Το νέο έργο που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο θέατρο Αθηνών είναι μια διαδρομή στις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής μιας παρέας πέντε αντρών στο Δουβλίνο.Μετά το σερί επιτυχιών με τον «Πουπουλένιο» και τον «Θεό της Σφαγής» στο ίδιο θέατρο, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιστρέφει στο ύφος του πρώτου και σκηνοθετεί το θρίλερ-μαύρη κωμωδία του Κόνορ Μακφέρσον «Ο Φάρος». Συμπρωταγωνιστώντας με τον Αιμίλιο Χειλάκη, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τον Νίκο Ψαρρά και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, έρχεται να διαχειριστεί ένα σύγχρονο έργο με έντονο το ιρλανδικό φολκλόρ στοιχείο, κάτι που το καθιστά ένα ενδιαφέρον πείραμα.
Οι συνθήκες για τον Μαρκουλάκη είναι εξ’ αρχής ευνοϊκές. Μιλάμε για ένα χώρο θεάτρου με σημαντικό budget που επιλέγει να συνεργαστεί με γνωστούς ηθοποιούς και έτσι να ανεβάσει «προσεγμένα» έργα που μπορούν όμως να προσελκύσουν ένα μεγάλο φάσμα θεατών. Αυτό είναι έκδηλο σε όλη την διάρκεια της παράστασης: έχουμε σκηνικά που ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες του έργου, μουσική επένδυση που μοιάζει να γράφτηκε για ταινία και οι ηθοποιοί έχουν δοκιμαστεί χρόνια σε πλήθος διαφορετικών ρόλων με καλές κριτικές. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η σκηνή, η ενδυμασία και ο τρόπος παιξίματος προσομοιάζουν αρκετά στην αρχική ξένη παράσταση.
Οι διάλογοι μοιάζουν αρκετά θα λέγαμε με ταινίες του Danny Boyle (Trainspotting) από την άποψη ότι έχουμε άντρες της εργατικής τάξης που μιλάνε μεταξύ τους, οπότε ουσιαστικά ένα μίγμα αργκό και ακατάσχετων βρισιών. Εκεί ο Μαρκουλάκης επιλέγει να κάνει ακριβή μετάφραση η οποία δημιουργεί προβλήματα στην αντιστοίχιση με τους ελληνικούς ιδιωματισμούς. Από άποψη πλοκής, έχουμε τέσσερις άντρες και ένα εύπορο ξένο που θα γιορτάσουν το βράδυ της Παραμονής Χριστουγέννων πίνοντας και παίζοντας χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα το βράδυ τους θα είναι μια σειρά σκοτεινών στιγμιότυπων από ζωές γεμάτες κακές επιλογές και καταπίεση. Κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Σάρκυ(Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος)που έχει επιστρέψει μετά από καιρό στο Δουβλίνο, έτσι ώστε να προσέχει τον μεγαλύτερο αδελφό του Ρίτσαρντ(Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), που τυγχαίνει να είναι τυφλός. Μαζί τους είναι ο Ιβάν(Νίκος Ψαρράς) και ο Νίκυ(Προμηθέας Αλειφερόπουλος), φίλοι από χρόνια και ο δεύτερος φέρνει μαζί του έναν άγνωστο, τον κύριο Λόκχαρτ(Αιμίλιος Χειλάκης) που φαίνεται να τους γνωρίζει όλους καλύτερα από ότι οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Από άποψη ερμηνειών, ο Μαρκουλάκης δίνει μια υπερβολή στην απόδοση του τυφλού ήρωα αλλά το πραγματικό ερμηνευτικό δίπολο του έργου είναι ο Παπασπηλιόπουλος και ο Χειλάκης που ανταποκρίνονται επάξια στους ρόλους τους και με βάση αυτούς διαρθρώνεται η πλοκή. Στους μικρότερους ρόλους, ξεχωρίζει ο Ν. Ψαρράς για την φυσικότητα στην απόδοση του μέθυσου φίλου που κερδίζει αμέσως την συμπάθεια του κοινού και ο Αλειφερόπουλος ως ο μεγαλομανής μικροεπιχειρηματίας της δεκάρας.
Αυτό που ίσως λείπει είναι η κοινωνική διάσταση του έργου. Ειδικά στην πρώτη πράξη, που το κοινό γνωρίζει τους χαρακτήρες και πληροφορείται για το παρελθόν τους, οι κακοτυχίες, η καταπίεση και η εκτόνωση μέσω εξαρτήσεων φαίνεται ότι προκαλούνται μόνο από προσωπικά λάθη και έτσι εσωτερικεύεται ειδικά από τον Σάρκυ σαν ηττοπάθεια και αυτοκαταστροφικότητα. Επιχειρείται δηλαδή μια πιο ατομοκεντρική προσέγγιση και μια φυγή στο μεταφυσικό, κάτι που δεν δίνει χώρο για πιο χειραφετητικά συμπεράσματα παρά τις όποιες θρησκευτικές καταβολές του συγγραφέα και τα πλαίσια που αυτές θέτουν στο έργο.
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 15/10