Ο Ότο και η Σόφη Μπέντγουντ, παντρεμένο ζευγάρι 40άρηδων, απολαμβάνουν το απογευματινό τους τσάι στην πολυτελή οικία τους, στο Μπρούκλιν των τελών της δεκαετίας του ’60. Έξω από τη συρόμενη πόρτα της αυλής τους, μια αδέσποτη γάτα νιαουρίζει επειδή πεινάει και η Σόφη την ταΐζει και τη χαϊδεύει, μέχρι που η γάτα αναπάντεχα τη γρατζουνάει και τη δαγκώνει. Αρχικά η Σόφη αρνείται να αφιερώσει περισσότερη σκέψη στο γεγονός, όμως όσο το χέρι της αρχίζει να πρήζεται και να πονά, όσο ο φόβος για τη μόλυνσή της από λύσσα αρχίζει να εισβάλλει στο μυαλό της, τόσο η συνολικότερη κατάπτωση (προσωπική, συναισθηματική, ηθική, κοινωνική) αρχίζει να αναδύεται.
Το μυθιστόρημα Πρόσωπα σε Aπόγνωση της Αμερικανίδας Paula Fox κυκλοφόρησε το 1970 και επανεκδόθηκε, μετά την εξάντλησή του, το 1980 και το 1999, όταν το προλόγισε και το επανασύστησε στο κοινό ο Jonathan Franzen. Το αμετάφραστο έως τώρα στα ελληνικά βιβλίο, που έχει πλέον κατακτήσει επάξια μια θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα των αμερικανικών γραμμάτων, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina τους και σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Αμερική, μια εποχή πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων, εποχή φυλετικών εξεγέρσεων και ταξικού μίσους, ο Ότο και η Σόφη Μπέντγουντ, κατεξοχήν εκπρόσωποι της μπουρζουάδικης αστικής τάξης, εκείνος δικηγόρος και εκείνη μεταφράστρια, μορφωμένοι και διανοούμενοι, προσπαθούν να προσαρμοστούν σε μια περίοδο διαρκώς μεταβαλλόμενη. Για τον Ότο Μπέντγουντ, η αδέσποτη γάτα στο κατώφλι τους αντιπροσωπεύει όλα όσα πάνε στραβά με τούτο τον κόσμο, την εισροή των κατώτερων τάξεων στο κοινωνικό τους οικοδόμημα, τους φτωχούς γείτονες που πολλαπλασιάζονται στη συνοικία τους, που βανδαλίζουν κτίρια και πετούν τα σκουπίδια τους στον δρόμο, όλα όσα απειλούν το κοινωνικό κατεστημένο της αστικής τάξης και της ευρυθμίας της.
Ο ενδημικός ρατσισμός, οι ταξικές προκαταλήψεις, ο συντηρητισμός και η ομοφοβία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων αναδύονται: ο Ότο φοβάται τους έγχρωμους που, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν κατακλύσει την πάλαι ποτέ μεγαλοαστική συνοικία του, εκνευρίζεται από τους ισπανόφωνους γείτονές του και το μωρό τους που ουρλιάζει διαρκώς, απεχθάνεται τους ομοφυλόφιλους που νοίκιασαν τον αχυρώνα απέναντι από το εξοχικό του, γι’ αυτό τον αγόρασε και αυτόν, νομίζοντας πως τα χρήματα αποτελούν το πάσο της τάξης του, κάρτα ελεύθερης πρόσβασης σε οτιδήποτε θελήσει. Όμως, τώρα διανύει μια περίοδο μεταβολών: η γειτονιά αλλάζει, η επί σειρά ετών επαγγελματική του συνεργασία λύεται και μαζί με αυτήν η σχέση με τους στενότερους οικογενειακούς του φίλους, και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το χέρι της γυναίκας του πονάει αφόρητα.
Η Σόφη αισθάνεται ντροπή για τον τραυματισμό της και αρχικά τον κρύβει από τον άντρα της, θεωρεί εαυτόν υπαίτια για τον πόνο που βιώνει και προσπαθεί να αποκρύψει την, κατά τον Ότο, υπερβάλλουσα ευαισθησία της. Αρνείται να αντικρίσει κατάματα τον κίνδυνο που αποτελεί για την ίδια το δάγκωμα της γάτας, αποστρέφει πεισματικά το βλέμμα της από το σφύζον από πόνο χέρι της, και, όπως ακριβώς κάνει με τον γάμο της, την αίσθηση του εαυτού της και την ίδια της τη ζωή, κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι. Η Σόφη αρνείται να αναμετρηθεί με τη δυστυχία της, με τις ματαιωμένες προσδοκίες και διαψεύσεις της, με την αποτυχία του γάμου της και με την απόγνωσή της – μέχρι να είναι απόλυτα και αμετάκλητα αναγκασμένη να το κάνει.
