Γράφει η Μαριλένα Τζωρτζάκη
Το mindfuck είναι το απόλυτο είδος γραφής, και το Mulholland Drive το πιο άρτιο mindfuck που γράφτηκε ποτέ. *Change my Mind!*
Και αυτό γιατί σε αντίθεση με τα «κοινά» mindfucks λειτουργεί άψογα σε τουλάχιστον 3 επίπεδα.
*Τα mindfucks είναι σενάρια τα οποία πρακτικά γράφονται για να τα κατανοήσεις στη δεύτερη ανάγνωση, καθώς όταν γίνει η αποκάλυψη γκρεμίζεται όλη η πραγματικότητα η οποία έχει ήδη χτιστεί. Χαρακτηριστικά mindfucks είναι το Fight Club, η Έκτη Αίσθηση, Memento, οι Άλλοι κτλ.
Επίπεδο 1:
Ο ανθρώπινος νους έχει την τάση να συνενώνει τις τελείες, να ψάχνει να εντοπίσει λογική συνέχεια γεμίζοντας μόνος του τα κενά, να αναγνωρίζει το περίγραμμα της γάτας πίσω από ένα μάτσο κουκίδες. Ή ίσως το περίγραμμα ενός πουλιού, ενός ελαφιού, προσωπικές προβολές. Μην μπείτε σε αυτό το τριπάκι, στο Mulholland Drive οι τελείες είναι απλά τελείες: Χολιγουντιανά κλισεδάκια.
Το βασικό επίπεδο της ταινίας, είναι αυτό του «ντοκιμαντέρ». Επεξηγηματικά, μας παρουσιάζει τον μηχανισμό που λειτουργεί το Χόλυγουντ (εξού και το όνομα). Η οδός Mulholland είναι ο κεντρικός περιφερειακός που περνά από το Χόλυγουντ – μια βόλτα στο Χολιγουντιανό εργοστάσιο λοιπόν! Σε βασικές γραμμές, πρόκειται για ένα κολλάζ από μικρά τετράλεπτα σκετσάκια, nested μέσα σε μια υποτυπώδη σεναριακή δομή. Τείνουμε να παρασυρόμαστε από το συναίσθημα συνενώνοντας τελείες και βγάζοντας νοήματα, ενώ δεν θα έπρεπε.
Το πρώτο κλισέ, αφορά τις κλασσικές Χολιγουντιανές ταινίες τρόμου. Δύο τύποι κάθονται σε ένα diner. «Ήθελα να έρθουμε εδώ γιατί το είχα δει στον ύπνο μου», δηλώνει ο ένας. Η σκηνή συνεχίζει περιγράφοντας το déjà vu και το πόσο φοβισμένοι ήταν και οι δύο στο όνειρο (ονομάζει το συναίσθημα και με αυτόν τον τρόπο μας το μεταδίδει). Ο θεατής αρχίζει να προϊδεάζεται και να φορτίζεται συναισθηματικά, τα ηχητικά εφέ χτίζουν την ατμόσφαιρα. «Φοβάμαι γιατί πίσω από το μαγαζί βρίσκεται κάτι…» Μένει να δούμε αυτό το κάτι. Οι δύο άντρες πλησιάζουν αργά προς το σημείο, το πλάνο διαρκεί αρκετή ώρα και οι θεατές κρατάνε την ανάσα τους -γνωρίζουμε ότι θα δούμε κάτι τρομακτικό αλλά δεν γνωρίζουμε το πότε- και ξαφνικά -παρά το ότι το περιμέναμε, προετοιμαζόμασταν 4 λεπτά για αυτό – αναπηδάμε δύο μέτρα από το κάθισμα μας ουρλιάζοντας -το λεγόμενο jumpscare!
