Τρεις γυναίκες, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, με μόνο κοινό συνδετικό τους κρίκο μια πλεξούδα μαλλιά.
Πρώτη η Σμίτα, ζει στο χωριό Μπαντλαπούρ της Ινδίας και ανήκει στους Ανέγγιχτους, τη χαμηλότερη ιεραρχικά βαθμίδα στο σύστημα των καστών, τους οποίους δεν επιτρέπεται να αγγίζει κανένας, είναι μιάσματα, απόβλητοι της κοινωνίας. Η Σμίτα καθαρίζει όλη μέρα τις αυτοσχέδιες τουαλέτες των σπιτιών με τα γυμνά της χέρια, όμως μέσα στη μόνιμη δυσωδία και αποφορά, μόνο της μέλημα είναι να στείλει την κόρη της, Λαλίτα, στο σχολείο, να εξασφαλίσει για εκείνη ένα καλύτερο μέλλον.
Δεύτερη η νεαρή Τζούλια, στο Παλέρμο της Σικελίας, δουλεύει στην οικογενειακή βιοτεχνία επεξεργασίας ανθρώπινων μαλλιών, που συνεχίζει τη σικελική παράδοση της κασκατούρας, σύμφωνα με την οποία τα κομμένα μαλλιά φυλάσσονται για να γίνουν περούκες, εξτένσιον και ποστίς. Η Τζούλια είναι αποφασισμένη να συνεχίσει την κληρονομιά του πατέρα της στη βιοτεχνία, μέχρι τη μέρα που όλα στη ζωή της θα έρθουν τα πάνω κάτω: ένα τραγικό ατύχημα θα συμβεί στον πατέρα της και η ίδια θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον έρωτα.
Τρίτη η Σάρα, μια σαραντάρα επιτυχημένη δικηγόρος στο Μόντρεαλ του Καναδά, δις διαζευγμένη και μητέρα τριών παιδιών, μια εργασιομανής business-woman που βάζει πάνω απ’ όλα την καριέρα της, συχνά σε βάρος των παιδιών της, της μητρότητας αλλά και του ίδιου της του εαυτού. Μέχρι που η τραγωδία θα χτυπήσει και τη δική της πόρτα, με τη μορφή μιας σοβαρής ασθένειας, που θα αλλάξει τη ζωή της διά παντός.
Η Γαλλίδα ηθοποιός, σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος Λετισιά Κολομπανί, στο πρώτο της μυθιστόρημα, που έχει γνωρίσει διεθνή επιτυχία και μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Γιάννη Στρίγκου, αφηγείται τις ιστορίες καταπίεσης και αντιξοοτήτων που υφίστανται τρεις γυναίκες, καταπιέσεις διαφορετικής υφής και προέλευσης, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, κουλτούρες, θρησκείες και πολιτισμούς. Οι γυναίκες αυτές απέχουν έτη φωτός η μία από την άλλη, γεωγραφικά, ταξικά και πολιτισμικά, όμως οι μοίρες τους είναι συνδεδεμένες με ένα αδιόρατο νήμα, σε μια κοινή πορεία πόνου, θυσίας και αλλεπάλληλων εμποδίων, αλλά και πηγαίας γυναικείας δύναμης, θάρρους και αποφασιστικότητας.
Η Κολομπανί μας ταξιδεύει στις άκρες του κόσμου, από τα εξαθλιωμένα χαμόσπιτα και τις παραγκουπόλεις της Ινδίας μέχρι το φωτεινό, ζεστό Παλέρμο και το αστικό κέντρο του Μόντρεαλ. Συνδετικός κρίκος και αφηγηματικός άξονας των ιστοριών της είναι τα γυναικεία μαλλιά, οικουμενικό σύμβολο θηλυκότητας και ζωτικότητας, αλλά και πίστης στην ινδουιστική θρησκεία, όπου τα μαλλιά γίνονται θυσία στους θεούς ως δείγμα απάρνησης του εαυτού και του εγώ.
