Γράφει ο Γιάννης Παπαδόπουλος
Όταν ζήτησα από την Νίκη Τζούδα, συνεκδότρια του θρυλικού περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο) “Βαβέλ”, να με φέρει σε επαφή με τον Λέανδρο (μεταξύ άλλων) για ένα αφιέρωμα που θέλαμε να κάνουμε για τη Βαβέλ στο Comic Cultura, πριν έναν χρόνο, ήταν ξεκάθαρη: ο Λέανδρος δεν δίνει συνεντεύξεις. Απογοητεύτηκα δεν σας κρύβω, μιας και ο Λέανδρος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου κομίστες, αλλά το αποδέχτηκα και περίμενα μέχρι την επομένη που θα μου έδινε η Νίκη τα τηλέφωνα των καλλιτεχνών που της είχα ζητήσει. Τελικά προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Λέανδρος είχε δεχθεί να μου παραχωρήσει συνέντευξη. Δύο- τρία διερευνητικά και προς διευθέτηση των λεπτομερειών της συνέντευξης, τηλεφωνήματα μαζί του…. και ήταν γεγονός, μόλις είχα πάρει συνέντευξη από έναν εκ των καλυτέρων Ελλήνων κομιστών. Σε αυτήν την μακροσκελή και ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο Λέανδρος μου μίλησε για τις επιρροές του, τα κίνητρά του να κάνει κόμικς, το ιδεολογικό πρόσιμο και φυσικά την Βαβέλ. Ο Λέανδρος Κόκκορης λοιπόν, είναι ένας “τεχνίτης” και όχι καλλιτέχνης, όπως λέει και ο ίδιος.
Γιάννης Παπαδόπουλος| Ξεκινήσατε να δημοσιεύετε για την Βαβέλ, ενώ ήσασταν ακόμα στην Σχολή Καλών Τεχνών. Πως ακριβώς συνέβη αυτό;
Λέανδρος| Δεν μπήκα στην ΑΣΚΤ με την πρόθεση, να γίνω εικαστικός. Όταν τελείωνα το λύκειο στο τέλος των 80’s, οι γονείς μου ανησυχούσαν για την ροπή μου προς τα μπάχαλα, την αδράνεια, την αλητεία και τις εκάστοτε καταχρήσεις, και με πίεζαν, να σπουδάσω. Αρχικά πήγα στη Βακαλό, αλλά όταν συνειδητοποίησα πόσες εργασίες έβαζαν, τα παράτησα πριν τα Χριστούγεννα. Με μερικούς μήνες φροντιστήριο σχεδίου, μπήκα εύκολα και άκοπα στην ΑΣΚΤ. Εκεί, με βρήκε μία από τις συχνές ιδεολογικό-πολιτικό-υπαρξιακές μου κρίσεις. Αδυνατούσα, να οραματισθώ τον εαυτό μου ως εικαστικό, συσχετιζόμενο με γκαλερί, μουσεία, συλλέκτες, curators, ιστορικούς τέχνης και καλλιτέχνες. Τα κόμικς, που μαζί με τα πρώιμα βίντεο-παιχνίδια ήταν οι κύριες παιδικές κι εφηβικές ενασχολήσεις μου, επανήλθαν στο προσκήνιο και αποκατέστησαν την προσωπική ηθική μου τάξη. Τα κόμικς ως γνήσιο λαϊκό Rock’n’roll ή Punk ή κάτι παρόμοιο, δεν μου προκαλούσαν υπαρξιακή ναυτία και δεν ήμουν αναγκασμένος, να υποδύομαι και να φέρω τον ρόλο του «καλλιτέχνη», που ακόμα και τώρα, δεν ταυτίζομαι μαζί του. Με θεωρώ τεχνίτη, όχι καλλιτέχνη.