Το σκετσάκι με τον δολοφόνο που ψάχνει να βρει την ατζέντα είναι επίσης χαρακτηριστικό. Δύο τύποι κάθονται σε ένα γραφείο, ο ένας έχει ένα μυστήριο μαύρο βιβλίο, ο άλλος τον σκοτώνει για να το πάρει, στήνει το σκηνικό να φαίνεται σαν αυτοκτονία, το όπλο εκπυρσοκροτεί κατά λάθος, η σφαίρα περνά από τον τοίχο, καρφώνεται στον πισινό μιας «χοντρής», αναπόφευκτα ο δολοφόνος την «τακτοποιεί» και αυτήν, κατά λάθος γίνεται μάρτυρας του σκηνικού ένας καθαριστής με μία σκούπα, Θεός σ’χωρέστον και αυτόν, ανοίγει η σκούπα αυτοβούλως, πυροβολεί και την σκούπα, ενεργοποιείται ο συναγερμός – μπάχαλο λέμε! Θυμάμαι ότι όλο το σινεμά γέλασε πολύ σε αυτό το σημείο. Γελάμε με το απρόοπτο (εκπυρσοκρότηση), γελάμε με το άσκοπο (ο πυροβολισμός της σκούπας), γελάμε με την «παραμόρφωση του άλλου» (η «χοντρή» που είναι τόσο «χοντρή» που της καρφώθηκε μια σφαίρα στον πισινό και αυτή νόμιζε ότι κάτι την τσίμπησε!) – Όλα τα κλισέ της Χολιγουντιανής κωμωδίας, συμπυκνωμένα μέσα σε ένα σκετσάκι λίγων λεπτών. Χειροκρότημα.
Το γλυκανάλατο ρομάντζο δεν το αναλύω, νομίζω το καταλαβαίνετε όλοι σε ποια σκηνή βρίσκεται. Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιλογή του ομόφυλου ζευγαριού. Θυμηθείτε: οι χαρακτήρες δεν υπάρχουν σε αυτό το επίπεδο, είναι dummies, πρόκειται για μια πρόβα, ένα «κάστινγκ» όπως κάνουν συχνά στο Χόλυγουντ, στο οποίο ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να απαγγέλλει τις γραμμές, εμείς δημιουργούμε το συναίσθημα μεταξύ τους επειδή έτσι έχουμε συνηθίσει να κάνουμε. Παρατηρήστε προσεκτικά και αποσυνδεδεμένα την σκηνή. Τοποθετήστε ένα straight ζευγάρι στην θέση του ομόφυλου. Η ακόμα καλύτερα, τοποθετήστε δύο τελείως τυχαίους χαρακτήρες. Και πάλι: μεταφράζουμε την σκηνή σύμφωνα με την δική μας οπτική, τα πιστεύω μας, τα συναισθήματά μας και την ιδεολογία μας. Τοποθετούμε τους δικούς μας εαυτούς στην οθόνη. Η επιλογή του ομόφυλου ζευγαριού μεγεθύνει τις προσωπικές μας προβολές. Ταυτιζόμαστε ή θιγόμαστε πολύ πιο έντονα από ότι θα κάναμε εάν το ζευγάρι ήταν ετερόφυλο -καθαρά λόγο τριβής- ανάλογα το ποιοι είμαστε οι ίδιοι. Όμως, πέρα από τη σημειολογία, με προσεκτική παρατήρηση, βλέπουμε ότι πρόκειται απλά για dummies που απαγγέλλουν γραμμές από ένα γλυκανάλατο ρομάντζο. Μην ξεχνάτε: βρισκόμαστε ακόμα στο επίπεδο όπου μια τελεία οφείλει να είναι μόνο μια τελεία! Μην προβάλετε! (No Hay Banda!)
Η κομεντί παρουσιάζεται και σε άλλα σημεία της ταινίας (π.χ. τα γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στο σπίτι του σκηνοθέτη). Αντίστοιχα μπορείτε να παρατηρήσετε το αστυνομικό μυστήριο, κ.λ.π. genres ταινιών, δεν θα σας τα πω όλα εγώ, προσπαθήστε και εσείς να «διαβάσετε» την ταινία με αυτή την οπτική, χωρίς να αποδώσετε νοήματα και συναισθήματα και δείτε τι θα ανακαλύψετε, είναι πολλά!!!
