Ο Σύλλας Τζουμέρκας μας πρωτοσυστήθηκε κινηματογραφικά πριν καμιά δεκαετία περίπου, με το «Χώρα Προέλευσης» (2010), ταινία που αγαπήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου – μια διόλου άσχημη αρχή.
Το ντεμπούτο του ακολούθησε η «Έκρηξη» (2014), η οποία έκανε, ομοίως, το πέρασμά της από αρκετά φεστιβάλ, χτίζοντας, με τη σειρά της και αυτή, το καλό όνομα του δημιουργού της. Λίγες ανάσες πριν το κλείσιμο της δεκαετίας, ο δημιουργός επιστρέφει με το «To Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών», με τους Αγγελική Παπούλια, Γιούλα Μπούνταλη, Χρήστο Πασσαλή, Αργύρη Ξάφη, Θανάση Δόβρη, Λαέρτη Μαλκότση και Μαρία Φιλίνη.
Με την πρόφαση του αστυνομικού θρίλερ, το «Θαύμα» κινείται σε πολύ σύνθετους άξονες, που εμπεριέχουν έντονο τον κοινωνικό προβληματισμό μέσα τους. Η ταινία εκτυλίσσεται στο Μεσολόγγι· στην ελληνική επαρχία. Σε αυτήν, είναι παγιδευμένη η Ελισάβετ (Παπούλια), η αρχηγός του αστυνομικού τμήματος, που εξορίστηκε μακριά από την Αθήνα και ζει πικρόχολα, γεμάτη μίσος. Στο «διπλανό κελί» είναι παγιδευμένη η Ρίτα (Μπούνταλη), εργάτρια ιχθυοκαλλιέργειας, που παλεύει να ξεφύγει για άλλους τόπους, δίχως επιτυχία. Οι δρόμοι των δύο γυναικών θα διασταυρωθούν εξαιτίας μιας αυτοκτονίας, η οποία θα φέρει στην επιφάνεια πολλές δύσκολες αλήθειες, αλήθειες που δεν έχουν θέση στην κοινωνία του Μεσολογγίου.
Το «Θαύμα» είναι ένα φιλμ εγκληματικά καλογυρισμένο. Τεχνικά, είναι σχεδόν άψογο. Η σκηνοθεσία είναι γεμάτη με ενδιαφέροντα (και άλλοτε πανέμορφα) πλάνα, που αποτελούν επίδειξη των τεράστιων δυνατοτήτων του σκηνοθέτη. Ο Τζουμέρκας και η Μπούνταλη, που ηγήθηκαν του σεναρίου, φαίνεται πώς έχουν ένα συγκεκριμένο όραμα για την ταινία, έχουν έντονα κατά νου τα όσα θέλουν να πουν μέσα από αυτήν. Χρησιμοποιούν μια πολλά υποσχόμενη ιστορία, η οποία παρομοιάζει τις ελπίδες των δύο πρωταγωνιστριών για διαφυγή με το μακρινό ταξίδι που κάνουν τα χέλια από το Μεσολόγγι στον Ατλαντικό, στο μόνο μέρος που μπορούν να ζευγαρώσουν και ουσιαστικά, να βρουν την ολοκλήρωση.
Οι θεματικές που πραγματεύεται το σενάριο είναι πολλές και σύνθετες. Οι δημιουργοί μας παραθέτουν τους προβληματισμούς τους για θέματα όπως η έλλειψη προοπτικών στις απομακρυσμένες ελληνικές κοινωνίες, ο πουριτανισμός, η σεξουαλική καταπίεση και κακοποίηση. Όλα αυτά, άλλοτε μας τα δείχνουν άμεσα και ωμά, άλλοτε μας τα παρουσιάζουν μέσω αλληγοριών και θρησκευτικών παραβολών. Η παρουσία των θείων είναι έντονη, από την αρχή μέχρι το τέλος. Παρούσες, επίσης, είναι και οι αναφορές στην ιστορική έξοδο του Μεσολογγίου, η οποία εντάσσεται, θεματικά, στο κομμάτι της διαφυγής.
Η πλοκή, επομένως, είναι φιλόδοξη· πολύ φιλόδοξη. Αυτό δρα θετικά ως ένα σημείο, εφόσον προσδίδει βάθος και πρωτοτυπία σε μια ιστορία που κινείται στα πλαίσια αυτού του τόσο φορμαλιστικού είδους που είναι το αστυνομικό δράμα. Εν μέρει, όμως, υποβαθμίζει κάπως το συνολικό αποτέλεσμα, εφόσον μας παραθέτει τόσα πολλά στοιχεία επί οθόνης –πολλοί χαρακτήρες, πολλές μικρές ιστορίες που συνοδεύουν την κεντρική— τα οποία δεν δένουν πάντα μεταξύ τους με άρτιο τρόπο και αποπροσανατολίζουν. Από ένα σημείο και μετά, από τα αναρίθμητα «κατηγορώ» του Τζουμέρκα, ο κόσμος που πλάθει καταντά κάπως απλοϊκός, ασπρόμαυρος, χάνει τη συνθετότητά του – η οποία ήταν, άλλωστε, ο πρωταρχικός στόχος. Το χάσμα καλύπτεται, ευτυχώς, από την ισχυρή αφηγηματική φωνή, το μοντάζ και τα ευρηματικά πλάνα. Κατά συνέπεια, τα λάθη μοιάζουν περισσότερο με μικρο-πταίσματα.
Το «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» κρύβει μέσα του ειλικρίνεια. Αν και ανά ώρες χάνει τον προσανατολισμό του, κυρίως λόγω αστοχιών και υπερβολών, παραμένει ένα σκοτεινό νουάρ που δύναται να προσφέρει αρκετή τροφή για σκέψη. Κατά πάσα πιθανότητα, είναι η σπουδαιότερη ταινία του Τζουμέρκα, ο οποίος όχι μόνο έχει ταλέντο, αλλά και πολλά πράγματα να πει.