Οι ρωγμές στην ψευδεπίγραφη τελειότητα και την υποκρισία της αστικής τάξης και της ειδυλλιακής οικογενειακής ζωής αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους: η αδέσποτη γάτα στο κατώφλι των Μπέντγουντ, μια πέτρα μέσα από το τζάμι του σπιτιού των Χόλσταϊν, ο βανδαλισμός και οι υλικές καταστροφές στο εξοχικό στο Φλίντερς, ενόσω οι ταξικές και φυλετικές αναταραχές βρίσκονται πλέον σε σημείο βρασμού. Οι Μπέντγουντ περιστοιχίζονται παντού γύρω τους από αντικείμενα, πολυελαίους και δρύινες σκάλες, υλικά αγαθά που παρέχουν μια επίπλαστη αίσθηση μονιμότητας και ασφάλειας, τη μοναδική ψευδαίσθηση διατήρησης των προνομίων τους που τους έχει απομείνει. Περιβάλλονται, όμως, και από μια σειρά από ετερόκλητες φιγούρες, επικίνδυνες, διεφθαρμένες, μοναχικές, πληγωμένες και απεγνωσμένες, το μωσαϊκό μιας Αμερικής σε σήψη.
Με γραφή διακριτική, υπαινικτική, και συνάμα βαθιά ψυχαναλυτική, η Paula Fox ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια την αστική τάξη της Αμερικής της δεκαετίας του ’60, ξεριζώνει και τοποθετεί στο αφηγηματικό προσκήνιο τα σπλάχνα ενός διανοούμενου μεγαλοαστικού ζευγαριού, τις ιδιοτροπίες, τις αγκυλώσεις, τις νευρώσεις και τους ενδότερους φόβους του. Σε αυτό το μικρής έκτασης αλλά μεγάλου φιλοσοφικού βάθους και κοινωνιολογικής ανάλυσης μυθιστόρημα, η Fox συνθέτει μια πανέξυπνη, αιχμηρή σάτιρα της αστικής τάξης που θα ζήλευαν ο Cheever και ο Updike και ταυτόχρονα ένα καταιγιστικού ρυθμού ψυχολογικό θρίλερ, με στοιχεία σουρεαλισμού και παραλόγου βγαλμένα κατευθείαν από τις σελίδες του DeLillo και του David Foster Wallace.
Η Fox γράφει για έναν γάμο σε αποσύνθεση, για συζύγους που μηρυκάζουν τις αποτυχίες τους, για την τρυφερότητα και την εγγύτητα που έχουν πλέον εκλείψει, και για όλους τους τρόπους που εφευρίσκουν οι άνθρωποι για να λησμονήσουν πρόσκαιρα το αίσθημα ανικανοποίητου που τους κατατρύχει. Με σχολαστική ακρίβεια και βασανιστικά ενδοσκοπική ματιά, η Fox καταγράφει ένα χρονικό κρίσης, του (θεσμού του) γάμου και της οικογενειακής εστίας, της επαγγελματικής συνεργασίας και συναδελφικής αλληλεγγύης, και του ίδιου του αμερικανικού μεταπολεμικού πολιτισμού. Οι χαρακτήρες της βρίσκονται σε απόγνωση, με τη μεταξύ τους προσωπική σχέση, με την ηθική, υλική και πολιτισμική κατάρρευση της αμερικανικής κοινωνίας, με τον υπαρξιακό τρόμο που τους προκαλεί η ίδια τους η ζωή. Η εισδοχή της λύσσας, της επιμόλυνσης και της συθέμελης καταστροφής στις ζωές τους, ενώ αρχικά φαντάζει εφιαλτική, τελικά καταλήγει ανακουφιστική, λυτρωτική, πασίδηλη αποδοχή της παραίτησής τους.
Το αφηγηματικό οικοδόμημα που στήνει η Fox είναι πολύπλοκο και πολυεπίπεδο, αμφίσημο και μυστηριώδες, αν και πολλές φορές χάνει τη δυναμικότητα και το νεύρο στον ρυθμό του και παραδίδεται, όπως οι ήρωές του, στον ενδοσκοπικό του λαβύρινθο. Όμως, στη συνέχεια έρχεται αυτό το τέλος, κλειστοφοβικό, δυσοίωνο και συμβολικό της απελπισίας των ηρώων, του υπαρξιακού αδιεξόδου με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι, ένα σεμιναριακό μυθιστορηματικό φινάλε.
Τα Πρόσωπα σε Aπόγνωση είναι ένα μικρό διαμαντάκι του αμερικανικού μεταπολεμικού ρεαλισμού, ένα νευρώδες ψυχολογικό θρίλερ και μια σαρδόνια κοινωνικοπολιτική σάτιρα, βασανιστικά ειλικρινές και ανησυχητικά επίκαιρο, ένα από αυτά τα βιβλία που, δίχως να κατανοείς ακριβώς το γιατί, αγγίζει μια βαθιά κρυμμένη μέσα σου χορδή υπαρξιακού τρόμου.