Αυτό είναι το κορίτσι.
Το περίεργο λόμπι που υπάρχει πίσω από το Χόλυγουντ και κινεί μυστικά τα νήματα του ρου της ανθρωπότητας. Ο Badalamendi αναλαμβάνει την σκηνή προσωπικά, για να μας τονίσει πρόσωπο με πρόσωπο ότι στο Χόλυγουντ είναι όλα προγεγραμμένα. Αυτό είναι το κορίτσι, είτε το θέλουμε είτε όχι και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να το αλλάξει.
Επίπεδο 2:
Το δεύτερο επίπεδο της ταινίας, είναι αυτό «της πραγματικότητας». Αυτό που θα λέγαμε «σενάριο», με πλοκή, αρχή, μέση, τέλος.
*Μια σημαντική παρατήρηση: Η ταινία αποτελείται από τρία μέρη. Λογικά, ο θεατής στην πρώτη ανάγνωση αντιλαμβάνεται τα δύο – το «πρώτο μέρος», το οποίο είναι αυτό που βλέπουμε στην αρχή και που μας πρωτοβάζει στο στόρι, και το «δεύτερο μέρος», αυτό της ανατροπής οπού τουμπάρουν όλοι και όλα μεταξύ τους και καταλήγουμε να ξύνουμε το κεφάλι μας με απορία καθώς αναρωτιόμαστε τι στο κάλο συμβαίνει. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό είναι το τρίτο μέρος της ταινίας, όπως πολύ καλά μας πετάει ένα «part III» την ώρα που ξεκινάει (σας μπέρδεψα λίγο, έ; Σόρυ!)
Το πρώτο μέρος της ταινίας αποτελείται από μόνο μια σκηνή η οποία διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και είναι όταν πέφτουν οι τίτλοι της αρχής – δείχνει κάποιον ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι (όσοι σκάσατε με καθυστέρηση στο σινεμά ή δεν είχατε στρωθεί ακόμα στον καναπέ γιατί ζεσταίνατε τα ποπ-κορν και το χάσατε, καλά να πάθετε, δεν τα κάνουν αυτά σε ταινίες του Lynch!) Το πρώτο και το τρίτο μέρος της ταινίας είναι αυτά που λειτουργούν στο επίπεδο της «πραγματικότητας».
Η πρωταγωνίστρια έπεσε για ύπνο (πρώτο μέρος), και μετά ξύπνησε (τρίτο μέρος). Η κοπέλα αυτή λοιπόν, όπως μαθαίνουμε την ιστορία της μετά από την ανατροπή της ταινίας, είχε έρθει στο Χόλυγουντ από το χωριό της κάπου στο Οντάριο, φέροντας τα όνειρα μιας αιθεροβάμονος κορασίδας και φιλόδοξης ηθοποιού, η οποία πίστευε ακράδαντα ότι με το μοναδικό ταλέντο της θα τις ανοίγονταν απλόχερα όλες οι πόρτες για να βαδίσει στο κόκκινο χαλί. Αντ’ αυτού, έμεινε στο σπίτι της θείας της και σιγά – σιγά η ζωή της άρχισε να παίρνει την κατιούσα και τα όνειρά της να γκρεμίζονται ένα-ένα. Άστε που την παράτησε και το αίσθημα, μια γυναίκα με πολύ ισχυρό ταπεραμέντο από όσο βλέπουμε, για έναν χλεχλέ χίπστερ σκηνοθέτη. Πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα δηλαδή;
Τελικά η ξανθούλα μας, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει την προσωπική της ήττα, αποφάσισε να επιστρατεύσει κάποιον επαγγελματία δολοφόνο προκειμένου να καθαρίσει την αγαπημένη της. Στην συνέχεια το μετάνιωσε, δεν άντεξε, την κυνήγησαν αυτά τα μικρά αηδιαστικά γεροντάκια (οι Ερινύες) και αυτοκτόνησε… That’s it, τόσο απλά, δεύτερο επίπεδο, πρώτο και τρίτο μέρος της ταινίας, «πραγματικότητα».
Επίπεδο 3:
Πάμε τώρα και στο τρίτο επίπεδο της ταινίας, αυτό που παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος («το πρώτο» όπως το αντιλαμβάνεται ο θεατής, – ξέρω, ξέρω, το κόβω). Στο επίπεδο αυτό, η ξανθούλα ονειρεύεται (λογικό, αφού μόλις την είδαμε να πέφτει για ύπνο στην εισαγωγή). Εδώ λοιπόν, η καλή μας, μέσα στο όνειρο της έχει τοποθετήσει όλες τις καταστάσεις και τα πρόσωπα που πλαισιώνουν την ζωή της, όπως ακριβώς τα θέλει: εξιδανικευμένα. Μόλις προσγειώθηκε στο Χόλυγουντ για να κυνηγήσει τα όνειρά της και όλα είναι τόσο τέλεια! Μέχρι και ο ταρίφας που την μάζεψε από το αεροδρόμιο είναι τόσο ευγενικός, της πήρε τα πράγματα από τα χέρια! Τα γεροντάκια (οι Ερινύες της) είναι καθησυχασμένα στο ταξί και χαμογελάνε ευτυχισμένα. Η καλή της (με το ισχυρό ταμπεραμέντο) βρίσκεται ως δια μαγείας ανήμπορη στην πόρτα της και χρειάζεται την βοήθειά της – με μία μικρή λεπτομέρεια: δεν γνωρίζει ποια είναι! Υποσυνείδητα, η πρωταγωνίστριά μας, της αφαίρεσε τελείως την προσωπικότητα, την βούληση, τις αναμνήσεις – την βολεύει έτσι, μπορεί να την πλάσει όπως επιθυμεί (υπέροχη είναι η σκηνή που της κόβει τα μαλλιά και της τα φτιάχνει ίδια με τα δικά της – οι προσωπικές μας προβολές επάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, προσπαθούμε να «πλάσουμε» το ταίρι μας στα δικά μας καλούπια, ευνουχίζοντας και ακροτηριάζοντας την δική του προσωπικότητα όταν δεν μας εξυπηρετεί).
Ο χλεχλές boyfriend μέσα στο όνειρο, έπαθε ότι του αξίζει – έχασε τα πάντα, την δουλειά του, το σπίτι του, τα λεφτά του, η γυναίκα του του τα φορούσε, έφαγε και το ξύλο της αρκούδας – τον εκδικήθηκε!
Το αριστούργημα που εξελίσσεται μέσα στο κλαμπ Silencio είναι κατά την γνώμη μου η πιο δυνατή σκηνή που έχει γυριστεί ποτέ στην μεγάλη οθόνη, και είναι αρκετή για να χαρίσει στο Mulholland Drive την πρώτη θέση ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του αιώνα. Εκεί μέσα λαμβάνει χώρα όλη η αποκωδικοποίηση της ταινίας (και η απογύμνωση της Χολιγουντιανής μηχανής).
Τα κορίτσια σκάνε στο κλαμπ τρομαγμένες και κρατώντας η μία την άλλη από το χέρι. Ο μυστήριος τύπος εμφανίζεται επάνω στην σκηνή και τους λέει ξεκάθαρα και με την μία, από την αρχή: «No Hay Banda!» Δεν υπάρχει μπάντα. Είναι όλα προηχογραφημένα. Θέλετε να ακούσετε ένα τρομπόνι; Το ακούτε (τουρούν – ήχος από τρομπόνι). Θέλετε να ακούσετε ένα σαξόφωνο; (τουρούν, ακούτε ένα σαξόφωνο). Όμως, δεν υπάρχει ορχήστρα. Είναι όλα ηχογραφημένα. Είναι όλα μια ψευδαίσθηση. Το είπαμε; Το ξεκαθαρίσαμε; Το καταλάβατε; Πάμε τώρα να ακούσετε την Κλαίουσα του Ρίο, Ρεμπέκκα.