Η συγγραφέας ρίχνει φως σε μια σειρά από ζητήματα και θεματικές: το συγκλονιστικά αποτρόπαιο σύστημα των καστών στην Ινδία, όπου όσοι ανήκουν στις κατώτερες κάστες ή και εκτός του συστήματος καστών, όπως οι Ανέγγιχτοι (Ντάλιτ), δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα, δεν θεωρούνται καν άνθρωποι, και είναι καταδικασμένοι σε μια μοίρα περιφρόνησης, υποτίμησης, ανέχειας και ένδειας, από την οποία φαντάζει αδύνατο να ξεφύγουν. Οι γυναίκες φυσικά βρίσκονται σε ακόμα δυσχερέστερη θέση, θεωρούνται κτήματα των συζύγων τους, βιάζονται εκδικητικά, ως επιβολή τιμωρίας στις ίδιες ή σε άλλα μέλη της οικογένειάς τους, ενώ οι θύτες μένουν πάντα ατιμώρητοι, καθώς συνήθως είναι μέλη ανώτερης κάστας και η εξουσία βρίσκεται στα δικά τους χέρια. Δύο εκατομμύρια γυναίκες δολοφονούνται κάθε χρόνο στην Ινδία από ανδρικό χέρι, μας ενημερώνει η Κολομπανί, δύο εκατομμύρια θύματα μισογυνισμού, πατριαρχίας, ανδρικού μίσους και βαρβαρότητας.
Η συγγραφέας, όμως, καταπιάνεται με όλους τους τρόπους που η πατριαρχία περιορίζει τις γυναίκες: στην ιστορία της Σάρα εντρυφεί στις έμφυλες διακρίσεις εντός του εργασιακού χώρου και στο glass ceiling που εμποδίζει τις γυναίκες καριέρας να ανέλθουν. Ασχολείται, επίσης, με τον επαγγελματικό και κοινωνικό αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση και τις διακρίσεις που έρχονται μαζί με τη διάγνωση μιας χρόνιας ή ανίατης ασθένειας. Όταν οι συνεργάτες της Σάρα μαθαίνουν για την ασθένειά της, την κάνουν να αισθάνεται παρίας, μιασμένη, Ανέγγιχτη, σαν να ανήκε στην κάστα της Σμίτα.
Και στις τρεις γυναίκες της Κολομπανί τίθενται εμπόδια και αναχώματα, από τη θρησκεία τους, την κοινωνία και την τάξη τους, την οικογένειά τους, αλλά και από τη μοίρα και την τραγικότητα της ίδιας της ζωής. Καλούνται να τα βάλουν με την κοινωνία και τις επιταγές της, με όσα η οικογένειά τους περιμένει από εκείνες: να μείνουν πιστές στην κάστα τους και στη ζωή που προδιαγράφεται για τις ίδιες και τα παιδιά τους, να θυσιάσουν τον έρωτα για το καλό της οικογένειάς τους, να αφήσουν πίσω τον εαυτό τους και την υγεία τους για χάρη μιας καριέρας όπου δεν υπολογίζονται καν σαν ανθρώπινα όντα. Εκείνες, όμως, ακούραστες και ατρόμητες θα τα υπερβούν, σε μια επίδειξη της οικουμενικότητας της γυναικείας δύναμης και αντοχής.
Το πρόβλημα είναι πως οι ιστορίες που αφηγείται η συγγραφέας είναι σχηματικές, οι χαρακτήρες φαντάζουν συχνά χάρτινοι και δίχως βάθος, η γλώσσα και η αφήγηση είναι απλοϊκή και χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική δύναμη. Καθίσταται φανερό πως οι ηρωίδες αυτές αποτελούν απλά αφηγηματικά οχήματα και δεν έχουν αναπτυχθεί εις βάθος, όπως και ότι πρόκειται για πρωτόλειο έργο.
Παρά τις ατέλειες, όμως, το μυθιστορηματικό ντεμπούτο της Λετισιά Κολομπανί δεν στερείται λογοτεχνικής αξίας και σημασίας, αλλά αντιθέτως προϊδεάζει για το μέλλον της ως συγγραφέα. Η Κολομπανί έχει συνθέσει έναν ύμνο στη γυναικεία φύση και τη ζωοφόρο δύναμή της, που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί από κάθε γυναίκα.