Το δεύτερο SmassPodcast για το The Wire, ίσως της πιο σημαντικής σειράς στην ιστορία της τηλεόρασης, είναι αφιερωμένο στη δεύτερη σεζόν, που εξελίσσεται με επίκεντρο το λιμάνι της Βαλτιμόρης.
Η 2η σεζόν του The Wire αποτέλεσε μια τρομερά τολμηρή επιλογή για τη σειρά. Αλλαξε σκηνικό και έβαλε επίκεντρο το λιμάνι και παραγκώνισε τους πρωταγωνιστές της 1ης σεζόν για να φέρει στο προσκήνιο την παρακμάζουσα λευκή εργατική τάξη. Συνεχίζει όμως τη διεισδυτική ματιά στη σύγχρονη αμερικανική μητρόπολη και μας προσφέρει μία εξαιρετικά πυκνή αφήγηση που προσπαθήσαμε να αναλύσουμε στο 2ο podcast μας. Απολαύστε. It’s all in the game.
Ο καλεσμένος μας Γιώργος Καλαμπόκας συμπύκνωσε με μαεστρικό τρόπο το μεγαλείο του The Wire στο ποστ του κι εμείς αντιγράφουμε αυτολεξεί:
Στο νέο #SmassPodcast για τη σειρά, ασχολούμαστε με τη δεύτερη σεζόν, μια σεζόν που συνήθως αντιμετωπίζεται ως αδύναμη. Ε, εμείς διαφωνούμε. Μπορεί να μην εθελοτυφλούμε ως προς το ύψος που έφτασαν η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη σεζόν σε σχέση με αυτήν, αλλά πρόκειται για μια επίσης εκπληκτική σεζόν και αφιερώνουμε μιάμιση ωρίτσα για να σας πείσουμε, κυρίως φλυαρώντας ανερμάτιστα γύρω από διάφορα θέματα που ανοίγει ο κύκλος, το βάθος των οποίων ακόμα προσπαθούμε να συλλάβουμε. Αρκετά όμως με το πρόμο.
Στον δεύτερο κύκλο, ο Σάιμον, σοκάρει το κοινό του. Εκεί που όλοι έχουμε δεθεί με τους χαρακτήρες και την ιστορία, η οποία μόλις έχει αρχίσει να βγάζει νόημα, εκεί που με κόπο έχουμε καταφέρει να μπούμε στο σύμπαν του The Wire, ο Σάιμον ξαφνικά αλλάζει το επίκεντρο της πλοκής, πάει από τις πιάτσες στο λιμάνι, και βάζει τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές της πρώτης σεζόν σε δεύτερο πλάνο. Τον λόγο πλέον δίνει κυρίως στην παραδοσιακή εργατική τάξη του λιμανιού, αποτελούμενη κατά βάση από λευκούς, και μάλιστα πολωνικής καταγωγής μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, και μαύρους, οι οποίοι όμως δεν βρίσκονται περιθωριοποιημένοι, εκτός κοινωνικού ιστού, αλλά «απλώς» στη χαμηλότερη βαθμίδα του.
Ο Σάιμον δίνει τον λόγο στην εργατική τάξη του λιμανιού, αλλά και στο σωματείο της, στους αγώνες και τις αγωνίες της για επιβίωση, και κεντάει αργά αργά μια κριτική πραγματική σπουδή στο αμερικάνικο εργατικό κίνημα, το δίκιο, αλλά και την παρακμή του: αναδεικνύει συστηματικά το αδιέξοδο μιας στρατηγικής λόμπινγκ και κοινωνικού εταιρισμού, όσο φυσικά και το αδιέξοδο μιας συμφωνίας με τον διάβολο για την τακτική της εξυπηρέτηση, για τη χρηματοδότησή της. Για τον Σάιμον, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.
