Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος για ToPeriodiko.gr
Η αγωνία του κινηματογραφιστή να μιλήσει ειλικρινώς
«Το σινεμά είναι κάψουλα που ταξιδεύει στο χρόνο. Δεν το φτιάχνουμε για να διασκεδάζει. Δεν το φτιάχνουμε για να κερδίζει βραβεία. Είναι ψεύτικες αναμνήσεις που εντυπώνονται μέσα μας καθώς μεταλλασσόμαστε σε ανδροειδή τύπου nexus 6. Αυτές οι ψεύτικες αναμνήσεις που τις αγαπήσαμε σαν να ήταν δικές μας» έχει γράψει παλιότερα ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, η αλλιώς The Boy και προφανώς θα μπορούσαμε σε πολλά να συμφωνήσουμε μαζί του. Θέτει ζητήματα που μας αφορούν γιατί αφορούν τον κινηματογράφο ως μέσο και αφορούν και την ανθρώπινη κατάσταση ως αντικείμενο μελέτης του. Στον έναν ή στον άλλο βαθμό τα έχουμε σκεφτεί σε πολλές στιγμές –μέρος εξάλλου μιας ολόκληρης και χρόνιας συζήτησης στην τέχνη-. Ασχέτως όμως αν συμφωνούμε πλήρως -εν είδει δόγματος ή μανιφέστου που οριοθετεί συμπεράσματα και προθέσεις- για το πώς οφείλει να είναι και πως οφείλουμε να προσεγγίζουμε το σινεμά, δεν μπορούμε παρά να υπολογίζουμε και να εκτιμούμε την ειλικρινή αγωνία του Βούλγαρη για την θέση του καλλιτέχνη σήμερα. Η προβληματική του αποδείχνει το ποιόν του που σχετίζεται με τα γίγνεσθαι της κοινωνίας (και του ατόμου μέσα σε αυτή) όπως και της τέχνης που αυτή παράγει. Μιας τέχνης που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε ούτε να την ξορκίσουμε. Είναι πράξη αδύνατη διότι είναι ζωντανή πλεόν μπροστά μας. Οφείλουμε λοιπόν να την υπολογίσουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Και εξάλλου το γούστο (του κοινού) είναι κυρίως συνέπεια κοινωνικής συνήθειας που ο Μαγιακόφσκι εν είδει πάλι μανιφέστου του έδινε μπάτσο –aka χαστούκι– για να το συνεφέρει από την πολλαπλού επιπέδου αναισθησία την οποία είχε υποστεί. Καμιά παρερμηνεία. Εκτιμώ τις κλίμακες των ονομάτων που ανέφερα. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι την αγωνία του καλλιτέχνη ως ον, σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, να υπερασπιστεί την τέχνη του και την τέχνη γενικά ως μια διαδικασία που αν και γεννάει κάθε στιγμή εμπόδια, κανόνες, όρια και στενωπούς, προσπαθεί να την επαναφέρει ολοζώντανη και ευθυτενή μπροστά μας. Με κουσούρια, με προβληματικές, με αισθητικές αδυναμίες; Προφανώς. Αλλά σίγουρα με ειλικρίνεια.
