Ο Ρούμπεν Μπλουμ είναι ένας Αμερικανοεβραίος ιστορικός που μόλις ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο Κόρμπιν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Εκείνος και η οικογένειά του προσπαθούν να ενταχθούν στην πανεπιστημιακή και τοπική κοινότητα της Νέας Αγγλίας, παρότι γίνονται δέκτες ρατσισμού και προκαταλήψεων. Ο Μπλουμ αγωνιά διαρκώς μήπως κάνει κάτι στραβά, μήπως απολυθεί ή δε μονιμοποιηθεί, γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να δεχθεί την ανορθόδοξη πρόταση του υπεύθυνου του Τμήματός του, δρος. Μoρς: να υποδεχθεί, να φιλοξενήσει αλλά και να αξιολογήσει ακαδημαϊκά έναν νέο υποψήφιο καθηγητή για το Τμήμα Ιστορίας, ειδικευμένο στην ευρωπαϊκή ιστορία και δη στην Ιβηρική Χερσόνησο του Μεσαίωνα, παρότι ο ίδιος είναι αμερικανιστής, αποκλειστικά με κριτήριο την κοινή εβραϊκή τους καταγωγή. Ο υποψήφιος ονομάζεται Μπεν-Σιών Νετανιάχου, δηλαδή γιός της Σιών, ένας ρεβιζιονιστής σιωνιστής με αμφιλεγόμενες ιστορικές, πολιτικές και θεολογικές απόψεις, και η άφιξή του στο Κόρμπιντειλ, αλλά και στην οικογένεια του Μπλουμ, θα έχει ως επακολουθο μια σειρά από ευτράπελες, κωμικοτραγικές καταστάσεις.
Ο Αμερικανοεβραίος συγγραφέας Joshua Cohen συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά τον σπουδαίο κριτικό λογοτεχνίας, Harold Bloom, κατά τη δύση της ζωής του, και να γίνεται ακροατής των ετερόκλητων, συναρπαστικών αφηγήσεών του, για το πόκερ που έπαιζε με τον Malamud και το σκάκι με τον Nabokov, για το μπάνιο που έκανε γυμνός με τον Derrida και τις συζητήσεις του με τον DeLillo και τον McCarthy, το υλικό από το οποίο δημιουργούνται οι (λογοτεχνικοί) μύθοι. Μια από αυτές τις αφηγήσεις ήταν εκείνη της επίσκεψης του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπένγιαμιν Νετανιάχου, στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου τότε δίδασκε ο Bloom, ως επισκέπτης υποψήφιος καθηγητής. Με τη μυθιστορηματοποίηση της αληθινής αυτής ιστορίας κέρδισε ο Cohen το βραβείο Pulitzer 2022, για το βιβλίο Οι Νετανιάχου, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Gutenberg σε άρτια μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά.
Ο αφηγητής, Ρούμπεν Μπλουμ, βρισκόταν σε όλη την παιδική του ηλικία εγκλωβισμένος σε μια αντίφαση, ανάμεσα στην κοσμική εκπαίδευση που λάμβανε στο δημόσιο σχολείο όπου φοιτούσε και στη θρησκευτική κατήχηση στο εβραϊκό σχολείο Νέο Ισραήλ τα απογεύματα. Το αφήγημα του αμερικανικού ονείρου, της Αμερικής ως μια χώρα ανεξιθρησκίας και ελευθερίας βούλησης, λόγου και τέχνης, συγκρούεται μετωπικά με το εβραϊκό αφήγημα, την ντετερμινιστική θεώρηση της ζωής και της μοίρας του εβραϊκού λαού ως μια κυκλική ιστορία σφαγών και διωγμών, που εξηγείται όχι αιτιοκρατικά αλλά αμιγώς θεολογικά.