Γ. Π.| Τι σας έκανε να αποφασίσετε να ασχοληθείτε με τα κόμικς;
Λέανδρος| Έχουν υπάρξει δύο ηλικιακά διαφορετικά κίνητρα. Ως παιδί και έφηβος, έκανα κόμικς για την χαρά του παιχνιδιού. Με συνέπαιρνε η γοητεία αυτής της μορφής φτηνού «κινηματογράφου» κι ήδη από τότε ήθελα, να αφηγούμαι τις όποιες ιστορίες μου. Ως ενήλικος διαφέρει, οι ανάγκες της έκφρασης και της εκτόνωσης πρωτεύουν και ακολουθεί -θα το θέσω αρκετά χοντροκομμένα και σχηματικά, αν και μου ακούγεται κάπως μαλακισμένη η διατύπωση- η «αναρχική πολιτιστική προπαγάνδα», μιας και η πολιτική στράτευση διαπνέει την υπόσταση και την δουλειά μου. Και είναι και η βαθύτατη απαισιοδοξία μου για το είδος μας και ο μηδενισμός μου σε σχέση με το –ανύπαρκτο για μένα- νόημα της ζωής, που για σύνθετους λόγους, θέλω να τα μοιράζομαι.
Γ.Π.| Τι είναι για εσάς η Βαβέλ;
Λέανδρος| Αυτή την ερώτηση και με 10.000 λέξεις, δυσκολεύομαι, να την απαντήσω και να μεταφέρω, τι υπήρξε για μένα το περιοδικό. Λοιπόν, πάνω απ’ όλα ήταν απόλυτη δημιουργική ελευθερία, χωρίς μάλλον, ίσως και αλλά, προϋποθέσεις ή δεσμεύσεις, ελευθερία του είδους που εύχομαι, να βιώσει και να αναπτυχθεί εντός της κάθε νεόφυτος δημιουργός του οτιδήποτε. Πειραματίστηκα με ό, τι και όσο ήθελα, όποτε ήθελα, με τις ελλειπτικές ιστορίες, τις χυδαιότερες και ταπεινότερες μορφές της γλώσσας, την αποδόμηση ως και διάλυση των σελίδων, την «οικειοποίηση» κατ’ εμέ -ή στεγνή κλοπή κατά άλλους- εικόνων και κειμένων τρίτων, την απουσία προόδου, δομής και δράσης, την προβοκατόρικη έκθεση του σεξ, των ναρκωτικών, της βίας, του χουλιγκανισμού, την αναρχική προπαγάνδα, το «πολιτιστικό αντάρτικο» κι όλα αυτά, με πλήρη κι αμέριστη αποδοχή εντός ενός προστατευμένου και προστατευτικού περιβάλλοντος. Το εύχομαι σε όλους, οι πειραματισμοί σε ασφαλές περιβάλλον είναι νεανική ευλογία. Και δεν είναι, ότι τα παιδιά της Βαβέλ, δεν άκουγαν και διάφορα για μένα, π.χ. ότι η δουλειά μου είναι ξενόφερτη κι εκτός ελληνικής πραγματικότητας, ότι η γλώσσα μου είναι χυδαία κι ευτελής, ότι τα σενάριά μου είναι χαοτικά και μάπα, ότι η σχεδιαστική μου ποιότητα είναι ασταθής, ότι προωθώ την τυφλή βία, τον χουλιγκανισμό και την πρέζα, ότι η ελευθερία που μου παρείχαν ήταν ασύδοτη. Και μάλλον είχαν δίκιο σε πολλά που έλεγαν, αλλά τα παιδιά της Βαβέλ είχαν την διορατικότητα, ώστε, να βλέπουν πέρα από το περιτύλιγμα. Καταλάβαιναν, ότι η βιωματική δουλειά μου είχε την ελάχιστη δυνατή μυθοπλασία. Όταν πριν πολλά χρόνια, κλαιγόμουν στον Max Andersson για το –εσωτερικής και συναισθηματικής φύσης- «διαζύγιο» με την Βαβέλ, μου ‘χε πει, πως κι εκείνος, είχε νέος μια παρόμοια εμπειρία στην Σουηδία κι ότι «πονάει πολύ η ρήξη του ομφάλιου λώρου». Αν ποτέ χρειαστεί να αναγράψω τις ευχαριστίες της ζωής μου, οι Τζούδες, ο Σιούνας κι οι υπόλοιπες/οι Βαβελαίοι έχουν ξεχωριστή θέση και τους χρωστάω τα πλείστα.