Το σινεμά ως έκφραση μιας δοσμένης κοινωνικής κατάστασης
Ο ίδιος ο Βούλγαρης δηλώνει σε πρώτο πληθυντικό -μιλώντας για λογαριασμό όλων και ενσωματώνοντας de facto την νέα γενιά κινηματογραφιστών σε μια «σκηνή», σε ένα αισθητικό κίνημα-, πως δεν παράγει τέχνη για να διασκεδάσει μα ούτε για να πάρει βραβεία αλλά -όπως μας κάνει να συμπεραίνουμε- για να κατέχει το δικαίωμα να εκφράσει την πραγματικότητα, την ζωή, τον κόσμο όπως ο ίδιος την προσλαμβάνει και την καταλαβαίνει. Άλλωστε παρότι την όποια αντικειμενικότητα των πραγμάτων, ενάντια στην επιστημονική και ακαδημαϊκή ευκρίνεια τύπου 4Κ, όλοι προτάσσουμε τον δικό μας υποκειμενισμό. Ο συγκερασμός εξάλλου όλων αυτών των προσωπικών εκφράσεων, είναι, θέλοντας και μη, μια εικόνα, ένα κάδρο αυτού που θα λέγαμε «σημεία των καιρών». Μπορεί να μην προσεγγίζουμε το όλον, αλλά προσεγγίζουμε σίγουρα ένα μέρος της πραγματικότητας. Και έτσι, είτε το κατανοούμε άμεσα είτε μετά από χρόνια, η κάψουλα που λέγεται σινεμά –και ενίοτε πειραματικό σινεμά με την έννοια του πειράματος που παράγει κάποιο απροσδόκητο αποτέλεσμα- θα βρει κάποτε ένα έδαφος να πέσει. Είτε με σύγκρουση είτε με ομαλή προσγείωση. Το σίγουρο είναι πως θα μας απασχολήσει τώρα ή στο μέλλον. Κι αυτό θα είναι είτε ένα δύσμορφο «εξωγήινο» απόστημα είτε λίγα, ας πούμε, φρέσκα λουλούδια που ταξίδεψαν στο χρόνο αλώβητα και παραμένοντα φρέσκα. Αυτή είναι και η ουσία του πειράματος. Το αναπάντεχο. Η ικανοποίηση ενός στόχου δίχως την γνώση του δρόμου ή του τελικού αποτελέσματος. Ένα αποτέλεσμα που σίγουρα ωστόσο θα αντανακλά την κατάσταση της κοινωνίας όπως και τι συλλογικά αυτή εξέφραζε μέσα σε ένα δοσμένο χρόνο. Το βαθμό δηλαδή ανάπτυξης (ή και όχι!) της συλλογικής συνείδησης.
Ταυτόχρονα έχει μεγάλη σημασία που ο Αλέξανδρος Βούλγαρης κάνει την σαφή του τοποθέτηση για αυτόν όπως και για τους ομότεχνους του. Παράγει έργο προσωπικό ενώ δεν αμελεί να μελετήσει και να αγαπήσει το έργο των συναδέλφων του με στόχο την ανάδειξη του. Αυτή η διαδικασία και η εκτίμηση του ως συλλογική πρακτική εκφράζει εκ του αποτελέσματος ιδέες και συγκροτεί μια κοινή θεωρητική γλώσσα της εποχής στην οποία ζει. Ό,τι δηλαδή έκανε πάντα η τέχνη -τέχνης που δεν ήταν αντικείμενο εμποροπανήγυρης ή έξωθεν επιβολής -. Μα μιας τέχνης όσο το δυνατόν ανεξάρτητης και αδιαμεσολάβητης – και ως εκ τούτου underground με ένα και μοναδικό πρόσημο: θετικό -, μιας τέχνης απευθείας έκφραση του νου και του συναισθήματος του δημιουργού. Ο Βούλγαρης είναι μέρος αυτής της underground σκηνής της ελληνικής κινηματογραφίας που απαιτεί εν μέρει άλλα κριτήρια προσέγγισης σε σχέση με το συνηθισμένο σινεμά αλλά παραμένει αξιότιμο μέλος του, πλήρως ζωντανό και κυρίως άκρως άβολο.
