Ο Rowan Atkinson είναι ένα τηλεοπτικό φαινόμενο, ο οποίος συμμετείχε σε κάποιες απ’ τις χαρακτηριστικότερες βρετανικές κωμωδίες του 1990 και τελικά έφτασε να γίνει ένας διεθνές pop idol. Στο ρόλο του απροσάρμοστου και γκαφατζή mr. Bean μας χάρισε άπειρες ώρες γέλιου, σε μια σειρά που δεν μπόρεσε κανείς να τη μιμηθεί, επειδή ήταν ένα one man show του Atkinson. Ακόμα και στη μεγάλη οθόνη έφτασε ο Atkinson με τον mr. Bean, σε κάποιες μέτριες κινηματογραφικές μεταφορές του τηλεοπτικού του concept. Όμως, ο ρόλος που χάρισε στον Atkinson μια αναγνωρίσιμη κινηματογραφική φιγούρα, ήταν εκείνος του Johnny English, του Βρετανού γκαφατζή κατάσκοπου, που παρωδούσε ξεκαρδιστικά την κλασσική κινηματογραφική μορφή του James Bond.
Απ’ το 2003 που γνωρίσαμε πρώτη φορά τον Johnny English, μέχρι και σήμερα, έχουν αλλάξει κυριολεκτικά τα πάντα. Βέβαια ο βρετανός κατάσκοπος είχε ξαναεμφανιστεί το 2011 στο Johnny English Reborn, όμως η μεγάλη αλλαγή φάνηκε στην τρίτη ταινία της σειράς, ίσως επειδή σήμερα ο κόσμος μοιάζει εντελώς διαφορετικός. Η τεχνολογία έχει εξελιχθεί όλα αυτά τα χρόνια, τα συστήματα των μυστικών υπηρεσιών έχουν βελτιωθεί, ενώ και οι στόχοι των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών είναι πιο έξυπνοι και πιο ισχυροί. Ακόμα και στις ταινίες του James Bond, απ’ τις αρχές της δεκαετίας μέχρι και σήμερα, τα gadgets που πάντα ήταν το ισχυρό χαρτί του βρετανού κατασκόπου, σήμερα δύσκολα μας εντυπωσιάζουν με τις λειτουργίες τους.
Σε αυτή την νέα πραγματικότητα φαίνεται ότι οι κατασκοπικές ταινίες υποχωρούν. Μπορεί το brand name James Bond να είναι πολύ δυνατό για να σταματήσει να παράγει ταινίες, όμως η στασιμότητα των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει πλήξει την πρωτοτυπία της σύγχρονης κατασκοπικής περιπέτειας. Σε αυτό το περιβάλλον, μπορεί ο James Bond να μην εμφανίζεται συχνά, ψάχνοντας για νέες φόρμουλες, όμως ήρθε η ώρα του Johnny English να επιστρέψει.
Το πρόβλημα της τεχνολογίας για τους κατασκόπους είναι και το βασικό θέμα του Johnny English strikes again. Η MI7, η βρετανική μυστική κατασκοπική οργάνωση, δέχεται μια πολύ ισχυρή επίθεση από χάκερ, ο οποίος δημοσιοποιεί όλα τα ονόματα των εν ενεργεία κατασκόπων, ενώ παράλληλα η βρετανική κυβέρνηση δέχεται τη μία κυβερνοεπίθεση μετά την άλλη. Όντας εκτεθειμένη η MI7, αναζητά βοήθεια στην παλιά στρατιά κατασκόπων, μέσα στους οποίους βρίσκεται και ο Johnny English, ο οποίος θα αναλάβει να εντοπίσει και να σταματήσει τους χάκερς.
Όμως ο Johnny English είναι της παλιάς σχολής. Δεν τον συγκινούν τα πολύπλοκα gadgets και τα αυτοκίνητα τελευταίας τεχνολογίας. Τα μόνα σύνεργα που χρειάζεται είναι το όπλο του, μια Aston Martin αντίκα και τον παλιό του βοηθό, τον Bough. Επιλέγει να αντεπιτεθεί στους υπερεξοπλισμένους τεχνολογικά στόχους του βασισμένος μόνο στις κατασκοπικές του δεξιότητες (και όταν πρόκειται για τον Rowan Atkinson όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό). Έτσι ο Johnny English παρωδεί το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί το είδος της κατασκοπικής περιπέτειας, το οποίο περιορίζεται τόσο απ’ τη σύγχρονη τεχνολογία, σε βαθμό που για να πρωτοτυπήσει και να ενθουσιάσει τους σημερινούς θεατές, είτε θα πρέπει να περάσει στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, είτε θα πρέπει να επιστρέψει στα παλιά. Τη δεύτερη επιλογή παίρνει και ο Johnny English, ο οποίος διδάσκει κατασκοπικό στυλ με την old school τεχνική του.
Το κατασκοπικό δαιμόνιο του Johnny English, θα οδηγήσουν τον ίδιο και τον Bough σε μια κωμωδία καταστάσεων, στην οποία η μία γκάφα διαδέχεται την άλλη. Το μενού τα έχει όλα: διπλούς κατασκόπους, μυστικές αποστολές, μια μοιραία γυναίκα και μια καταστροφή μεγάλου βεληνεκούς που απειλεί την Αγγλία. Όμως κάθε κίνηση του Johnny English γίνεται καταλάθος, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει, παρωδώντας τις κινήσεις που θα έκανε ένας «κανονικός» κατάσκοπος της μεγάλης οθόνης.
Το χιούμορ της ταινίας σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτότυπο, αλλά περισσότερο είναι μια φρεσκαρισμένη μορφή του κλασσικού χιούμορ του Rowan Atkinson. Κατά συνέπεια, αν κάποιος περιμένει να δει εντελώς διαφορετικές κωμικές καταστάσεις απ’ αυτές που μας έχει συνηθίσει ο δημοφιλής ηθοποιός, σίγουρα θα απογοητευτεί. Όμως, ο 63χρονος πλέον Atkinson επιστρέφει σε ένα one man show γεμίζοντας την ταινία με το χιούμορ για το οποίο αγαπήθηκε απ’ το κοινό και αυτή του η επιστροφή, λίγο λόγω του ταλέντου του και λίγο και λόγω και της δικιάς μας νοσταλγίας, τελικά προκαλεί πολύ γέλιο.
Ως εκ τούτου, το Johnny English strikes again πετυχαίνει το στόχο του. Είναι μια γνήσια παρωδία του James Bond του 2018, δείχνοντας τα αδιέξοδα στα οποία έχει φτάσει αυτό το κινηματογραφικό είδος. Και είναι και μια κωμωδία που θα γεμίσει με γέλιο της κινηματογραφικές αίθουσες, αφήνοντας στον Rowan Atkinson τον χώρο να ξεδιπλώσει το μοναδικό του χιούμορ, το οποίο τον ανέδειξε τη δεκαετία του 1990 σε είδωλο της pop κουλτούρας.