Γ.Π.| Από τα κόμικς σας στην Βαβέλ και τον αναρχικό “Παρία”, οδηγούμαστε στην χωματερή που φιλοξενήθηκε στο “9” της Ελευθεροτυπίας. Θα έλεγε κανείς ότι παρατηρείται αλλαγή στη θεματολογία σας καθώς θίγετε όλα εκείνα που κάνουν μια “χώρα του φωτός” να ψάχνει ανάσες μέσα στο σκοτάδι.
Λέανδρος| Η μετάβαση από τον Παρία στην Χωματερή, από την Βαβέλ στην Ελευθεροτυπία, είναι η ρήξη του ομφάλιου λώρου που προείπα, η μετάβαση απ’ την ερασιτεχνική παιδική χαρά της Βαβέλ, στην επαγγελματική εργασία μ’ ό, τι συνεπάγεται. Ο Παρίας και δεν το λέω, για να το παίξω κάπως, δεν έχω ιδέα, αν είναι ένα καλό κόμικς, αλλά δεν νομίζω, να πει κάποιος, ότι στερείται ειλικρίνειας και ευθύτητας, και μάλλον γι αυτό και βρήκε την θέση του και το κοινό του. Είναι μια κατάθεση των συναισθημάτων, των φόβων και των ελπίδων(;) μου για την Επανάσταση, μόνο αυτό, από τον παλιότερο, νεότερο εαυτό μου. Όταν ο Άγγελος Μαστοράκης –R.I.P. μεγάλη η χάρη του, με λύτρωσε πρόσκαιρα απ’ την φτώχεια ο άνθρωπος- μου πρότεινε, να συνεργαστώ με το 9, αυτολογοκρίθηκα. Εδώ, οφείλω μία παρένθεση: το 9 της Ελευθεροτυπίας και ακόμα περισσότερο το Καρέ-Καρέ της Εφ.Συν., ήταν πολιτικά συνειδητές επιλογές εργασίας και μόνο αυτοπεριορισμοί και αυτολογοκρισία έχουν υπάρξει. Από την μία, είναι κεκτημένο μου βάση αυτοματισμού, γιατί είναι ηλίου φαεινότερο ποιος είμαι, τι πιστεύω και τι κάνω, και είναι διαχρονικά δηλωμένο μ’ εμφατική συνέπεια και σταθερότητα. Απ’ την άλλη όμως, η μέση εφημερίδα, όχι μόνο, δεν θα μ’ ανεχόταν, αλλά, ούτε καν, θα ήθελε την συνεργασία μου. Δεν ξέρω, αν έκανα καλά, αλλά δεν μετέφερα την κανονική μου δουλειά στην εφημερίδα, πίστευα, ότι δεν θα περπάταγε η φάση. Η Μητρόπολη, η πρώτη σειρά του 9 ήταν στη χαραμάδα, μοιάζει περισσότερο με το υλικό της Βαβέλ και είναι ένα είδος μετάβασης προς το χιούμορ και τα στριπ. Κατανοώντας καλύτερα τους περιορισμούς μιας εφημερίδας, ακόμα και της χαλαρής Ελευθεροτυπίας, η αναλογία της Χωματερής μου είχε φανεί βολική. Επέτρεπε, να πω χοντρά, σκληρά και τραβηγμένα πράγματα, χωρίς περιπλοκές κι επιπλοκές. Η Ελλάδα-Φούσκα του τότε, με την υπερφίαλη αυτό-επιβεβαιούμενη σιγουριά της βαθύτατης βλακείας της άγνοιας, με προ(σ)καλούσε, να την γιαουρτώσω. Με πικρό χιούμορ, γιατί το χάρισμα της Κασσάνδρας, κανείς δεν το διασκεδάζει πραγματικά… Το διαχρονικό δια ταύτα της δουλειάς μου, πάντως, ήταν και είναι το ίδιο, από την Βαβέλ έως και την Εφ.Συν.: η στεγνή, ξερή, μηδενιστική και κυνική κριτική, υπό ένα αντικοινωνικό, πολιτικά αυτόνομο, απαισιόδοξο πρίσμα.
