
Κάθε γενιά έχει ανάγκη να επιστρέφει στις ιστορίες που την διαμόρφωσαν, όχι για να τις μιμηθεί, αλλά για να τις φέρει στο δικό της παρόν, να τις μπολιάσει με τις δικές της αγωνίες και να δοκιμάσει την αντοχή τους στον χρόνο. Το κόμικ «Ο Θησαυρός της Λαβυρίνθου», έργο μίας αξιοπρόσεκτα μεγάλης συγγραφικής και σχεδιαστικής ομάδας, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, επιχειρεί να επιτύχει αυτή την ισορροπία. Με εμφανή αφετηρία τον «Θησαυρό της Βαγίας» της Ζωρζ Σαρρή -έργο που έχει επίσης μεταφερθεί σε κόμικ από τον Kanellos Cob και τις εκδόσεις Πατάκη– και με έμμεση αναφορά στον ίδιο του τον τίτλο, ο «Θησαυρός της Λαβυρίνθου» διηγείται ένα παιδικό κυνήγι θησαυρού με φόντο την καλοκαιρινή Κρήτη.
Η πλοκή ακολουθεί τα ίχνη ενός παλιού μυστικού: μία παρέα παιδιών αναζητά έναν θησαυρό που χάθηκε στην περίοδο της Κατοχής, ως αποτέλεσμα της γενναίας πράξης ενός καλλιτέχνη να τον σώσει από τον ναζιστικό στρατό. Για να τον ανακαλύψουν, τα παιδιά εξερευνούν το Ηράκλειο Κρήτης με το ίδιο πάθος που είχε και η παρέα της Ζωρζ Σαρρή στην μεταπολεμική Αίγινα. Μάλιστα, συναντούν και παρόμοιες προκλήσεις× εμπόδια που τους επιφυλάσσει το νεαρό της ηλικίας τους: πώς θα πείθουν κάθε φορά τους γονείς τους να τους συνοδεύουν στα σημεία ενδιαφέροντός τους;
Ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας εκκινεί από μια επίκαιρη οικολογική ανησυχία. Το κυνήγι του θησαυρού δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για τη διάσωση του άλσους της περιοχής τους, του τελευταίου πνεύμονα πρασίνου που απειλείται με τσιμεντοποίηση. Τα έργα για την μετατροπή του σε εμπορικό κέντρο ξεκινούν από μέρα σε μέρα και η παρέα των παιδιών, αρνούμενη να αποδεχτεί παθητικά την απώλεια, αντιτίθεται έμπρακτα. Αυτή η αίσθηση του επείγοντος ανεβάζει την αδρεναλίνη της αφήγησης και αυξάνει την αγωνία. Η κατακλείδα της μετατροπής της απεγνωσμένης δράσης της παιδικής παρέας για τη διάσωση του άλσους, σε συλλογική υπόθεση διεκδίκησης μίας ολόκληρης κοινότητας, θέτει εύστοχα την ανάγκη της συλλογικής δράσης για το περιβάλλον και για τα «κοινά» στις σύγχρονες πόλεις που ασφυκτιούν από την κλιματική καταστροφή και τον υπερτουρισμό.

Σεναριακά, όμως, το κυνήγι θησαυρού αποσκοπεί ταυτόχρονα και στην περιήγηση μέσα από τις σελίδες του κόμικ στα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοπόσημα της Κρήτης. Η ξενάγηση σε αυτά σχεδιαστικά γίνεται υποδειγματικά: οι μινωικές τοιχογραφίες στην Κνωσό αποδίδονται με εντυπωσιακή ζωντάνια, ενώ τα σπήλαια διατηρούν έναν αξιοπρόσεκτο, σχεδόν απτό ρεαλισμό. Επιπλέον, χρήσιμη είναι η παράθεση πληροφοριών σε διακριτικά επεξηγηματικά κείμενα, εν είδει υποσημειώσεων, τα οποία εμπλουτίζουν την ανάγνωση, χωρίς να διακόπτουν την αφηγηματική ροή. Μολαταύτα, με την σεναριακή επιλογή της ξενάγησης σε πλήθος αρχαιολογικών τοπόσημων της Κρήτης, η πλοκή μοιάζει να πλατειάζει, καθώς ορισμένες στάσεις μοιάζουν να εξυπηρετούν περισσότερο την περιήγηση παρά την πλοκή, δοκιμάζοντας τα όρια της αφηγηματικής του ροής.

Το σχέδιο είναι αξιοπρόσεκτο ότι συνιστά αποτέλεσμα μίας συλλογικής δουλειάς, της οποίας ο καταμερισμός εργασίας παραπέμπει στην αμερικανική βιομηχανία, πολύ σπανιότερα στα ελληνικά κόμικς: ο Γιώργος Παπαηλιού και ο Νικόλας Στεφαδούρος στα μολύβια, οι ίδιοι μαζί με την -βραβευμένη με ΕΒΚ Καλύτερης Πρωτοεμφανιζόμενης- Κόννυ Τσιχλογιάννη στα μελάνια, ο Παπαηλιού στα χρώματα και ο Στεφαδούρος στο lettering. Πρόκειται για μία ομάδα που γνωρίζεται πολύ καλά και που έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι επιδιώκει τα συνεργατικά εγχειρήματα, δείχνοντας με το παράδειγμά της ότι τα συνεργατικά δημιουργημένα έργα μπορούν να αναδείξουν τα δυνατά στοιχεία του/της κάθε δημιουργού, χωρίς απαραίτητα η κατανομή αυτή να τους οδηγεί στην υπερεξειδίκευση, στην οποία πράγματι καταλήγει ο βιομηχανοποιημένος τρόπος παραγωγής των αμερικανικών κόμικς. Πάντως, η επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων, αποτελεί και ένα στοίχημα για τους εκδοτικούς οίκους. Αν και το κόστος παραγωγής είναι αναμφίβολα υψηλότερο, μπορεί το συνεργατικό μοντέλο να ανεβάσει αισθητά το επίπεδο των κόμικς που εκδίδουν.