Μια μητέρα δυναμική, αντισυμβατική και χειραφετημένη, μα και κυκλοθυμική, οξύθυμη και οριακή: η Κατρίν οδηγά χωρίς να υπολογίζει όρια ταχύτητας, πίνει κοκτέιλ συνταγογραφούμενων χαπιών μαζί με ουίσκι κρυμμένο μέσα σε μπουκάλια κόκα κόλα, αλλά λατρεύει και τις δύο κόρες της με μια αγάπη καθολική, ζωτική. Η μικρότερή της κόρη και αφηγήτρια ανασκαλεύει τις αναμνήσεις μιας παιδικής ηλικίας που καθορίζεται από την απουσία της μητέρας και τον φόβο για την παρουσία της, και ταυτόχρονα επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει το αίνιγμα που πάντοτε ήταν για εκείνη η μητέρα της.
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Γαλλίδας Violaine Huisman, Το βιβλίο της μητέρας, απέσπασε το βραβείο Françoise Sagan και βρέθηκε στη μακρά λίστα για το Διεθνές Βραβείο Booker. Στο αυτοβιογραφικό αυτό αφήγημα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Γιάννη Στρίγκου, η Huisman εξιστορεί το χρονικό της παιδικής της ηλικίας, αλλά και της ζωής της μητέρας της.
Η Κατρίν ζούσε δίχως όριο και μέτρο, έπινε και κάπνιζε αρειμανίως, οδηγούσε επικίνδυνα και η διάθεσή της κυμαινόταν μεταξύ ξεσπασμάτων ευτυχίας και απόγνωσης, ενέργειας και κατατονίας. Η διάγνωση δεν άργησε να έρθει, ιδίως μετά το τροχαίο ατύχημα που παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή: η μητέρα τους ήταν μανιοκαταθλιπτική, ένας όρος που δεν γνώριζαν, που ηχούσε ξένος στα παιδικά αυτιά, μα τόσο καθοριστικός για την πορεία που έμελλε να πάρει η ζωή τους.
Η μητέρα βρίσκεται έγκλειστη σε ψυχιατρείο, όπου ποτέ δεν τους επιτρέπει να την επισκεφθούν, μέθοδος προστασίας και συνάμα αποστασιοποίησης, εκείνες μεταφέρονται από οικογένειες φίλων στους παππούδες και από εκεί στον πατέρα και το νέο του σπίτι, έρημες και παρείσακτες παντού. Σύντομα η μητέρα θα επιστρέψει, ο μεγαλύτερος εφιάλτης τους, αυτός της μητρικής απουσίας, θα λάβει τέλος, μόνο για να δώσει τη θέση του σε έναν καινούριο: με μυαλό θολωμένο από τα ψυχοφάρμακα και το αλκοόλ που καθημερινά καταναλώνει, η μητέρα λιποθυμά, χάνει τις αισθήσεις της όσο οι κόρες έντρομες προσπαθούν να τη συνεφέρουν, καίει το βραδινό ραγού όσο εκείνες την παρηγορούν για την αμέλειά της, ξεσπά πάνω τους, τις κατηγορεί, ουρλιάζει και τις ξυλοφορτώνει, όσο εκείνες υπομένουν.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, μια βιωματική, σχεδόν ημερολογιακή, καταγραφή της παιδικής της ηλικίας, όχι όμως γραμμικά αλλά αποσπασματικά, συνειρμικά: η Huisman συνθέτει τα θραύσματα μιας εποχής άλλοτε ξέγνοιαστης, με στιγμές εκστατικής χαράς, όπως τα καλοκαίρια στο σπίτι στο Κορρέζ, βραδιές που θύμιζαν τεράστια πάρτι και φαγοπότια σχεδόν διονυσιακά, με τη μαμά στον ρόλο του ακούραστου ενορχηστρωτή τους, όμως άλλοτε αβυσσώδους θλίψης, ανασφάλειας, φόβου και μοναξιάς, παραδίδοντας έτσι μια εναργή μυθιστορηματική απεικόνιση της διπολικής διαταραχής, αλλά και του αντίκτυπού της στις ζωές των φίλων και συγγενών του ασθενούς. Η παιδική ηλικία και η σύμφυτή της αθωότητα γκρεμίζεται εκ των θεμελίων της, σαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου που στιγμάτισε πολιτικά την εποχή τους, σημαδιακά και συμβολικά ταυτόχρονη με την κάθοδο της μητέρας στην ψυχική ασθένεια.
Στο δεύτερο μέρος, η Huisman στοχάζεται μυθιστορηματικά πάνω στην ίδια τη ζωή της μητέρας: παιδί ανεπιθύμητο, προϊόν βιασμού, κόρη μιας μητέρας κακοποιημένης από έναν πατέρα απατεώνα και εγκληματικό στοιχείο, η φιλάσθενη και αδύναμη Κατρίν, όπως ακριβώς και μετέπειτα οι κόρες της, περνά χρόνια σε νοσοκομεία και κλινικές μακριά από τη μητέρα της, χρόνια που την αφήνουν με κουσούρια σωματικά και ψυχικά, ένα πόδι που κουτσαίνει και ένα συναισθηματικό κενό που χωλαίνει μέσα της. Τα σημάδια της ψυχικής ασθένειας θα κάνουν την εμφάνισή τους από νωρίς, και μαζί με αυτά οι απόπειρες αυτοκτονίας – η Κατρίν ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο πάθος για τη ζωή και μια ακατανίκητη επιθυμία να την εγκαταλείψει.