Όμως το πιο εκπληκτικό απ’ όλα είναι η ματιά από την οποία αρθρώνει αυτή την κριτική. Είναι μια ματιά εσωτερική σε αυτούς τους αγώνες, άρρηκτα δεμένη με το σωματείο και την τάξη, τα οποία αγκαλιάζει, κατανοεί και αποδέχεται σε όλη τους την πορεία, τόσο στην καθημερινή τους ζωή, όσο και τα τραγική τους λάθη. Μια ματιά τόσο «μαζί» που σε κανένα σημείο δεν μπορεί να γίνει διδακτική ή ελιτίστικη.
Μια αίσθηση ανοικειότητας λοιπόν στη δεύτερη σεζόν, που αίρει άγαρμπα την όποια comfort αίσθηση έχει κατακτήσει η θεάτρια με τη σειρά, και σε καλεί να σκαρφαλώσεις από την αρχή αυτό το δύσβατο βουνό του κόσμου του The Wire, από άλλη πια διόδο.
Όμως, μην κουραστείς, δώσε λίγο χρόνο. Γιατί ένα τέτοιο από-focus είναι αναγκαίο για να μπορέσει ο Σάιμον να προσεγγίσει τη συνθετότητα του φαινομένου που προσπαθεί να αναπαραστήσει στη μυθοπλασία του. Όχι των διάφορων μεμονωμένων πλευρών του. Όχι του εμπορίου ναρκωτικών, ή της αποβιομηχάνισης και της παρακμής της εργατικής τάξης. Όχι της αδυδοσίας και του stat-padding του αστυνομικού μηχανισμού, ή του θεσμικού, δομικού ρατσισμού του αμερικάνικου κράτους. Ούτε του ρόλου εγγυητή που διαδραμματίζει σε όλα αυτά η δομική διαφθορά της πολιτικής εξουσίας που αναπαράγει όλο το σύστημα. Όχι καθενός θέματος ξεχωριστά, αλλά όλων αυτών μαζί: του συνολικού φαινομένου της παρακμής της σύγχρονης αμερικάνικης μεγαλούπολης, του «τι πάει στραβά με την κοινωνία μας», που μοιάζει διαρκώς να αναρωτιέται.
Μια θεσμική τραγωδία όπως ο ίδιος ο Σάιμον, με κάποια έπαρση ίσως, επιχειρεί διαρκώς να τη χαρακτηρίζει, το The Wire πράγματι έχει τους τραγικούς του ήρωες, αλλά και τους απομηχανής θεούς του: τον Γουάλας και τον ΝτιΆντζελο, τον ΜακΝάλτι και τον Φρανκ, αλλά και τον Στρίνγκερ, τις κατεξοχήν τραγικές φιγούρες, και βέβαια τον Όμαρ, που παρότι τυπικά τιμωρός, με φωνή και δύναμη θεού (ή, νιτσεϊκού υπερανθώπου για άλλους), δεν θα ξεφύγει και ο ίδιος από την τραγική κατανάλωσή του μέσα στο «παιχνίδι» που υπηρετεί.
Έχουμε ήδη ως εδώ αφήσει πολλά ακόμα για συζήτηση, και ιδίως δύο: τη φιλμική γλώσσα της σειράς, ίσως την πιο απαιτητική που θα βρείτε, όπου το σενάριο καθόλου δεν εξαντλείται στους διαλόγους της, αλλά και τον ρεαλισμό της, που στους αντίποδες της συνήθους απλοϊκής εξιδανίκευσης, μιας δημιουργίας και αναπαραγωγής ιδεατοτήτων που θα έλεγε ο Μπαλιμπάρ, εκείνος του The Wire είναι ένας ρεαλισμός που περιπλοκοποιεί, που υιοθετεί κοινωνική σκοπιά, χωρίς να αθωώνει, που δίνει την προτεραιότητα στα κοινωνικά φαινόμενα, όχι σε μια εντυπωσιοθηρική δραματοποίηση.
Το The Wire δεν ψάχνει οπαδούς, αλλά κοινωνούς με μια υλιστική μελέτη του σύγχρονου κόσμου. Δεν ψάχνει οπαδούς, γι’ αυτό ίσως έχει τόσους πολλούς.