Το σύγχρονο σινεμά και η σημαντική όσο και… περίεργη γλώσσα του
Δεν υπερασπίζομαι αόριστα και λόγω άκρατου ενθουσιασμού αυτό το σινεμά. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει σωρεία απογοήτευσης στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Υπάρχουν έργα απαράδεκτα από άποψης φόρμας και αφήγησης. Προσποιητά, εξεζητημένα, μη μελετημένα, ανεπαρκή θεωρητικώς και πρακτικώς. Έργα που αδυνατούν να εκφράσουν λόγο. Να εκφράσουν θέσεις. Μην αναλωθούμε σε τι ποσοστό και γιατί υπάρχει μια τέτοια μερίδα και αρκετά πλειοψηφική. Η ουσία είναι πως αυτός ο μικροαστικός είναι αλήθεια θίασος που βρίσκει στην κάμερα και στον φακό μια ευκαιρία προσωπικής υπεροψίας μειώνει τον άλλον θίασο –αυτό των πραγματικών καλλιτεχνών- που αν και μιλάει με στριφνή γλώσσα είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα και κατανοητή: για όποιον θέλει να μάθει να την ακούει, να την αποκωδικοποιεί, να την μιλάει. Άλλωστε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα μας φαίνεται άγνωστη μέχρι να τριφτούμε μαζί της. Αν όχι βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να νομίζουμε πως κάποιος μας εμπαίζει με τις ακατάληπτες –για εμάς- κραυγές του.
Μην περνώντας από το νου μας πως αυτές οι κραυγές μπορεί τελικά να είναι η πιο γλυκιά έκφραση συναισθημάτων, ή ακόμη και των πιο μαύρων προσωπικών στιγμών, συζητήσεις για τα πιο μεγάλα ιστορικά άλματα και τις πιο τραγικές κοινωνικές ήττες. Όποιος βρίσκεται αποχαυνωμένος μπρος σε αυτά που ακούει δεν σημαίνει ότι το φταίξιμο πέφτει στον πομπό. Δεν σημαίνει πως εξ’ ορισμού ο πομπός αποφεύγει την επικοινωνία μαζί του. Ίσως φταίει απλά ο δέκτης, ο θεατής στον κινηματογράφο. Όπως υπάρχει αναλφαβητισμός – με την έννοια της γλώσσας – έτσι υπάρχει και αισθητικός αναλφαβητισμός, όπως υπάρχει επίσης και ακραίος κοινωνικός αναλφαβητισμός. Για παράδειγμα, το να μιλάει κάποιος σήμερα για τον κίνδυνο του φασισμού, μπορεί αφενός να μοιάζει στο νου του ακροατή με ακραία ιστορία για αγρίους ή για προβοκατόρικα σοφίσματα αλλά αφετέρου αυτό μπορεί να σημαίνει επίσης πως ο κοινωνικά αναλφάβητος είναι μονάχα ο ίδιος. Εξάλλου οι καλλιτέχνες εξ’ ορισμού δεν είναι γελοίοι μήτε απατεώνες που έχουν βάλει εμμονικό στόχο να μας συσκοτίζουν. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι γύρω μας, και εύκολα μπορούμε να τους διακρίνουμε. Η γελοιότητα και η βλακεία δεν αποτελεί όμως κύριο προνόμιο του καλλιτεχνικού κόσμου. Καταλήγοντας: όπως υπάρχουν απαράδεκτοι “καλλιτέχνες”, υπάρχουν και παραδεκτοί και επίσης υπάρχουν και γενναιόδωρα σημαντικοί (και θαρραλέοι). Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, αποποιημένος το όνομα του στην καλλιτεχνική του ζωή και συντηρώντας απλά το ψευδώνυμο του, είναι ένας από αυτούς. Για τον λόγο, πως κάνει μια σημαντική ταινία όπως και θαρραλέα. Ολοκληρώνει με στέρεη δομή μια πληγωμένη προσωπική αφήγηση επαγωγικά καδραρισμένη μέσα σε μια πληγωμένη ιδεολογικά και αξιακά γενιά. Επιλέγει να βρει την προσωπική του αντίληψη μέσα από την γενίκευση στην Ιστορία. Φυσικά όποιος δεν νιώθει ή αρνείται να νιώσει μέρος αυτής της γενιάς δεν θα καταλάβει και δεν θα τον αγγίξει τίποτα. Όποιος επίσης είναι πιο αισιόδοξος κοινωνικά, ηθικά, πολιτικά, – καλά κάνει. Αλλά η αισιοδοξία οφείλει να είναι ανοιχτοχέρα, να συγκρατεί και να αγκαλιάζει μέσα της την όποια νέα πρόταση στην τέχνη –διότι μοιάζει με παράδοξο κάποιος να δηλώνει αισιόδοξος και ταυτόχρονα να θεωρεί πως η τέχνη των καιρών μας οδεύει κατηφορικά στην παρακμή.- Οι αισιόδοξοι ή επίσης οι ιδεολογικά αντίθετοι δεν πρέπει να βλέπουν την σκοτεινή τέχνη, ως τέχνη της μιζέριας. Αντίθετα είναι και αυτή μια τέχνη που απεικονίζει (από άλλη πλευρά βέβαια) τη κοινωνική πραγματικότητα της εποχής και τις δοσμένες συνειδήσεις των ανθρώπων.
Προσεγγίζουν την εποχή από μια άλλη οπτική από αυτή που έχουμε δηλαδή οι άλλοι (βάζω και τον εαυτό μου μέσα) ως σταθερά μα η ματιά τους δεν είναι θολή. Κοιτάζουν προς μια άλλη πλευρά ή προς κάποιον άλλον ορίζοντα. Η ταινία «Το νήμα» του Βούλγαρη συγκεκριμένα μου προκαλεί μια αισθητική ευχαρίστηση –όχι λόγω της νοηματικής του, μιας που δυσάρεστες σκέψεις προσπαθεί και καταφέρνει να παράξει- όσο γιατί η ταινία του έχει μια δυναμική που άλλα έργα του ελληνικού σινεμά υστερούν σοβαρότατα: την προώθηση της συζήτησης πάνω σε ιδέες. Το σινεμά του –παρά τις όποιες αντιγνωμίες που μπορεί ο καθένας να έχει- υποβοηθά να έρθουν στο τραπέζι νέες προσεγγίσεις που δεν είχαμε καν φανταστεί, που δεν μας είχαν προβληματίσει. Από την στιγμή που ένας άνθρωπος καταφέρνει να τις επικοινωνήσει, αυτόματα μας κερδίζει. Γιατί αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι σοφιστίες ενός μοναδικού μυαλού (κάτι που θα τις έκανε εξ’ ορισμού αδύναμες), αλλά έκφραση μιας συλλογικής πραγματικότητας που είμαστε εν γένει μέρος της. Η συζήτηση πάνω σε ιδέες, ο λόγος που ένα έργο παράγει είναι λοιπόν μια σημαντική ανάγκη που έχουμε όπως και μια αναγκαία συνθήκη για να κρίνουμε το σινεμά των ημερών μας.
Όμορφο να βλέπεις νέο κινηματογράφο. Χειροποίητο. Στην λογική που κάποτε το 1948 ο Astruc στο διάσημο «μανιφέστο» του έλεγε: «Αυτή η τέχνη, ευλογημένη με τεράστιες δυνατότητες, μπορεί να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε θέμα, οποιοδήποτε είδος. Φιλοσοφικοί στοχασμοί πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, την ψυχολογία, τη μεταφυσική, τις ιδέες και τα πάθη του βρίσκονται στο πεδίο της[…] Τον κινηματογράφο, όπως και τη λογοτεχνία, δεν είναι θέμα να τον βλέπουμε ως ιδιαίτερη τέχνη, όσο ως γλώσσα που μπορεί να εκφράσει οποιαδήποτε σφαίρα σκέψης». Η γενιά της Nouvelle Vague έθετε συμπερασματικά και πρότεινε την λογική πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει κινηματογράφο. Να γιατί θέλει θάρρος να είσαι ο οποιασδήποτε και να μπεις στον χώρο του κινηματογράφου που μας είναι συνήθειο πλέον να το θεωρούμε αποκλειστικό πεδίο των stars, των τεράστιων budget, των «τεράστιων» αφηγήσεων και των Weinstein παραγωγών.
Tο underground σινεμά – αν δεν θεωρήσουμε την θέση του στο αντίποδα του εμπορικού κινηματογράφου – σίγουρα είναι μια πολύ πιο ειλικρινής κατάθεση. Παρά την ατομικότητα του, εκφράζει κάτι το συλλογικό. Παρότι τον υποκειμενισμό του, αναζητά μια αλήθεια. Όπως και να είναι αυτή. Εξάλλου δεν μπορούμε να ζητούμε από κανέναν να μας πει την απόλυτη αλήθεια. Η τέχνη εκ των πραγμάτων παράγει μια κάποια απάτη, μια κάποια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Ποτέ μια αλήθεια. Παράγει εργαλεία παρά μια απάντηση βολική και κατανοητή στους πάντες. Όπως και να έχει η όποια ψευδαίσθηση παράγει το underground σινεμά σίγουρα μας είναι πιο οικεία διότι ο καλλιτέχνης έχει απαρνηθεί την εξουσία του πάνω μας. Βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον θεατή. Το σήμα ενός τεράστιου στούντιο του Hollywood αντιθέτως δομεί εξ’ αρχής μια σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Πομπού που παράγει μια απάτη και δέκτη που την ερμηνεύει ως αλήθεια, κάτι που είναι χυδαίο και είναι τόσο ευχάριστο που λείπει από το σινεμά των δημιουργών.
Το «Νήμα» είναι μια κραυγή και μια αγωνία γεμάτη ωμότητα
Θα μπορούσα να αφεθώ σε μια κλασική κριτική –δίνοντας και τα αστεράκια που τόσο ταιριάζει στις συμβάσεις και στις προσδοκίες του κοινού– αλλά θεωρώ πως η ταινία μάλλον δεν την έχει ανάγκη (προς το παρόν). Αν χρειαστεί να βρούμε τα στοιχεία που την κάνουν έργο τέχνης με αναπάντεχη δύναμη και εκτόπισμα που εγείρει όλες τις προηγούμενες σκέψεις πάνω στο νέο ελληνικό σινεμά και στους δημιουργούς του, θα τα βρούμε και θα τα αναφέρουμε κάποια άλλη στιγμή. Ας μείνουμε στο σημαντικό: Το «Νήμα» είναι μια κραυγή. Μια εφιαλτική αναπαράσταση της ζωής. Μια σχεδόν ωμή –κατά Francis Bacon- προσέγγιση των ανθρώπινων μορφών όπως και των σχέσεων. Με τον εαυτό τους, το σύνολο και την ανθρώπινη Ιστορία. Αυτή η συγκροτημένη και καθαρά προσωπική κραυγή του Βούλγαρη δηλαδή είναι μια σκιαγράφηση ταυτόχρονα των συλλογικών πληγών μας σαν λαός. Είναι μια μελαγχολική προσέγγιση της Ιστορίας αυτής της χώρας μέσα από αποδόμηση των κυρίαρχων αντιλήψεων και αφηγήσεων για αυτή. Πιο απλά, μια προσέγγιση της μέσα από το πρίσμα του συναισθήματος. Τι το κακό βρίσκεται σε αυτό; Κάποτε ο Γκοντάρ έλεγε πως «δεν κάνω πολιτικό σινεμά, αλλά προσπαθώ να κάνω σινεμά με πολιτικό τρόπο». Αυτό το πρόταγμα του έχει ενδιαφέρον εδώ γιατί θεωρώ πως και ο Βούλγαρης κάνει ακριβώς αυτό. Σινεμά με πολιτικό τρόπο. Εκδηλώνει συναίσθημα με πολιτικό τρόπο. Εκφράζει προσωπικά αδιέξοδα, «ψεύτικες αναμνήσεις» και προσωπικές αντιλήψεις μα πάντοτε συλλογικής υφής με πολιτικό τρόπο. Εικονογραφεί την Ιστορία με τα πάνω και τα κάτω της και που έχει «αρχή – μέση – τέλος, αλλά όχι οπωσδήποτε με αυτήν την σειρά» ή με όμορφο τέλος.