Θα βρεθεί σε έναν γάμο ευτυχισμένο και μια ηλιόλουστη, αλλά και περιορισμένη, ζωή στον γαλλικό Νότο, θα την εγκαταλείψει για έναν γάμο παθιασμένο μα δυστυχισμένο, έναν άντρα που θα τη συστήσει στην παρισινή μεγαλοαστική τάξη, θα της δώσει ακριβά δώρα και υποσχέσεις μιας ζωής χλιδής και πολυτέλειας, μέσω εκείνου θα υπερβεί τις αναστολές της, σεξουαλικές και ηθικές, αλλά και την ίδια της την τάξη, μόνο για να προδοθεί και να διαψευστεί ξανά και ξανά, έρμαιο της ανδρικής επιθυμίας αλλά και του δικού της πόθου. Τάξη, μόρφωση, επάγγελμα, πολιτισμικές καταβολές – η Huisman γράφει για τη διαλεκτική τους σχέση και ταυτόχρονα τοιχογραφεί ολόκληρη τη Γαλλία των τελών του προηγούμενου αιώνα, μια Γαλλία ευμάρειας μα και ταξικών αντιθέσεων, έρωτα και ελευθεριότητας, ηδονισμού και ακολασίας.
Γράφει για το πώς η λαϊκή εργατική τάξη από την οποία προερχόταν η Κατρίν σμίλευσαν και διαμόρφωσαν τον άνθρωπο που μετέπειτα έγινε, ακόμα και όταν εκείνη μεταπήδησε κοινωνική τάξη μέσω του γάμου της με τον μεγαλοαστό και διανοούμενο Αντουάν. Η μαμά μπορεί να ντύνεται με YSL και Dior, να παρευρίσκεται σε όλα τα κοσμικά δείπνα και κοκτέιλ πάρτι, να ξοδεύει χρήματα αλόγιστα και να μένει σε διαμερίσματα μεγαλοαστικών συνοικιών, όμως η καταγωγή και η ελλιπής της μόρφωση συνεχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, μέσα από τους λαϊκούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς που χρησιμοποιεί, την εσφαλμένη χρήση κανόνων γραμματικής και συντακτικού στις επιστολές της ακόμα και όταν υιοθετεί λεξιλόγιο λόγιο και εξεζητημένο – η Huisman αναδεικνύει τη γλώσσα ως έκφραση και συνδήλωση της τάξης. Συνδυάζει τη βιωματική ανασύνθεση των αναμνήσεων της Annie Ernaux και τη διαλεκτική σύνδεσή τους με την πολιτική, το φύλο και την τάξη του Édouard Louis, προσθέτοντας έτσι τη δική της συνεισφορά στο γαλλικό λογοτεχνικό κύμα του autofiction.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί ένα πλούσιο, ενδελεχές πορτρέτο της μητέρας, δυνάστη και σωτήρα τους, παρουσίας δαιμονικής και θείας, ως μια γυναίκα πονεμένη και βασανισμένη, πάντοτε περιορισμένη από το φύλο και την τάξη της, προδομένη από τους ανθρώπους της ζωής της και, κυρίως, από το ίδιο της το μυαλό. Με πρόζα πυκνογραμμένη, πληθωρική και λεπτοδουλεμένη, η Huisman παραδίδει εδώ μια κατάθεση ψυχής, μια αφήγηση βαθιά προσωπική και εξομολογητική, για την ψυχική ασθένεια, το ζοφερό πρόσωπο της μητρότητας και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Ο λόγος είναι μακροπερίοδος, η γραφή χειμαρρώδης και πυρετική, οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ανασυντίθενται όχι γραμμικά αλλά μέσω της ροής της συνείδησης, με το αποτέλεσμα όμως να καταλήγει συχνά χαοτικό και δίχως σαφή αφηγηματική κατεύθυνση, εν αντιθέσει με το δεύτερο, πολύ πιο συνεκτικό και δομημένο, μέρος και την αφήγηση της ζωής της μητέρας.
«Η αλήθεια μιας ζωής δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη μυθοπλασία βάσει της οποίας εμείς οι ίδιοι τη χτίζουμε», λέει η Huisman, και ακριβώς αυτόν τον στόχο πετυχαίνει εν τέλει στο αφήγημά της: να συγκολλήσει τα θραύσματα των αναμνήσεών της, να τα τοποθετήσει εντός ενός συνεκτικού και εξηγήσιμου αφηγήματος, και ταυτόχρονα να ανασυνθέσει μυθοπλαστικά το πορτρέτο της μητέρας της, πλέον όχι εντός του κοινωνικού ρόλου της μητέρας και του απόμακρου βάθρου στο οποίο η ίδια την είχε τοποθετήσει, αλλά αυθύπαρκτα και αυτοτελώς, όχι πια Μητέρα αλλά Γυναίκα, σε μια ύστατη προσπάθεια όχι να τη δικαιολογήσει αλλά να την κατανοήσει.
Μια αφήγηση πλούσια σε πληροφορία, γλαφυρή και απολαυστική όσο και συνταρακτικά σπαρακτική, Το βιβλίο της μητέρας είναι μια ιστορία για τη μητρότητα, τους σύμφυτους με αυτήν κοινωνικούς ρόλους αλλά και την ανιδιοτελή, ατελείωτη αγάπη της, για το οικογενειακό τραύμα και την κληρονομιά του, και προπάντων η ιστορία μιας γυναίκας που έζησε κόντρα στο κοινωνικό κατεστημένο και τις μικροαστικές συμβάσεις, μιας γυναίκας ελεύθερης από όλα εκτός από τον ασφυκτικό κλοιό του ίδιου της του μυαλού. Συγκλονιστικό.