Η γνωριμία μου με την Τεχμίνα Ντουρανί έγινε εντελώς απρόσμενα, όταν αγόρασα το εν λόγω μυθιστόρημα σε ένα παζάρι βιβλίων, καθώς η περιγραφή στο οπισθόφυλλο μού τράβηξε την προσοχή. Πρόκειται για ένα βιβλίο που μετράει φέτος 27 χρόνια έκδοσης, μιας και εκδόθηκε στα ελληνικά πρώτη φορά το 1996. Ψάχνοντας πληροφορίες για την συγγραφέα και την ιστορία της πριν επιδοθώ στο διάβασμα, είχα μεγάλες προσδοκίες από το βιβλίο, οι οποίες ωστόσο σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν. Σε κάθε περίπτωση, ήθελα να καταδυθώ στον κόσμο μιας γυναίκας που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε χώρα της οποίας το συντηρητικό καθεστώς δημιουργούσε για χρόνια ολόκληρα απροσπέλαστες δυσκολίες στις θηλυκότητες, και όμως η ίδια ύψωσε ανάστημα, ζήτησε ένα δύσκολο διαζύγιο, πάλεψε με τους δαίμονές της και ακολούθησε ακτιβιστική δράση.
Η Ντουρανί στο εν λόγω ανάγνωσμα γράφει στην ουσία την αυτοβιογραφία της, χωρίς περιστροφές, μην παραλείποντας να περιγράψει με γλαφυρότητα την κακομεταχείριση που υπέμεινε στο πλευρό του πρώην συζύγου της και γνωστού πολιτικού του Πακιστάν, Μουσταφά Χαρ. Ο τίτλος «σκλάβες» προϊδεάζει μεν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο, ωστόσο προσωπική μου προτίμηση είναι ο τίτλος της αγγλόφωνης έκδοσης, το «My feudal lord», ελληνιστί «Ο φεουδάρχης κύριός μου». Ο λόγος είναι πως το μυθιστόρημα ακολουθεί, μαζί με τη ζωή της Ντουρανί, και εκείνη του γνωστού πολιτικού προσώπου Μουσταφά Χαρ, άντρα μεγαλωμένου και διαποτισμένου με τις αρχές του φεουδαρχικού συστήματος που κατά πώς φαίνεται επηρέασαν συθέμελα και τα μοτίβα συμπεριφοράς του. Το χρονικό ξεκινά να εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του 70, συγκεκριμένα το 1977, όταν ο Χαρ, 40 ετών τότε, γνωρίζει την μόλις 21 έτους συγγραφέα. Η Ντουρανί προέρχεται από πολυμελή ευκατάστατη οικογένεια, με πατέρα στοργικό αλλά συγκρατημένο και μητέρα αυταρχική, αυστηρή και αποστασιοποιημένη. Θα μπορούσε κανείς να πει, αν θέλουμε να επιχειρήσουμε μια πιο ψυχαναλυτική ματιά, ότι η μητέρα της συγγραφέως αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα στην εικόνα του εαυτού της νεαρής Τεχμίνα. Η κοπέλα ζει υπό τον ίσκιο και την απειλή της μάνας της, η οποία αποδοκιμάζει ανοιχτά την κόρη της και φαίνεται αρκετά βυθισμένη στην ενασχόληση με τη δική της εικόνα, αποφεύγοντας συστηματικά να αφουγκραστεί τις βαθύτερες ανάγκες των παιδιών της. Ως αποτέλεσμα, η Τεχμίνα βιώνει μόνιμη απόρριψη από τη μητρική φιγούρα και αναγκάζεται να «χτίσει» αυτοπεποίθηση μόνο όταν, αρκετά χρόνια μετά και βάναυσα κακοποιημένη από τον σύζυγό της, μοιραία συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή.