Ο ίδιος, στην εφηβεία αλλά και στη μετέπειτα ενήλικη ζωή του, προκρίνει με τις απόψεις και τις πράξεις του το πρώτο, κοσμικό ιδεολόγημα: επιφανής ιστορικός, με μια (φαινομενικά) ειδυλλιακή οικογένεια, επιλέγει να οικοδομήσει ολόκληρη τη ζωή του πάνω στο αφήγημα που τον κάνει να αισθάνεται λιγότερο απόκληρος, λιγότερο μόνος. Να, όμως, που θα βρεθεί να περνά τις άγρυπνες νύχτες του διαβάζοντας τα άρθρα και τη διατριβή ενός ημι-άσημου Εβραίου ιστορικού αποφασισμένου μέσα από μια εναλλακτική ανάγνωση της ιστορίας της Ιεράς Εξέτασης να ανατρέψει την επικρατούσα ιστορική αλήθεια, να επανερμηνεύσει την ιστορία των Εβραίων ως μια ιστορία Διασποράς, βίας και διωγμών, μετακυλίοντας όμως την ευθύνη όχι πλέον στον άσπλαχνο, εχθρικό Θεό αλλά στους παντοδύναμους γκογίμ, μονάρχες, καρδιναλίους και μετέπειτα πολιτικούς, να ιστορικοποιήσει την ίδια τη θρησκεία του.
Με γραφή πυρετώδη και ζωηρή, που ρέει αβίαστα, και πηγαίο χιούμορ, άλλοτε υποδόριο άλλοτε εμφανώς ξεκαρδιστικό, ο Cohen αφηγείται μια ιστορία για την εβραϊκή ταυτότητα, τα στερεότυπα και τις αντιφάσεις στις οποίες βασίζεται η λογοτεχνική αναπαράστασή της, μια ιστορία που τον εντάσσει στην αφηγηματική παράδοση των μεγάλων Αμερικανοεβραίων συγγραφέων – τον Bellow, τον Malamud και ιδίως τον υφολογικά συγγενή του, Roth – με ματιά, όμως, φρέσκια και ανανεωτική. Τοποθετεί την αφήγησή του στο χρονολογικό μεταίχμιο μεταξύ της δεκαετίας του ’50 και του ’60 και αναπαριστά γλαφυρά την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα της εποχής, εστιάζοντας τον αφηγηματικό φακό του στις προκαταλήψεις με τις οποίες αντιμετωπίζεται η εβραϊκή μειονότητα, πλέον όχι απροκάλυπτα εχθρικά αλλά με τον μεταπολεμικό συγκεκαλυμμένο ρατσισμό και τα φαινομενικά αθώα αστεία αναπαραγωγής στερεοτύπων γύρω από την εβραϊκότητα – η φιλαργυρία, η ειδίκευση στα οικονομικά, ο μικροαστισμός, η έμφυτη εβραϊκή ενοχή και νευρώσεις – ενώ ταυτόχρονα δομεί τους χαρακτήρες του πάνω σε αυτό ακριβώς το καλούπι ταυτοτικών χαρακτηριστικών.
Περιγράφει με ανίερα σαρκαστική διάθεση τους δύο παραδοσιακούς τύπους εβραϊκών οικογενειών, εκείνη του Ρούμπεν, τους θρησκευτικά δογματιστές Εβραίους της εργατικής τάξης που μιλούν γίντις, είναι μέλη των τοπικών συναγωγών, μαγειρεύουν κούγκελ, τηρούν το Γιομ Κιπούρ και το Ρος Ασανά, σε αντίστιξη με την οικογένεια της συζύγου του, Ίντιθ, τους γερμανοτραφείς, μεγαλοαστούς, εκκοσμικευμένους Εβραίους, που επιδιώκουν διακαώς την αφομοίωσή τους, κοιτώντας αφ’ υψηλού τους θρησκόληπτους Εβραίους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Με αφηγηματικό εφαλτήριο τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών, ο Cohen γράφει για την ηθική/πολιτική εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στο εβραϊκό καθήκον μνήμης, που συχνά αποκρυσταλλώνεται σε απομονωτισμό, και στην ανάγκη ένταξης στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, που με τη σειρά της μετουσιώνεται σε (εβραϊκή) ενοχή. Η νεότερη γενιά, εκείνη της κόρης του Ρούμπεν, Τζούντι, επιθυμεί να αποστασιοποιηθεί από την όλη διαμάχη, να ομογενοποιηθεί και να αμερικανοποιηθεί, η χαρακτηριστική γαμψή της μύτη, ως συνδήλωση της εβραϊκότητάς της, να ραγίσει με ένα βίαια προκληθέν κάταγμα και να αναπλασθεί εκ νέου.
