Από πού έρχονταν οι μπύρες των σαλούν; Τι ρόλο έπαιξαν οι Γερμανοί μετανάστες στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Μιλγουόκι; Πόσο σκληρή ήταν η εκμετάλλευση σε μια ζυθοποιία του 19ου αιώνα;
Να μερικά ερωτήματα που δεν περιμένεις να σου απαντήσει το νέο τεύχος Λούκυ Λουκ. Με τίτλο Τα Βαρέλια της Οργής έρχεται η νέα ιστορία του μοναχικού καουμπόυ, όπως πάντα από τις εκδόσεις Μαμούθκομιξ, σε σχέδιο Achdé και σενάρια Jul, των δύο Γάλλων δημιουργών που συνεχίζουν άξια, όπως φαίνεται μέχρι τώρα, το έργο του Morris.
Ξεκινώντας τη νέα περιπέτεια, παίρνουμε μια γεύση από την εντατική ζωή του Λούκυ Λουκ στα λιβάδια της δύσης: καουμπόι και υπερασπιστής του δικαίου, 7 μέρες την εβδομάδα, 24 ώρες τη μέρα. Όμως, μια απεργία έχει παραλύσει το Φαρ Ουέστ, όπως μαθαίνουμε από μια πόλη με κατοίκους αποκλειστικά γερμανικής καταγωγής. Ο εργασιομανης πρωταγωνιστής μας αποφασίζει να την σταματήσει, απορώντας πώς έμεινε η δύση χωρίς μπύρα αλλά και μην μπορώντας να καταλάβει την ίδια την έννοια της απεργίας. Το ταξίδι του θα τον φέρει στο Μιλγουόκι, μια μεγαλούπολη για τα δεδομένα του 19ου αιώνα όπου θα συναντήσει έναν κόσμο πιο σύνθετο και αντιφατικό από τα λιβάδια του Τέξας.
Ο σεναριογράφος Jul καθιστά σαφές εξαρχής ότι δεν θα γράψει μια ιστορία με εύκολα αναγνωρίσιμους «καλούς» και «κακούς» — η παρουσία των Ντάλτον θα έρθει αργότερα και λειτουργεί περισσότερο ως κωμική νότα παρά οτιδήποτε άλλο. Εδώ δεν έχει ντεσπεράντο, κυνηγούς επικυρηγμένων και κοράκια να φέρνουν βόλτες. Στο Μιλγουόκι, ο Λούκυ Λουκ συναντάει μεγιστάνες της ζυθοποιίας που προεικονίζουν τους μεγιστάνες του κεφαλαίου στα τέλη του 19ου και, βεβαίως, σε όλη την περίοδο μετά μέχρι και σήμερα. Από την άλλη πλευρά, θα βρει ένα αναδυόμενο ρεύμα εργατικής οργάνωσης και αντίστασης, με Γερμανούς μετανάστες αλλά και Ινδιάνους — ένας νέος κόσμος που προοικονομει την εξέγερση του Σικάγο το 1886. Μάλιστα οι εργάτες που απεργούν, θέτουν αίτημα τις 60 ώρες εργασίας την εβδομάδα και εμφανίζονται ως πρόδρομος των αγώνων για το 8ώρο.
Αυτό το πλαίσιο αποτυπώνει (απρόσμενα για ένα κόμικς) τη διπλή κληρονομιά της γερμανικής κουλτούρας: από τη μία ο προτεσταντισμός, η λιτότητα και η προσήλωση στην εργασία ως αυταξία (ο πρωταγωνιστής μας εκφράζει με τον δικό του τρόπο αυτά τα ιδεώδη), από την άλλη, η απεργία αποτυπώνει την παράδοση του γερμανικού ριζοσπαστισμού αλλά και της κομμουνιστικής πολιτικής (ο Μαρξ πρωταγωνιστεί σε αφίσες σε όλο το τεύχος, τραβώντας την προσοχή του Τζόε Ντάλτον που μπερδεύει το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μήνυμα με τη ληστεία τραπεζών). Η διπλή αυτή κληρονομιά εκδηλώνεται στον μοναχικό καουμπόυ που καταλαβαίνει ότι η απεργία δεν θα σταματήσει έτσι εύκολα, ενώ αρχίζει λίγο να συμπάσχει με τους εργάτες. Συγχρόνως, γίνεται σωματοφύλακας του ιδιοκτήτη της ζυθοποιίας, προσπαθώντας να τον πείσει να διαπραγματευτεί με τους απεργούς.