Γ.Π.| Τελικά τι σημαίνει η “διαχρονικά αξιόσπαστη Αθήνα” που διαβάζουμε στον πρόλογο του “Με μεγάλωσαν σκυλιά”;
Λέανδρος| Από μικρός, σε στιγμές μεγάλης ιδεαλιστικής συναισθηματικής φόρτισης, διακατέχομαι από καταστροφικές τάσεις, που μερικές φορές εξελίσσονται σε καταστροφική οργή ή και μανία. Δεν θα επεκταθώ, θα φέρω μόνο, ένα παράδειγμα: κάπου στα τέλη των 90’s, είδα για πρώτη φορά στην Αθήνα έναν τόσο εξαθλιωμένο άστεγο, όσο εκείνοι, που είχα δει στο εξωτερικό και σημειωτέον, ότι τότε, οι Έλληνες θεωρούσαν ακόμα τους άστεγους τεμπελόσκυλα, που πάθαιναν, ό, τι τους άξιζε. Ήταν ένα πολύ κρύο χειμωνιάτικο βράδυ και περιφερόταν στην Αλεξάνδρας χωρίς παπούτσια, με σακούλες σουπερμάρκετ τυλιγμένες στα πόδια του. Το θέμα είναι, τι μου συμβαίνει, κάτι τέτοιες στιγμές επιφοίτησης που είχα/έχω συχνά στην ζωή μου. Πρώτα, ξυπνάει μέσα μου ένα μικρό, ευάλωτο και ευσυγκίνητο παιδάκι. Αισθάνομαι, ότι σκυλοπνίγομαι μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό, σε μία θάλασσα από δάκρυα πόνου και θλίψης, που δεν είναι δική μου, ανήκει στους άλλους και θα ‘θελα, να μπορούσα, να φιλτράρω τα εισερχόμενα ερεθίσματα, αλλά ταυτόχρονα φοβάμαι, ότι αν φιλτράρω επιτυχώς τις προσλαμβάνουσες, θα γίνω κι εγώ γουρούνι. Με πνίγει η αδικία, όχι γιατί είμαι εγώ προσωπικά αδικημένος, αλλά γιατί η αδικία, η βίαιη επιβολή κι η αδιαφορία είναι οι κανόνες της κοινωνίας. Η θλίψη γίνεται οργή. Και μετά, αρχίζω, να λυσσάω, να μισώ τους ανθρώπους και τον πολιτισμό μας κι η Αθήνα σταματά να είναι πόλη και μεταμορφώνεται σ’ ένα απρόσωπο, μηχανικό κτήνος, που πρέπει, να καταπολεμηθεί δονκιχωτικά για υγειονομικούς λόγους.
Γ.Π.| Επιστρέψατε μετά από σχεδόν επτά χρόνια στα έντυπα. Γιατί τόσο μεγάλη παύση;
Λέανδρος «Ο Λέανδρος που κάνει κόμικς», είναι το εμφανές τμήμα μου και είμαι πολυσχιδής ή κατακερματισμένος ή και τα δύο. Ασχολούμαι με πολλά πράγματα, ήμουν σε μουσικό γκρουπ, φτιάχναμε με φίλους μια ταινία με DSLR, ασχολήθηκα με μοντάζ, σκηνοθεσία, green-screen, cgi, κάνω διάφορα γραφιστικά για cd, αφίσες, κάνω σελιδοποίηση, προγραμματίζω MIDI, ασχολούμαι με τα Linux, με τα P.C. γενικότερα, μ’ αρέσει, να διαλύω το hardware και να το επισκευάζω μόνος μου, παραπαίζω βιντεοπαιχνίδια και με κονσόλα και στο pc και στο κινητό, γράφω πολύ, συνεργάζομαι μ’ αναρχικά έντυπα. Εννοώ, ότι απ’ την δική μου πλευρά, δεν υπάρχει απουσία. Βασικά, ούτε παρουσία, υπάρχει. Το κυρίως μέρος μου, είναι και θα είναι αφανές.