Οι αντιθέσεις οξύνονται με την άφιξη των Νετανιάχου, της θορυβώδους πολυμελούς οικογένειας που έρχεται να προστεθεί στην παλέτα δυσλειτουργικότητας των Μπλουμ. Ο ίδιος ο Μπεν-Σιών είναι αυταρχικός, απαιτεί από τον Ρούμπεν να του μιλά στα εβραϊκά και να αποκαλεί την κόρη του με το εβραϊκό όνομά της, εκφέρει πύρινες ομιλίες για τη διαμόρφωση της ιστορικής αλήθειας από την κυρίαρχη τάξη των Εθνικών, για τη Διασπορά και για το κράτος της Σιών ως μόνη διέξοδο του εβραϊκού λαού από τον προαιώνιο κύκλο διωγμών του – μια δυσοίωνη προοικονομία της μελλοντικής εξέλιξης του οικογενειακού του δέντρου. Για τους ρεβιζιονιστές σιωνιστές Εβραίους, άνθρωποι σαν τον Ρούμπεν Μπλουμ, οι πράοι και φιλήσυχοι Αμερικανοεβραίοι, εν πολλοίς ικανοποιημένοι με το υπάρχον status quo, με τη συμβατική δουλειά τους και την, έστω μερική, αποδοχή των ίδιων και της οικογένειάς τους, συνιστούν ιδεολογικό αντίπαλο και εχθρό μισητότερο των Εθνικών. Ο Νετανιάχου και η οικογένειά του είναι πληθωρικοί, καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο – τα δωμάτια στο σπίτι όπου αυτοπροσκαλούνται, τα φορέματα της Ίντιθ που η Τζίλα δανείζεται και οι μεσολαβήσεις που ο Μπεν-Σιών εξαναγκάζει τον Ρούμπεν να κάνει, σε μια πανέξυπνη αλληγορία για τον επεκτατισμό του σιωνισμού.
Ο Cohen, με ματιά αιχμηρή και διεισδυτική, ανατέμνει τον σιωνισμό, φτάνει μέχρι τις ιδεολογικές και ιστορικές του ρίζες, δίχως όμως ποτέ να καταλήγει δύσκαμπτος στην αφήγησή του, αλλά με διάθεση παιχνιδιάρικη και χιουμοριστική, με αποκορύφωμα το τραγελαφικό, επεισοδιακό φινάλε, και πρόζα υψηλής λογοτεχνικότητας. Ένα campus novel, που σατιρίζει την ακαδημαϊκή ζωή, τις μηχανορραφίες και τις μεθόδους των ευυπόληπτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της WASP Νέας Αγγλίας, μια καυστικά απολαυστική ωδή στην εβραϊκότητα, τις αντιφάσεις και τις αγκυλώσεις της, και ένα μυθιστόρημα για ένα από τα πιο πολυσύνθετα, γεωπολιτικά, κομμάτια της παγκόσμιας ιστορίας, δοσμένο πάντοτε με φρεσκάδα και χιούμορ. Και μπορεί, υπό το πρίσμα της ύστερης γνώσης για την εξέλιξη της οικογένειας Νετανιάχου, η κωμωδία να φαντάζει άκαιρη και το ύφος όχι αρκούντως καταγγελτικό, όμως ο Cohen υπογραμμίζει: η σάτιρα και η εκ των έσω αποδόμηση της οικογένειας του ανθρώπου που έχει διαπράξει μερικά από τα πιο επονείδιστα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας παραμένει, βαθιά και αμετανόητα, πολιτική.