Όπως είναι αναμενόμενο, σε αυτή την περιπέτεια η δράση καταλαμβάνει δευτερεύοντα ρόλο. Ξεχωρίζουν οι ωραίες σκηνές καταδίωξης στην όπερα, όπου ο Achdé δοκιμάζει πιο μεγάλα καρέ από ό,τι συνηθίζει και ένα σχέδιο πιο δυναμικό και απαιτητικό. Όμως, σε κάθε περίπτωση οι μονομαχίες απουσιάζουν και σίγουρα δεν προχωράνε την αφήγηση οι σκηνές δράσης. Το καθοριστικό είναι η προσπάθεια του πρωταγωνιστή να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ εργατών και κεφαλαίου, έναν ρόλο που αργότερα στον 20ο αιώνα θα αναλάμβανε το κράτος. Όμως σε αντίθεση με το κράτος, ο μοναχικός καουμπόι, όσο περνούν οι μέρες καταλαβαίνει όλο και καλύτερα την αγωνία των εργατών και συγχρόνως απελπίζεται με την απεργοσπάσια του ιδιοκτήτη της ζυθοποιίας που βγάζει κατάδικους από τη φυλακή για να δουλέψουν, φέρνοντας μαζί τους Ντάλτον και τον Ραν ταν πλαν.
Στο τέλος της μέρας, η κοινωνική ειρήνη επικρατεί. «Το εργοστάσιο μας!» αναφωνούν αφεντικά και εργάτες μετά από μια καταστροφή, συνειδητοποιώντας ότι κάτι τους ενώνει — καταχωνιάζοντας τη σκληρή αλήθεια ότι στο τέλος της μέρας, σ’ έναν ανήκουν τα κέρδη. Πρόκειται μάλλον ένα ιδεολογικό όριο για ένα franchise τεράστιας σημασίας, εμπορικής και συμβολικής· οι δημιουργοί μπορούν να θίξουν κάποια ζητήματα, ακόμα και να αμφισβητήσουν λίγο δομικά ζητήματα (όπως η εκμετάλλευση των εργαζομένων) αλλά στο τέλος «πρέπει» να επικρατήσει μια συμφιλίωση, μια νέα ενότητα που να δικαιώνει τελικά τον πρωταγωνιστή. Όμως δεν χρειάζεται τρομερά προσεκτική ανάγνωση για να καταλάβει κανείς ότι τα Βαρέλια της οργής έχουν συγκεκριμένη ροπή και αν κάποιος είναι ο villain της ιστορίας πρόκειται για τον μεγάλο καπιταλιστή.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για την καλύτερη δημιουργίας της νέας εποχής του Λουκυ Λουκ που ξεπερνάει τη (γενικά δικαιολογημένη) αμφισβήτηση που υπάρχει για νέες ομάδες δημιουργών που αναλαμβάνουν κλασικά κόμικς όπως ο Λούκυ Λουκ, ο Αστερίξ ή ο Ιζνογκούντ. Τα Βαρέλια της Οργής παίρνουν κλασικά στοιχεία από δουλειές Morris, αναδεικνύοντας μια αθέατη πλευρά της ιστορίας του Φαρ Ουέστ (οι Γερμανοί μετανάστες και η κουλτούρα τους) για να κάνει σύγχρονο κοινωνικό σχολιασμό. Όμως, το κάνει μέσα σε ένα νέο περιβάλλον για τον Λουκυ Λουκ, τον φέρνει στη μητρόπολη για να τονίσει την αντίθεση με τα ανοιχτά λιβάδια του Τέξας και τους μέχρι τώρα αντιπάλους που φαντάζουν πιο εύκολο. Αυτά τα πιο «σύγχρονα» στοιχεία ταιριάζουν με το εύρος της «βιογραφίας» του Λούκυ Λουκ που ξεκινάει από τα μέσα του 19ου αιώνα. Θυμόμαστε σε παλαιότερα τεύχη ότι ζει και αμερικανικό εμφύλιο και την ολοκλήρωση της εξερεύνησης των ΗΠΑ από τους εποίκους. Γιατί όχι λοιπόν και μια από τις πρώτες εμφανίσεις του αμερικανικού εργατικού κινήματος; Έρχεται να προστεθεί στις ιστορίες που καθιστούν τον μοναχικό καουμπόι κλασικό.
Διαβάστε και για άλλους παρόμοιους τίτλους: