Τέσσερα αδέρφια επιστρέφουν στο σπίτι των παππούδων τους, το σπίτι όπου μεγάλωσαν μετά τον θάνατο της μητέρας τους, για μερικές θερινές εβδομάδες στη βρετανική ύπαιθρο, μακριά από το Λονδίνο. Η μεγαλύτερη, η Χάριετ, μοναχική, αντικοινωνική και ιδιόρρυθμη, αισθάνεται πάντα στο περιθώριο της οικογένειας και κρατά κρυφό ένα ανομολόγητο μυστικό για την ερωτική επιθυμία της· ο Ρόλαντ, πανεπιστημιακός καθηγητής φιλοσοφίας και το μόνο αγόρι της οικογένειας, καταφθάνει μαζί με τη 16χρονη κόρη του από τον πρώτο του γάμο, Μόλι, και την τρίτη του σύζυγο, την Πιλάρ, μια δυναμική και πληθωρική δικηγόρο με καταγωγή από την Αργεντινή· τρίτη η Άλις, 40άρα, πρόσφατα χωρισμένη και χωρίς δικά της παιδιά, αθεράπευτα ρομαντική και παρελθοντολάγνος, φέρνει μαζί της τον Κασίμ, τον 20χρονο γιό του πρώην συντρόφου της· τέλος, η μικρότερη Φραν, νευρώδης και ενεργητική, με τα δύο μικρά, αεικίνητα παιδιά της, την Άιβι και τον Άρθουρ. Στο Κίνγκτον, όπως ονομάζεται το σπίτι τους και παλιό πρεσβυτέριο του ιερέα παππού τους, δεν υπάρχει τηλέφωνο, ίντερνετ, ούτε καν σήμα, και οι διαμένοντες θα βρεθούν αποκλεισμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον, από την ίδια την πραγματικότητα, σε ένα οικογενειακό άβατο, βορά μόνο στα δικά τους πάθη, στα απομεινάρια του παρελθόντος και στις μεταξύ τους εμπόλεμες διαθέσεις.
Η Βρετανίδα μυθιστοριογράφος Τέσα Χάντλεϊ, υποψήφια για πληθώρα βραβείων, μεταξύ των οποίων και το Orange Prize, πολύκροτη και αναγνωρισμένη στη Γηραιά Αλβιόνα, συστήνεται τώρα για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημά της «Το Παρελθόν», που μεταφράστηκε πρόσφατα από τη Μαρία Αγγελίδου για τις εκδόσεις Gutenberg και την, πάντα προσεγμένη, σειρά Aldina τους.
Η δομή του μυθιστορήματός της, που αποτίει φόρο τιμής στο κλασικό «Σπίτι στο Παρίσι» της Ελίζαμπεθ Μπόουεν, απαρτίζεται από τρία μέρη, το Παρόν, το Παρελθόν, και πάλι το Παρόν: ανάμεσα στον κύριο κορμό του βιβλίου, την εξιστόρηση εκείνων των τριών θερινών εβδομάδων στο Κίνγκτον, παρεμβάλλεται μια φέτα παρελθόντος, η ιστορία της επιστροφής της Τζιλ, μητέρας των παιδιών, στο πατρικό της, σε μια απόπειρα να αφήσει τον άπιστο άντρα της και να πορευθεί μόνη της στη ζωή. Και είναι αυτό ακριβώς το παρελθόν που θα ρίξει φως στο παρόν, που θα δώσει τις πολυπόθητες εξηγήσεις για τα κίνητρα, την ιδιοσυγκρασία και τις λεπτότερες αποχρώσεις του χαρακτήρα των τεσσάρων αδερφών και των μεταξύ τους σχέσεων. Η σκιά της απούσας μητέρας και της τραγικής απώλειάς της, παρ’ ότι το ίδιο το γεγονός του χαμού βρίσκεται εκτός αφηγηματικού φακού, πλανάται πάνω από τα τέσσερα παιδιά της. Ο πόνος τους περισσότερο υπονοείται παρά περιγράφεται, όσο τους παρακολουθούμε σε καθημερινές στιγμές – φέτες ζωής τους, από τις οποίες αναδύονται, με μεγάλη λογοτεχνική ευκρίνεια και ακρίβεια, οι χαρακτήρες και οι προσωπικότητές τους.
Η Χάντλεϊ στήνει θεατρικά τους ήρωες της, σαν ηθοποιούς σε σκηνή του Τσέχωφ, με εκείνους συχνά να δρουν σαν να γνωρίζουν πως παρακολουθούνται από ένα αθέατο μάτι: η δραματική μικρή Άιβι αισθάνεται πως παρατηρεί τον εαυτό της από ψηλά, πως εποπτεύει τις κινήσεις της, ενώ το ερωτικό παιχνίδι έλξης και σεξουαλικής έντασης ανάμεσα στον Κασίμ και τη Μόλι είναι καλοσκηνοθετημένο από τους ίδιους. Στο φόντο βρίσκεται η κατάφυτη, νοτερή βρετανική ύπαιθρος, στην οποία η συγγραφέας χαρίζει εξέχοντα ρόλο στην αφήγηση και την εξυμνεί μέσα από έναν πλούτο γλαφυρών, εναργών περιγραφών.
Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στη ζεστή, κολλώδη ατμόσφαιρα του Κίνγκτον και των περιχώρων του: από το κυνήγι γάτας – ποντικιού του Κασίμ και της Μόλι μέχρι την Άλις, που αποζητά διαρκώς ένα αντικείμενο πόθου και φλερτ, και με αποκορύφωμα τη Χάριετ και τον κρυφό, άσβεστο πόθο της για την Πιλάρ. Η ακόρεστη σεξουαλική επιθυμία της και η ηδονοβλεπτική ματιά της προς τη νύφη της διαπλέκεται με την ατόφια ζήλια για τη σφριγηλή νεανική σάρκα και για το θηλυκό ιδεώδες που αυτή πραγματώνει, για τις χαμένες ευκαιρίες στη νιότη, τον έρωτα και την ηδονή, την ίδια τη ζωή.
Η πολιτική, παρ’ ότι δεν διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, κάνει εντούτοις αισθητή την παρουσία της και εκφράζεται μέσα από τις απόψεις και τους σχολιασμούς των χαρακτήρων, του κυνικού Κασίμ και της νεοφιλελεύθερης, πραγματίστριας Πιλάρ, την απολίτικη στάση της Μόλι και τον εμμονικό θαυμασμό των παρελθοντικών αρετών της Άλις. Το θεματικό μοτίβο των διαψευσμένων προσδοκιών και των χιμαιρικών ιδεολογιών ενσαρκώνεται τόσο από τη Χάριετ, επαναστάτρια στη νεανική της ηλικία που εγκατέλειψε τον ριζοσπαστισμό της, όσο και από την Τζιλ, την απογοήτευσή της από τον υποκριτικά επαναστάτη άντρα της και την επιστροφή της στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που εκπροσωπεί ο ιερέας πατέρας της. Η θεματική των απόκρυφων μυστικών επίσης κυριαρχεί στο κείμενο, μεταξύ των ενηλίκων (η πατρότητα της Πιλάρ, αλλά και της Φραν, μένει κρυφή) αλλά και των παιδιών: η Άιβι και ο Άρθουρ αποκρύπτουν από τους ενήλικες το πτώμα του σκυλιού που βρίσκουν στο εγκαταλειμμένο σπίτι. Σταδιακά, όμως, η παιδική αθωότητα θα απολεσθεί και όλοι θα αναγκαστούν να αντικρίσουν τη δυσωδία και την αποφορά, κυριολεκτική και συμβολική των μεταξύ τους σχέσεων.
Προικισμένη με τη λεπτότητα, την ευαισθησία, αλλά και την αιχμηρότητα της πένας ενός Χένρι Τζέιμς, ενός Τόμας Χάρντι και ενός Σόμερσετ Μωμ, η Χάντλεϊ ανατέμνει την αγγλική μεσαία τάξη, το ταξικό προνόμιο της καταγωγής και την υποκρισία της απάρνησής του, τη συντηρητική αστική ευγένεια και τα αυθεντικά συναισθήματα που αυτή αποκρύπτει, τις συμβάσεις των οικογενειακών σχέσεων και τις απτές, βαθιές ουλές του παρελθόντος που βρίσκονται σε κάθε συγγενικό δεσμό και που, από καιρό εις καιρό κακοφορμίζουν, αναζωπυρώνονται και φλεγμαίνουν από το αλάτι των αναμνήσεων που πέφτει πάνω τους. Η απουσία δραματικών εξάρσεων από την πλοκή και η αφηγηματική απομάκρυνση από τα κρίσιμα για την ιστορία γεγονότα, ίσως ξενίσει σε κάποιους, ίσως θεωρηθεί ένδειξη περιορισμένης αφηγηματικής δεινότητας, όμως αυτό δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την αλήθεια.
Τα τέσσερα αδέρφια – χαρακτήρες της Χάντλεϊ πραγματοποιούν τη δική τους επιστροφή στο Μπράιντσχεντ, τη δική τους επάνοδο στην Αρκαδία της παιδικής τους ηλικίας και της πατρογονικής γης, σε ένα σπίτι όμως όπου οι ταπετσαρίες έχουν πλέον ξεφτίσει, τα έπιπλα έχουν σκονιστεί και οι τοίχοι έχουν ποτίσει από υγρασία, και όσα θα βρουν θαμμένα στην εστία του παρελθόντος τους, όλες οι υφέρπουσες επιθυμίες και αγκυλώσεις τους, δεν θα είναι τόσο ειδυλλιακά. Η Τέσα Χάντλεϊ αποδεικνύει ότι είναι μαστόρισσα στην ανάπτυξη χαρακτήρων, στο οικογενειακό δράμα και στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα εν γένει, ένα πηγαίο ταλέντο που σίγουρα θέλουμε να ξαναδιαβάσουμε.