Η νεαρή κοπέλα, οδηγημένη από τη νεανική απειρία και αφέλεια, κινεί γη και ουρανό για να νυμφευτεί έναν άντρα, τον Ανέες, ο οποίος ναι μεν είναι τρυφερός απέναντι της, η ίδια δε γρήγορα συνειδητοποιεί ότι δεν τρέφει κανένα ερωτικό συναίσθημα για το άτομό του. Πέντε χρόνια μετά και ενώ έχει αποκτήσει ένα παιδί μαζί του, συναντά τον Μουσταφά Χαρ, γνωστό και ως «Λιοντάρι του Παντζάμπ» λόγω της ηγετικής του προσωπικότητας, και εκείνος κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι θα τη ρίξει στα δίχτυα του. Γοητευμένη όπως είναι η Τεχμίνα από την επιβλητική του παρουσία, πέφτει θύμα του φλερτ του (σημειωτέον ότι ο άντρας είναι παντρεμένος στη χρονική φάση εκείνη) και ωθείται σταδιακά στο να χωρίσει τον σύζυγό της προκειμένου να παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στον Μουσταφά. Εκείνη η στιγμή σηματοδοτεί την αρχή μιας δεκατετραετούς ένωσης γεμάτης σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία, παραμέληση και εκμετάλλευση στον μέγιστο βαθμό. Ο Μουσταφά φαίνεται να στερείται τόσο ηθικής όσο και αυτογνωσίας. Μέσα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια γάμου με την Τεχμίνα, καταφέρνει να προκαλέσει μώλωπες στην ψυχή και το σώμα της αμφότερα, αφού τη βιάζει, την ταπεινώνει με κάθε ανθρωπίνως δυνατό τρόπο και την απατά με τη μικρότερη αδερφή της. Η σύζυγός του δίπλα του γίνεται πάλι παιδί. Δεν της επιτρέπεται να διαβάσει εφημερίδα, δεν μπορεί να του αντιμιλήσει, πρέπει να συμφωνεί με όσα λέει ο σύζυγος όταν τους καλούν σε πολιτικού περιεχομένου συζητήσεις. Τον ακολουθεί σε κάθε βήμα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ακόμη και εγκαταλείποντας το Πακιστάν για να εγκατασταθούν στο Λονδίνο, εξόριστοι λόγω του στρατιωτικού καθεστώτος της χώρας τους, ή ακόμη και όταν ο Μουσταφά φυλακίζεται λόγω των φρονημάτων του.
Η Τεχμίνα, έχοντας μάθει στη συναισθηματική απόρριψη της μητέρας της, εσωτερικεύει από τρυφερή ηλικία την πεποίθηση ότι είναι ανάξια αγάπης και προσοχής, ασυνείδητα φυσικά, καθώς στο συνειδητό επίπεδο ο αναγνώστης την παρακολουθεί να καταφέρνει σταδιακά να υψώσει με θάρρος το ανάστημά της, παρά τις αναρίθμητες θυσίες τις οποίες έχει ήδη αναγκαστεί να κάνει. Μάλιστα, στην πρώτη της απόπειρα να ζητήσει διαζύγιο, αποθαρρύνεται από την οικογένειά της, που τη φέρνει αντιμέτωπη με την απειλή μιας επικείμενης εγκατάλειψης αν διαλύσει τον γάμο της. Όταν ο Μουσταφά εκτίει την ποινή του στη φυλακή και ενώ έχει έρθει αντιμέτωπος με μια Τεχμίνα έτοιμη να διεκδικήσει διαζύγιο, κάνει φαινομενικά στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και γίνεται ο γεμάτος στοργή και κατανόηση σύζυγος που ποτέ δεν υπήρξε, πείθοντας μέχρι και τους αναγνώστες για την αλλαγή του. Φυσικά, η στάση του δεν συνιστά παρά ένα προσωπείο που δεν διστάζει να αφαιρέσει μόλις αποφυλακίζεται.
Αν υπάρχει όντως αίσιο τέλος στο βιβλίο, αυτό είναι η οριστική απόφαση της συγγραφέως να αφήσει τον γάμο της αλλά και να εκδώσει την ιστορία της, μια κίνηση που οδήγησε στη ρήξη με την οικογένειά της. Παρά τον υποτιθέμενα ανοιχτόμυαλο (αν και αποτυχημένο) γάμο των γονιών της, οι δικοί της προτιμούν να μην ξαναμιλήσουν στο παιδί τους από το να αντιμετωπίσουν την κατακραυγή μετά τη δημοσίευση του βιβλίου που βγάζει στη φόρα τα άπλυτα ενός νάρκισσου, ενός άντρα που στην πολιτική σκηνή ελίσσεται με τη φενάκη του χαρισματικού και έυσπλαχνου ηγέτη αλλά στην προσωπική του ζωή είναι ένας φεουδάρχης τύραννος.
