Ο Mεξικάνος σκηνοθέτης επιστρέφει στις ρίζες του σκηνοθετικά και μας παραδίδει ένα πρώτης τάξεως δράμα και μια ειλικρινή αναπαράσταση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης του Μεξικού της δεκαετίας του ’70.
Οι τίτλοι αρχής της ταινίας συνίστανται από μια αργόσυρτη απεικόνιση ενός δαπέδου με πλακάκια που καθαρίζονται και ξεπλένονται υπό τους στρόβιλους νερού που σχηματίζονται νωχελικά. Αυτό το μονοπλάνο ίσως να είναι το μοναδικό σημείο που δεν κυριαρχεί η φιγούρα της Κλεό και αυτό γιατί δεν έχει ακόμα «συστηθεί» ο χαρακτήρας της στον θεατή. Η υπηρέτρια μιας μεσοαστικής οικογένειας συγκεντρώνει στο πρόσωπό της το δράμα τόσο της εργατικής τάξης εν γένει όσο και των φυλών των ιθαγενών εν μέσω των γεγονότων του «βάναυσου πολέμου» του Μεξικού της δεκαετίας του ’70. Η επιστροφή του σκηνοθέτη στις πολιτιστικές του ρίζες, τον ωθεί στο να ανασύρει μια σειρά αναμνήσεων, που με τα ασαφή τους όρια αποτελούν μια πολιτική τοποθέτηση και ένα δημόσιο «κατηγορώ» ενάντια στην εγκάθετη φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση που κατέπνιξε την εξέγερση των Μεξικανών φοιτητών και οδήγησε στη σφαγή του Τλατέλολκο, παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968.
Η Κλεό λοιπόν είναι μια νεαρή γυναίκα που ωστόσο έχει επωμιστεί κάπως δυσανάλογα τα βάρη μιας εξαμελούς οικογένειας ενός γιατρού, τους οποίους καταλήγει να υπηρετεί ακούραστα. Ούτε μια αχτίδα γέλιου δεν ξεφεύγει από τα σφιγμένα της χείλη και το μονίμως συμπονετικό της βλέμμα παρακολουθεί αδιάκοπα τα τέσσερα μικρά παιδιά, το φαγητό που ζεσταίνεται στην φωτιά, την μπουγάδα που στεγνώνει. Εικόνες βγαλμένες από το παρελθόν θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη γυναίκα, μητέρα και σύζυγο, που σπεύδει καθημερινά να επιτελέσει τους πολλαπλούς κοινωνικούς της ρόλους. Η Κλεό ωστόσο καθίσταται τραγικό πρόσωπο της ιστορίας, εφόσον μοιάζει στερημένη οποιασδήποτε ικανοποίησης από την ίδια την ζωή που με τόση αυταπάρνηση υπηρετεί, οπότε και καθηλώνεται σε ένα ρόλο τροφού και θεραπαίνιδας. Η κάμερα κινείται αργά καταγράφοντας κάθε γωνιά του σπιτιού που αποτελεί τον θλιβερό μικρόκοσμο της ίδιας και διακόπτεται από τις διάφορες μικροαγγαρείες με τις οποίες πρέπει να ασχοληθεί. Σε αντίστιξη τοποθετείται η λευκή, μορφωμένη σύζυγος του γιατρού που προσπαθεί απουσία του συζύγου να ενσωματώσει αυτό τον ρόλο, οπότε χαίρει αρχικά προνομίων, αλλά καταλήγει μέσα στο βαθιά πατριαρχικό περιβάλλον να καταπιέζεται ανάλογα(;) και να συμφιλιώνεται με την Κλεό, λέγοντας ότι ως γυναίκες είναι «πάντοτε μόνες». Αυτή η σεναριακή υπερβολή ίσως να αποτελεί από τα ελάχιστα ψεγάδια της ταινίας και εξηγείται μερικώς από την ίδια την (ταξική)καταγωγή και τις μνήμες του σκηνοθέτη.
Ο Alfonso Cuarón ψάχνει βαθιά στο ασυνείδητό του και αναπαράγει εξωραϊσμένες ομολογουμένως εικόνες από την δική του ανατροφή στην συνοικία Ρόμα του Μεξικού όπου τοποθετείται και η ιστορία. Το αποτέλεσμα είναι μια νεορεαλιστική απεικόνιση, η οποία εκμεταλλευόμενη τα καλύτερα αισθητικά στοιχεία του σινεμασκόπ των 65mm δημιουργεί μια εικόνα χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Η αφοπλιστική ερμηνεία ενός καστ ερασιτεχνών ηθοποιών στα πρότυπα του μεγάλου Σεργκέι Αϊζενστάιν έρχεται απλά να επιβεβαιώσει τον κοινωνικά χειραφετητικό πυρήνα αυτού του αυτοβιογραφικού στοιχήματος με την λήθη που βάλθηκε να κερδίσει ο Cuarón. Τους θεατές και τους κριτικούς ωστόσο τους κέρδισε ήδη.