Η Ναόμι Γουίτ είναι μια νύφη που μόλις το έσκασε από τον γάμο της, με τις μαργαρίτες από το στεφάνι της ακόμα στα μαλλιά, και κατευθύνεται στη μικρή πόλη Νοκεμάουτ της Βιρτζίνια για να ξελασπώσει τη δίδυμη αδελφή της, Τίνα, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας που πάντα μπλέκει σε μπελάδες. Ο Νοξ Μόργκαν είναι το κακό παιδί του Νόκεμαουτ, τοπικός επιχειρηματίας που συνάπτει μόνο σύντομες, ευκαιριακές σεξουαλικές σχέσεις και αποφεύγει να εμπλακεί συναισθηματικά. Οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν και ο Νοξ θα βοηθήσει τη Ναόμι να εγκατασταθεί στο Νόκεμαουτ και να διεκδικήσει την κηδεμονία της Γουέιλεϊ, της 11χρονης ανιψιάς της οποίας την ύπαρξη μόλις πληροφορήθηκε. Ο Νοξ δεν θέλει τίποτα σοβαρό, η Ναόμι δεν έχει χρόνο για έρωτες, έτσι οι δυο τους θα αποφασίσουν απλώς να περάσουν καλά, δίχως δεσμεύσεις – μέχρι, φυσικά, τα συναισθήματα να αναλάβουν δράση.
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέα ρομαντικής λογοτεχνίας, Lucy Score, Όσα ποτέ δεν ξεπεράσαμε, ανήκει στην κατηγορία εκείνη των βιβλίων που απέκτησαν τεράστια δημοφιλία μέσω του BookTok, διαβάστηκε και συζητήθηκε από χιλιάδες αναγνώστριες στον κόσμο και έγινε New York Times best–seller. Το μυθιστόρημα, που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Αναστασίας Δεληγιάννη, είναι ένα πιπεράτο enemies–to–lovers ρομάντζο, με μπόλικες ερωτικές σκηνές, αλλά και προβληματικές αναπαραστάσεις και συμπεριφορές.
Η Ναόμι είναι μια γυναίκα της συνήθειας και της ρουτίνας, με 5ετές πλάνο, σταθερή δουλειά και έναν γάμο στα σκαριά με τον αρραβωνιαστικό της, τον Γουόρεν. Η Ναόμι δεν αποφάσιζε ποτέ τίποτα πριν εξετάσει κάθε παράμετρο, πριν φτιάξει αναλυτική λίστα με τα υπέρ και τα κατά, να όμως που βρίσκεται τώρα να το έχει σκάσει από την εκκλησία την ημέρα του γάμου της, σε μια άγνωστη πόλη, χωρίς δουλειά, λεφτά, κινητό ή μεταφορικό μέσο και με μια 11χρονη ανιψιά στην επίβλεψή της. Προσπαθεί να εγκατασταθεί από την αρχή στο Νόκεμαουτ, να βρει στέγη και εισόδημα, να χτίσει μια αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας για την ανιψιά της και να είναι για εκείνη το μητρικό πρότυπο που ποτέ δεν είχε. Και το χειρότερο, αυτός που εμφανίζεται ξανά και ξανά μπροστά της είναι ο αγενής, δύσθυμος, μονίμως κακοδιάθετος και γκρινιάρης Νοξ Μόργκαν.
Ο Νοξ είναι ο στερεοτυπικός alpha–male ήρωας αισθηματικών μυθιστορημάτων: macho, σκληροτράχηλος και αρρενωπός, ένας άντρας που γρυλίζει αντί να μιλάει, χρησιμοποιεί τις γυναίκες μόνο για το σεξ και αποφεύγει οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή, πιστεύει πως είναι αναπόφευκτο κάθε γυναίκα που συναναστρέφεται ερωτικά μαζί του να καταλήξει να τον ερωτευτεί και πως το απώτερο σχέδιό της είναι να τον τυλίξει και να τον παρασύρει σε γάμο, ταυτόχρονα όμως έχει το σύνδρομο του σωτήρα, δεν αντέχει να βλέπει το υποτιθέμενο αδύναμο φύλο να κλαίει και θέλει να προστατεύει οποιαδήποτε γυναίκα βρίσκεται στον δρόμο του με όρους σωματικής επιβολής. Λύνει τις διαφωνίες του με τις γροθιές του, κατοχυρώνει την παρουσία του με τον όγκο και τη μυϊκή του δύναμη, και ενώ φαινομενικά αντιπαθεί τη Ναόμι και διαρκώς λογομαχεί μαζί της, είναι κτητικός απέναντί της και ζηλεύει όποιον της μιλά.
Η εκλεπτυσμένη, ευαίσθητη και ρομαντική πρωτευουσιάνα Ναόμι βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τους βάρβαρους τρόπους και την αρχετυπική επιτέλεση του ανδρισμού του αγροίκου Νοξ, αλλά και με ολόκληρη την πόλη του Νόκεμαουτ, εκεί όπου τις πολυτελείς επαύλεις διαδέχονται τα κλαμπ μοτοσικλετιστών και τα πάρκα με παραμελημένα τροχόσπιτα, εκεί όπου οι κάτοικοι γρονθοκοπούνται αντί να συζητούν, σε μια στερεοτυπική αναπαράσταση της redneck Αμερικής του Νότου. Όμως, παρά την αρχική αντιπάθεια, η έλξη μεταξύ τους θα είναι ακαταμάχητη, κάθε τυχαίο άγγιγμα και κάθε κλεφτή ματιά πυροδοτούν νέες εκρήξεις πάθους, μέχρι την αναπόφευκτη σωματική επαφή.