Είναι γεγονός ότι το μυθιστόρημα καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την προσοχή του αναγνώστη, μιας και οι εκτενείς αναφορές γύρω από την πολιτική ζωή του Πακιστάν δεν κουράζουν, καθότι γραμμένες με τρόπο επεξηγηματικό και λόγο απαλλαγμένο από πομπώδεις εκφράσεις και ξύλινη γλώσσα. Παράλληλα, το αναγνωστικό κοινό συμπονά τη νεαρή γυναίκα που θυσιάζει χρόνια ολόκληρα από τη ζωή της ζώντας πράγματι ως σκλάβα στο πλευρό του συζύγου της και στερούμενη αγάπης, στήριξης, απλού ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Ωστόσο, δεν γίνεται παρά να απορήσει κανείς με τη στάση της συγγραφέως σε ζητήματα όπως η ερωτική σχέση του Μουσταφά με τη δεκαπέντε χρονών αδερφή της, Αντίλα. Η Ντουρανί, ορμώμενη από τον πληγωμένο της ψυχισμό, δεν διστάζει να κατηγορήσει ισομερώς τόσο τον σύζυγό της όσο και το έφηβο κορίτσι. Παρά τις προσπάθειές της να δώσει φεμινιστικό πρίσμα στο βιβλίο της, υποπίπτει σε λάθη όπως η επίρριψη ευθυνών σε ένα μικρό στην ηλικία κορίτσι το οποίο ουσιαστικά αποτέλεσε θύμα ενός αδίστακτου μεσήλικα, αφού είναι ευρέως γνωστό πως μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα δεν μπορεί πραγματικά να συναινέσει σε μια σχέση με έναν τόσο μεγαλύτερο άντρα. Εκτός αυτού, δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερα συμπονετική στάση απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες της ζωής του Μουσταφά, όπως η πρώην γυναίκα του, Σερί, και η υπηρέτριά του, Νταΐ Αγιεσά. Κατανοεί, βέβαια, ότι βρίσκονται και εκείνες σε δυσμενή θέση, και αναμφίβολα προσπαθεί να σώσει πρωτίστως τον εαυτό της, παρ’ όλα αυτά τις αφήνει ουκ ολίγες φορές να υποστούν τις συνέπειες του θυμού του άντρα, μοιάζοντας σχεδόν αμέτοχη μπροστά στις κατάφωρες σε βάρος τους αδικίες. Επιπλέον, αδικεί την πρωτότοκη κόρη της, εκείνη που απέκτησε με τον πρώτο της σύζυγο, καθώς λόγω των συνθηκών της ζωής της αναγκάζεται να εστιάσει στον συζυγικό βίο της με τον Μουσταφά και κατά συνέπεια στα υπόλοιπα παιδιά της, αυτά που αποκτά με εκείνον. Αναμφισβήτητα δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει εξ ολοκλήρου για αυτή τη στάση, μιας και η ζωή δίπλα στον Μουσταφά Χαρ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλες ενασχολήσεις (ακόμα και αν αυτές είναι κυριολεκτικά τα παιδιά της), ωστόσο μπορεί ο καθένας να συναισθανθεί τη θλίψη του πρώτου παιδιού της έτσι όπως αποδίδεται στο βιβλίο, όταν αυτό βιώνει την απόρριψη της μητέρας του ξανά και ξανά. Τέλος, είναι προφανές ότι ο σύζυγός της δεν νοιάζεται στην πραγματικότητα καθόλου για τον λαό του, μονάχα για τον εαυτό του, πράγμα μπροστά στο οποίο η Τεχμίνα επιλέγει να κωφεύει –ίσως πάνω στην ελπίδα της να αποδείξει στον εαυτό της ότι ήταν τελικά σοφή η επιλογή να γυρίσει στο πλάι του.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθεί ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια κλασική επιλογή για όποια και όποιον θέλει να διαβάσει μια αληθινή, αυτοβιογραφική ιστορία συζυγικής κακοποίησης και εστίασης στο έμφυλο ζήτημα εν γένει. Παρακολουθώντας την πορεία του γάμου της Ντουρανί, ο αναγνώστης παρακολουθεί ταυτόχρονα και ένα κομμάτι τής πολιτικής ιστορίας του Πακιστάν, αναγνωρίζοντας ή μαθαίνοντας πρόσωπα όπως ο Αλί Μπούτο, η Μπεναζίρ Μπούτο, ο Μουχάμαντ Ζία-Ουλ Χακ και πλήθος άλλων. Ως λογοτεχνικό έργο κάνει όσους το διαβάζουν να συμπονέσουν την Ντουρανί και να ζήσουν μαζί της τα πάθη της, καθώς η συγγραφέας γράφει πηγαία και αυθεντικά όσα της προστάζουν οι μνήμες του βασανισμένου μυαλού της, παρ’ όλα αυτά δεν καταφέρνει να σταθεί αντάξιο άλλων φεμινιστικών (και αυτοβιογραφικών) αναγνωσμάτων. Ενδεχομένως το γυναικείο αναγνωστικό κοινό να μπορούσε να συνδεθεί πιο εύκολα με μια γυναίκα σε διαφορετική μοίρα οικονομικά και κοινωνικά, καθώς παρότι με χίλιους τρόπους βασανισμένη, η Ντουρανί δεν παύει να αποτελεί μια γυναίκα με προνομιούχο υπόβαθρο, σύζυγος πολιτικού ηγέτη και πρόσωπο που δεν χρειάστηκε ουδέποτε να ανησυχήσει για τα προς το ζην. Αναφαίρετο δικαίωμά της, φυσικά, και μακάρι να ίσχυε για όλους ανεξαιρέτως, πάντως δεν σταματά να αποτελεί στοιχείο που αναπόδραστα δυσκολεύει την ταύτιση του ευρέως κοινού.