Το «Νήμα» είναι μια εικαστική εμπειρία νοσηρών συναισθημάτων. Σε πλήρη δημιουργική ένταση έχουμε μπροστά μας την συμβολική ιστορία μιας γυναίκας και ενός παιδιού με σκληρή και αιματένια μορφή, με βίαιες και βάναυσες εσωτερικές συγκρούσεις που φτάνουν στα όρια της σωματικού τρόμου. Το μόνο χαρακτήρα που βιώνουμε και παρακολουθούμε είναι η Σοφία Κόκκαλη στον ρόλο της Νίκης που γίνεται πλέον ένας από τους πιο πολυεπίπεδους, «πολυπολικούς» χαρακτήρες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Συγκροτεί μέσα της και βγάζει έξω της όλη της κοινωνική σαπίλα, όλη την ελπίδα και όλη την μελαγχολία της ήττας της. Ο Βούλγαρης -ταυτόχρονα με την δική του μουσική και σκηνογραφία- θέτει πολύ ψηλά στο χαρακτήρα τα επίπεδα ψυχικής και σωματικής απελπισίας. Τα φτάνει, δίχως καμιά αυτολογοκρισία εικαστική ή νοηματική, στα άκρα με στόχο την συνείδηση και το συναίσθημα του θεατή. Με στόχο την εμπλοκή του, αναγκάζοντας τον να πάρει θέση. Οποιαδήποτε. Είτε αποδοχής είτε απόρριψης. Ο θεατής μετέχει με την πιο ακριβή έννοια του όρου. Βλέπει την ευθύνη του μπρος στις ακρότητες και μπρος στις ψυχικές λιποψυχίες, μπρος στην ιστορικές αναμετρήσεις. Η Νίκη είναι ένα πρόσωπο και μια κοινωνία ταυτόχρονα. Όπως όλοι μας, φορείς ατομικών και κοινωνικών ευθυνών.
Η ταινία είναι η σύγχρονη ιστορία της χώρας από την αρχή της δικτατορίας και έπειτα. Είναι η πληγή που μεταφέρεται με ένα λεπτό μα άκοπο νήμα από γενιά σε γενιά. Μια πληγή που δεν κλείνει και σήμερα γιορτάζουμε την αιμορραγία της. Το «Νήμα» είναι το αισθητικό αποτέλεσμα μιας γενιάς ανθρώπων –που νιώθει η ίδια την «μετάλλαξη τους σε ανδροειδή Nexus 6» – που προσεγγίζει την ιστορία ως αφήγημα που κληρονόμησε (και όχι ως βιωμένη εμπειρία) και με την σειρά της ως αφήγημα το κληροδοτεί. Συμφωνούμε – διαφωνούμε, αδιάφορο. Επιβάλλει σίγουρα να το δεχτούμε. Άλλωστε οι ταινίες δεν κρίνουν το παρελθόν, μήτε το μέλλον. Ας σοβαρευτούμε. Αυτό που καταφέρνουν είναι να δείχνουν μια κάποια ιδεολογική τάση των καιρών μας. Προφανώς και, εδώ κανείς δεν διαφωνεί, η κατάσταση που ζούμε είναι κωλοκατάσταση. Και οι ταινίες του νέου ελληνικού σινεμά την υποδεικνύουν με σοβαρότητα και καλλιτεχνική δυναμική. Δεν μιλώ για αρτιότητα μα για παραγωγή νέου λόγου. Ο Βούλγαρης και η Κόκκαλη καταφέρνουν ανοίκεια ίσως να τον παράξουν.