Η ερμηνεία της Ρεμπέκκα είναι συγκλονιστική! Παρασέρνεσαι, δακρύζεις. Τα κορίτσια αγκαλιασμένα βγάζουν όλο τους το συναίσθημα, ταυτίζονται μαζί της, βρίσκουν τους εαυτούς τους μέσα από το τραγούδι της Ρεμπέκκα. Τόσο γρήγορα, χωρίς πολλά- πολλά και χωρίς καμία δυσκολία, καταφέραμε να ξεχάσουμε το μόνο δεδομένο, όσες προειδοποιήσεις και αν ακούσαμε: No Hay Banda! Πρόκειται για προσωπικές προβολές. Είναι όλα προηχογραφημένα. Η κλαίουσα σωριάζεται στο πάτωμα, ενώ ακούγεται ακόμα το τραγούδι σε playback. Ενώσαμε μόνοι και αυθαίρετα τις τελείες με το συναίσθημά μας, παρά την λογική και τις προειδοποιήσεις. Παρά το ότι το γνωρίζαμε, δεν υπήρχε μπάντα. Και όμως την πατήσαμε, για ακόμα μια φορά: είδαμε μια γάτα – την δική μας γάτα πιθανόν.
Το βλέμμα των κοριτσιών στην σκηνή που ακολουθεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να πάει για νόμπελ, όχι απλά για oscar: «Τι γίνεται εδώ; Μας πιασαν κορόιδα; Την πατήσαμε;» Η σωστή λέξη είναι: πονηρεύτηκαν. Την πολύ συγκεκριμένη αυτή στιγμή, την στιγμή όπου οι κοπέλες πονηρεύτηκαν, έχασαν την αθωότητα τους, την στιγμή της «διαφθοράς» τους, όλο το σύμπαν αναστρέφεται, το όνειρο τελειώνει και επιστρέφουμε στη σκληρή πραγματικότητα. Πρόκειται για μια τόσο δυνατή πράξη.
Μια ακόμα εξαιρετική λεπτομέρεια: το κουτί που εμφανίζεται μετά την «διαφθορά» τους, είναι γαλάζιο. Όπως ακριβώς η γαλάζια οθόνη η οποία χρησιμοποιείται πίσω από τις σκηνές δράσης στις ταινίες, για να μπορούν να συμπληρώσουν ψηφιακά το background και τα ειδικά εφέ. Και πάλι ο συμβολισμός είναι υπέροχος – επάνω στο γαλάζιο κουτί, συμπληρώνουμε τις δικιές μας προβολές! Η ταινία είναι γεμάτη από τέτοια μικρά διαμάντια!
Αρχικά, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το Mulholland Drive έχασε τα oscar το 2001 από το Ένας Υπέροχος Άνθρωπος (A Beautiful Mind). Όμως σε δεύτερη ανάγνωση, συνειδητοποιούμε ότι ΕΠΡΕΠΕ να τα χάσει. Αυτό ακριβώς μας εξηγούσε η ταινία για 2 ώρες και 27 λεπτά. Χόλυγουντ είναι αυτό, No Hay Banda, This is the Girl, τα έχουμε ήδη πει, και ακόμα και αυτό το γεγονός ήταν κάτι που η μεγαλοφυΐα του Lynch είχε ήδη προβλέψει. Με την αδικία αυτή κατάφερε να στεφανώσει το αριστούργημα που δημιούργησε εμπράκτως, ως απόδειξη του μεγαλείου της ταινίας του, ίσως σε αυτό που θα ονομάζαμε τέταρτο επίπεδο του mindfuck, μεταφέροντας αυτόματα όλους τους συμβολισμούς της ταινίας, στην «πραγματική» μας πραγματικότητα.