Γ.Π.| Σήμερα δημοσιεύετε την σειρά από strips “Το τελευταίο τέλος του κόσμου” στην Εφημερίδα των συντακτών, έπειτα από τη συνέχεια της Χωματερής επίσης στην ίδια εφημερίδα, θίγοντας πάλι με πικρό χιούμορ τα κακώς κείμενα. Πόσο πιστεύετε ότι έχει αλλάξει η Ελλάδα μέσα στα χρόνια της κρίσης και πόσο αισιόδοξος είστε για το μέλλον;
Λέανδρος| Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά αυτό, είμαι εγώ. Φταίει η σκοπιά, που βλέπω τα πράγματα και είναι υπαρξιακό το ζήτημα. Όταν σκέφτομαι, ποιες είναι οι κοσμικές μαθηματικές πιθανότητες, η αστρόσκονη που βάση της Φυσικής με απαρτίζει, αντί να είναι διάσπαρτη ανόργανη ύλη, να αποτελεί ένα συγκροτημένο σύνολο οργανικής χημείας, με ονοματεπώνυμο και πολιτισμικές υποχρεώσεις, μου γυρνάει η βίδα. Δεν αισθάνομαι υπερτυχερός νικητής του κοσμικού λόττο, αλλά διαγαλαξιακά άτυχος. Τώρα, που κοντεύω τον μισό αιώνα ζωής και έχω την απαραίτητη αποστασιοποίηση, καταλαβαίνω ότι ο κόσμος και η Ελλάδα εντός του, είναι αυτό που είναι και είναι τόσο, όσο. Τόσο μπορούμε οι άνθρωποι και τόσο είναι. Ο καθένας ατομικά και όλοι μαζί συλλογικά. Νομοτελειακά, σπέρνουμε και θερίζουμε τον καρπό της σποράς μας. Τώρα, οι Έλληνες, νομίζω, ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, παραμένουμε Βαλκάνιοι κατά πολλές καλές και κακές έννοιες και είναι άγνωστο, τι θα γίνουμε, αν προλάβουμε, να μετασχηματιστούμε σε κάτι νέο, κάποτε. Προς το παρόν, για να το πω όσο πιο ευγενικά μπορώ, είμαστε τα παιδιά των γονιών μας κι εκείνοι, των δικών τους κ.ο.κ.
*Ο Λέανδρος ξεκίνησε να δημοσιεύει κόμικς του στη Βαβέλ τη δεκαετία του ’90. Το ’99 κυκλοφόρησε από τη Βαβέλ το -πλέον συλλεκτικό- άλμπουμ του “ο Παρίας”. Χαζεύοντας κάποια πάνελ του Παρία σε ένα Φεστιβάλ της Βαβέλ, ο θρύλος των κόμικς Moebius, εντυπωσιασμένος από το σκίτσο του Λέανδρου ζητά να τον γνωρίσει οπωσδήποτε! Ο Λέανδρος συνεργάστηκε στη συνέχεια για πολλά χρόνια με το “9” της Ελευθεροτυπίας, συνάμα δημοσίευσε και στο βασικό φύλλο της ¨Ε”. Το 2010 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Babelart” το άλμπουμ του “Με μεγάλωσαν σκυλιά” συγκεντρώνοντας όλες τις ιστορίες του από τη Βαβέλ. Το 2016, ξεκίνησε να δημοσιεύει στο “Καρέ-καρέ” της “Εφ-Συν” αρχικά “ανοίγωντας” πάλι την “Χωματερή” του που είχε ξεκινήσει πριν χρόνια στην Ελευθεροτυπία, και πλέον τη στήλη από στριπάκια “Το τελευταίο τέλος του κόσμου”.
**Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύθηκε τον Μάρτη του 2019, στο 2ο τεύχος του Comic Cultura.
***Όλες οι φωτογραφίες χρησιμοποιηθήκαν με άδεια από τον ίδιο τον Λέανδρο.