμορφώνει το ταξίδι. Μεγάλη σημασία σε αυτό παίζει ο ρόλος του πατέρα και η υπόσκαψη, κατά μία έννοια, της μητρικής έννοιας, η οποία όχι μόνο είναι εντελώς απούσα από το έργο, αλλά συνολικά όποτε γίνεται αναφορά σε γυναίκα ο λόγος της συγγραφέα είναι το λιγότερο υποτιμητικός, όποιον ήρωα και αν βάζει να μιλάει. Έχουμε δηλαδή μια ολική αντιστροφή του οιδιποδείου: εδώ δεν υπάρχει η ανάβαση από το φαντασιακό στο συμβολικό, αλλά εξαρχής όλοι οι ήρωες, και όχι μόνο ο νεαρός Ταργουότερ πρέπει να σφυρηλατήσουν μια ζωή μέσα στο συμβολικό, με τον πανθωρών πατέρα-θεό συνεχώς από πάνω τους. Ο πρώτος, ο γέρο-προφήτης έχει αποδεχθεί πλήρως αυτή την εποπτεία, μάλιστα, στα flashbacks που τον βλέπουμε ζωντανό, κάνει ότι μπορεί για να την ενισχύει. Ο άλλος, ο δάσκαλος Ρέιμπερ, έχασε το αυτί του προσπαθώντας να την αναιρέσει. Με μηχανική βοήθεια, τόσο σωματική όσο και κοινωνική, την αρνείται και την αποδιώχνει. Να σημειωθεί πως είναι και ο μόνος που γνώρισε μια οικογένεια στην οποία υπήρχε μητέρα. Σαν αποτέλεσμα όμως χάνει εντελώς την δυνατότητα να λειτουργήσει ο ίδιος σαν πατέρας. Ο τρίτος, ο νεαρός, διχάζεται αρχικά, αλλά τελικά, ενδίδει. Χαρακτηριστική για την κάθε περίπτωση είναι η αντιμετώπιση στον γιο του δασκάλου, τον για πάντα παιδί Μπίσοπ. Ο πρώτος τον αποδέχεται πλήρως, ο δεύτερος μόνο από καθήκον, αδυνατώντας να δείξει αγάπη (μόνο) σε αυτόν, ενώ ο τρίτος τον σιχαίνεται. Το σημείο αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο στην πλοκή, αλλά και σε συμβολικό επίπεδο.
Συγχρόνως, η τρομερή δουλειά που έγινε από τις εκδόσεις Αντίποδες στην (επαν)έκδοση, μας προσφέρει μαζί με το μυθιστόρημα το επιμορφωτικό επίμετρο του Ρίτσαρντ Τζιαννόνε, ίσως του σημαντικότερου μελετητή Ο’ Κόνορ. Αυτός, με όχημα την ιστορία των πρώτων ασκητών των χριστιανικών χρόνων και χρησιμοποιώντας το ερημικό τοπίο της Αιγύπτου, μας μεταφέρει στο γεμάτο πρωτόλεια δύναμη κόσμο της συγγραφέως. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό που η εξαιρετική μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά κατάφερε και ξαναβρήκε τον δρόμο της στο κοινό, καθώς ο Κοτζιάς αποτέλεσε ένα εξαιρετικό παράδειγμα λογοτέχνη και μελετητή, χωρίς τον οποίο η νεοελληνική γραμματεία και μεταφραστική εμπειρία θα ήταν σίγουρα αρκετά φτωχότερη. Το γεγονός ότι στην επανέκδοση η μετάφραση του απελευθερώθηκε από χρονικούς περιορισμούς και όρια, μονάχα προωθητικά μπορεί να λειτουργήσει.
Επιλογικά, το Και Βιασταί Αρπάζουσι Αυτήν αποτελεί μια σπουδαία δουλειά που αξίζει το χρόνο που θα του αφιερώσει κανείς για ανάγνωση, αλλά και μελέτη.