Το ρομάντζο τους είναι βραδύκαυστο, ξετυλίγεται αργά-αργά όσο το προσωπείο πάγου του Νοξ λιώνει, οι δυο τους έρχονται ολοένα και πιο κοντά, αρχίζουν να αναπτύσσουν συναισθήματα και να νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Σύντομα, το enemies-to-lovers θα εξελιχθεί σε fake-dating trope, όταν η Ναόμι και ο Νοξ θα πρέπει να προσποιηθούν ότι είναι μαζί μπροστά στους γονείς της Ναόμι που μόλις κατέφτασαν στην πόλη. Η Ναόμι έχει συνηθίσει να φροντίζει εκείνη τους άλλους, να τους προστατεύει και να τους παρέχει ασφάλεια αγνοώντας τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες. Όσο, όμως, αφήνει τον Νοξ να εισβάλει στη ζωή της, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειάζεται να οργανώνει πάντα τη ζωή της γύρω από λίστες και υπολογιστικά φύλλα, αλλά μπορεί να αφήσει τα πράγματα όπως έρχονται, να χαλαρώσει και να απολαύσει τη διαδρομή.
Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και οπτικές γωνίες εναλλασσόμενες ανάμεσα στη Ναόμι και τον Νοξ, η Score ψυχογραφεί βαθύτερα τους χαρακτήρες της και δίνει μια εκ των έσω ματιά στα συναισθήματα, τα κίνητρα και τους φόβους και των δύο, και όχι μόνο της γυναίκας πρωταγωνίστριας, ως είθισται στη ρομαντική λογοτεχνία. Καθένας τους κουβαλά τις συναισθηματικές αποσκευές του, τα συμπλέγματα και τις προκαταλήψεις του, απόρροιες προηγούμενων σχέσεων και τραυματικών παιδικών ηλικιών: η Ναόμι θεωρεί πως οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα τις ανάγκες των άλλων εις βάρος των δικών της, να είναι η τέλεια, υποδειγματική κόρη για να υποκαταστήσει τις ελλείψεις της αδελφής της, ενώ ο Νοξ έχει βιώσει τόσες βαρύνουσες απώλειες αλλά και ηθελημένες εγκαταλείψεις που εκλαμβάνει την ασφάλεια ως σημαντικότερη από την αγάπη, οχυρώνεται πίσω από μια ατσάλινη πανοπλία σκληρότητας και συναισθηματικής αδιαφορίας για να προστατεύσει τον εαυτό του από το να ξαναπληγωθεί και την καρδιά του από το να ξαναραγίσει.
Ταυτόχρονα, το Όσα ποτέ δεν ξεπεράσαμε είναι και ένα βιβλίο για την οικογένεια, αυτήν που προκύπτει εξ αίματος και αυτήν που επιλέγουμε, αυτήν που είναι άχθος και αυτήν που είναι ευλογία και αχτίδα ελπίδας, και για μια ιδιόμορφη μητρική σχέση που χτίζεται εκ του μηδενός, όπου η εμπιστοσύνη κερδίζεται μέρα τη μέρα, ένα βιβλίο για τις θυσίες που κάνουμε για τους ανθρώπους που αγαπάμε αλλά και για τα ανεπούλωτα τραύματα και το τίμημά τους στον ψυχισμό.
Η γραφή της Score είναι ρέουσα, κινηματογραφική, οι διάλογοί της ζωντανοί και η εξέλιξη της πλοκής γρήγορη και συναρπαστική, παρ’ όλα αυτά πολλοί από τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές που παρουσιάζονται είναι προβληματικές. Παρά την ανάπτυξη του χαρακτήρα του, ο Νοξ παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου τοξικός, κτητικός και σεξιστής, επιτομή της τοξικής αρρενωπότητας, που αντικειμενοποιεί τη Ναόμι μέχρι τέλους με αντιδράσεις παιδαριώδεις και πλήρως αναντίστοιχες με την ηλικία των 43 χρόνων του. Το όλο αφήγημα της δεσποσύνης σε κίνδυνο που χρειάζεται τον άνδρα-προστάτη υπό τη μορφή του κακού παιδιού της πόλης, που εκείνη φυσικά θα αλλάξει, είναι χιλιοπαιγμένο και πλέον παρωχημένο και συντηρητικό. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες δε είναι όλοι καρικατούρες, με αποκορύφωμα τη σατανική δίδυμη αδελφή που σπέρνει το χάος σε ολόκληρη την πόλη και είναι μπλεγμένη σε κάθε λογής παράνομες δραστηριότητες, ώστε να δώσει το αφηγηματικό εφαλτήριο στην πλοκή να συμπεριλάβει crime στοιχεία δράσης και αγωνίας, απολύτως αταίριαστα και βεβιασμένα.
Το Όσα ποτέ δεν ξεπεράσαμε είναι ένα διασκεδαστικό, page-turner ρομάντζο που πράγματι διαβάζεται απνευστί, όμως η συγγραφέας του καταφεύγει υπερβολικά συχνά σε στρεβλά κλισέ και τοξικά στερεότυπα ώστε να μπορέσει το βιβλίο να κατακτήσει μια θέση στα εξέχοντα δείγματα του είδους.